
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, σε καιρούς δίχως κινητά τηλέφωνα ή λάπτοπ –στους οποίους η μουσική πληροφόρηση έπρεπε, συχνά, να περιμένει το επόμενο μηνιαίο τεύχος ενός περιοδικού– το ελληνικό κοινό που είχε στραμμένες τις κεραίες του στις alternative pop/rock εξελίξεις κεραυνοβολήθηκε ραδιοφωνικώς από μια άγνωστη ανδρική φωνή, που δήλωνε "I suppose that I'm all right now", πριν κάνει μια μικρή παύση και συνεχίσει να λέει το θλιμμένο του τραγούδι.
Τα τι και πώς, δεν άργησαν να γίνουν γνωστά. Το κομμάτι λεγόταν "I Suppose" και η φωνή άνηκε στον James Mudriczki, ο οποίος, μαζί με τους Neil McDonald (κιθάρα), Kevin Matthews (μπάσο) & Anthony Szuminski (ντραμς), ήταν οι Puressence: μια παρέα από την αγγλική κωμόπολη Failsworth, στα περίχωρα του Μάντσεστερ, που είχε γνωριστεί το 1992, όταν έτυχε να πάρουν όλοι τους το ίδιο λεωφορείο ώστε να πάνε να παρακολουθήσουν μια συναυλία των Stone Roses.
Αν και πρώτο single από το ντεμπούτο τους, το "I Suppose" δεν ήταν η δισκογραφική αρχή των Puressence. Αυτή είχε γίνει το 1992, λίγους μήνες μετά την ίδρυσή τους, με ένα single για τη Rough Trade, το οποίο ακολούθησε το ΕΡ "Petrol Skin" (1993) κι ένα ακόμα single, για τη 2 Damn Loud Records. Τέτοια ανεξάρτητα labels, ωστόσο, δεν γινόταν να τους πάνε μακριά. Η μεγάλη ευκαιρία χτύπησε την πόρτα όταν τους πρόσεξε ο Toby Chalmers της Island, για την οποία και ηχογράφησαν το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ "Puressence" (1996).

Για την Ελλάδα, τώρα, αυτό το ντεμπούτο υπήρξε αποκάλυψη, αφού δεν ήταν μόνο το "I Suppose" που αγαπήθηκε παράφορα, αλλά και το "India", καθώς και το "Fire". Στην πατρίδα, όμως, η υποδοχή υπήρξε ψυχρότατη, παρά μια (πολύ) ευνοϊκή κριτική από το ΝΜΕ. Ο δίσκος δεν πούλησε, το "I Suppose" δεν μπήκε στα charts, κάποιοι έγραψαν ότι ο Mudriczki τραγουδούσε σαν τον Andrew Montgomery των Geneva, το "India" έμεινε καταβαραθρωμένο στο νούμερο 98: απ' όλα τα singles που δοκίμασαν την εμπορική τους τύχη, μόνο το "Casting Lazy Shadows" έφτασε ως το #82. Εξαιτίας όλων τούτων, σήμερα αρκετοί τους θεωρούν ως μία από τις πιο υποτιμημένες μπάντες των 1990s. Έπεσαν, άραγε, στην περίπτωση του τρελού καλοκαιριού του 1996; Στο κενό, δηλαδή, που δημιουργήθηκε στο βρετανικό alternative στερέωμα μεταξύ του γκρεμίσματος της brit pop (ελέω και της ταύτισής της με τις απογοητευτικές ποδοσφαιρικές επιδόσεις στο Euro 1996) και της OK Computer ηγεμονίας που ετοιμάζονταν να παγιώσουν οι Radiohead;
Απάντηση δεν έχει δοθεί· ευτυχώς, όμως, η τότε δισκογραφία έδινε ευκαιρίες. Έτσι, η Island επέμεινε στην περίπτωσή τους, ενώ και οι ίδιοι φάνηκαν πρόθυμοι να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε λιγότερο μελαγχολικό ρεπερτόριο, υπό την καθοδήγηση του έμπειρου παραγωγού Mike Hedges. Το άλμπουμ "Only Forever" (1998) δικαίωσε τη στροφή, το "This Feeling" τους χάρισε μια μικρή, αλλά ευδιάκριτη βρετανική επιτυχία (#33) και τον δρόμο του ακολούθησε και το "All I Want" (#39). Τέσσερα χρόνια μετά, ωστόσο, σε ένα αρκετά μεταβαλλόμενο σκηνικό, ίσα που κράτησαν αυτήν τη με κόπους αποκτημένη top-40 δυναμική χάρη στο "Walking Dead", βλέποντας τη δημοτικότητά τους να κατρακυλά γοργά. Έως τη διάλυση του 2013, είχαν αφήσει, πια, την Island, ενώ είχε αποχωρήσει και ο McDonald (2003), δίνοντας τη θέση του στον Lowell Killen.

Στην Ελλάδα, πάλι, η εικόνα καταγράφεται ως αντιστρόφως ανάλογη. Ο ενθουσιασμός που πυροδοτήθηκε με τα "I Suppose" και "India" οδήγησε στην πρώτη τους συναυλία στα μέρη μας (Οκτώβριος 1996) και η υποδοχή που βρήκαν στο ιστορικό "Ρόδον", τους εξέπληξε. Όταν ξανάρθαν, όμως, για το Rockwave Festival 1998, δεν είχαν καμία αμφιβολία για την αγάπη του ελληνικού κοινού, η οποία κράτησε και σε όλη τη διάρκεια των 2000s: μπορεί να πάλευαν με την προσέλευση στα βρετανικά venues, μα γινόταν χαμός κάθε που έπαιζαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στο "Gagarin", στον "Μύλο", στο "Terra Vibe" ή στο "PassPort". Κι αν τα charts της πατρίδας τους αδιαφορούσαν για δίσκους σαν το "Planet Helpless" (2002) ή το "Don't Forget To Remember" (2007), εδώ λατρεύονταν, μπαίνοντας άνετα στο εγχώριο top-10. Σιγά-σιγά, μάλιστα, από το 2009 και μετά, άρχισαν να εμφανίζονται και σε μικρότερες πόλεις και όσοι τους είδαν στο "Σταυροδρόμι" της Ηγουμενίτσας (2013) ακόμα διηγούνται για το ότι έκατσαν μετά τη συναυλία να πιουν μπίρες με τους οπαδούς.
Αλλά μπορεί να ξαναζήσει μια τόσο μεγάλη αγάπη, 11 χρόνια μετά; Η επανένωση των Mudriczki, Killen, Matthews & Szuminski (2023) ήταν τόσο ξαφνική, όσο και η διάλυσή τους, μα για τους ίδιους έδειχνε αυτονόητο ότι θα επέστρεφαν στην Ελλάδα, για την οποία δήλωσαν κάποτε, σε μια συνέντευξη, ότι είναι ο παράδεισος. Το πώς θα απαντήσει το εγχώριο κοινό στο νοσταλγικό τους κάλεσμα θα φανεί το βράδυ του Σαββάτου 14/12, στο "Floyd".
Υ.Γ. Την απάντησή μας την πήραμε: η συναυλία έχει γίνει sold out.