
Με ένα μείζον, ιδιαίτερης αξίας γεγονός εγκαινιάσθηκε η φετινή καλλιτεχνική περίοδος του Μεγάρου Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για ένα αφιέρωμα στον θρυλικό Σοβιετικό βιολιστή Λεονίντ Κόγκαν (1924-1982) με αφορμή τη φετινή επέτειο 100 χρόνων από τη γέννησή του.
Ο εβραϊκής καταγωγής Κόγκαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους βιολιστές του 20ού αιώνα και ο έτερος μεγάλος πόλος της ρωσικής σχολής του βιολιού επί ΕΣΣΔ πλάι στον εξίσου θρυλικό Νταβίντ Όϊστραχ, έχει δε αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα με τις ευρύτατα αποτυπωθείσες δισκογραφικά ερμηνείες του σε μεγάλο εύρος ρεπερτορίου. Δύο από τις τελευταίες εμφανίσεις του πριν τον αδόκητο χαμό του τον Δεκέμβριο του 1982 είχαν δοθεί σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.
Για να τιμήσει τη μνήμη του ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΜΜΘ -και ας μην ξεχνάμε, και διακεκριμένος βιολιστής και παιδαγωγός- Χρίστος Γαλιλαίας διοργάνωσε ένα τριήμερο συναυλιακό αφιέρωμα συνοδευόμενο από μία ημερίδα, ενώ μετακάλεσε τρεις από τους σημαντικότερους βιολιστές της εποχής μας, τον Λεωνίδα Καβάκο, την Ρωσίδα Βικτώρια Μούλλοβα (μία από τις τελευταίες μαθήτριες του Κόγκαν) και τον γεννημένο στην Ιταλία Γερμανο-αμερικανό βιολιστή Άουγκουστιν Χάντελιχ.
Και οι τρεις αναμετρήθηκαν με διάσημα κοντσέρτα για βιολί, που είχε ερμηνεύσει συγκλονιστικά ο Κόγκαν. Το 1ο του Σοστακόβιτς και αυτό του Μπραμς απέδωσαν το διήμερο 1-2/10 οι Καβάκος και Μούλλοβα, συνοδευόμενοι από την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Τρανσυλβανίας υπό τη διεύθυνση του μεγάλου Ρουμάνου αρχιμουσικού Κρίστιαν Μαντεάλ. Αυτό του Σιμπέλιους απέδωσε ο Χάντελιχ στις 6/10 σε συναυλία με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης υπό τον Γάλλο αρχιμουσικό Ζαν-Κλωντ Καζαντεσύ.

Η συναυλία αυτή σηματοδότησε την πρώτη ελληνική εμφάνιση τόσο του Χάντελιχ όσο και του πολύπειρου, …88χρονου Καζαντεσύ, ενώ -αντίθετα από τις δύο πρώτες- δόθηκε ενώπιον μιας κατάμεστης μεγάλης Αίθουσας του ΜΜΘ με έντονη τη νεανική παρουσία, πιθανόν λόγω του άκρως προβεβλημένου σολίστ. Και ο Χάντελιχ ουδόλως διέψευσε τη φήμη του, προσφέροντας μιαν από τις ωραιότερες εκτελέσεις του κοσμαγάπητου Κοντσέρτου του Σιμπέλιους που έχουμε απολαύσει ποτέ στη χώρα μας!
Η ερμηνεία του 40χρονου σολίστ υπήρξε ανεπίληπτη τεχνικά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκφραστικά. Από τεχνικής πλευράς, θαύμασε κανείς ένα παίξιμο σπάνιας πληρότητας, οικονομίας και ορθοτονίας, κυρίως όμως το σπάνια χάρισμα να φωτίζεται με απόλυτη καθαρότητα κάθε νότα, κάθε παράγραφος χωρίς το όλο να ηχεί υπερβολικά αναλυτικό! Η μεγάλη δεξιοτεχνική ασφάλεια (στις καντέντσες του α’ μέρους και στο ρυθμικότατο καταληκτικό allegro, ma non tanto), οι λεπταίσθητες εκλεπτύνσεις δυναμικής, ο τρόπος που είχε δουλευτεί κάθε φράση (τι πλαστικότητα στο ενδιάμεσο αργό μέρος!) ουδέποτε φάνηκαν ως αυτοσκοπός, αλλά λειτουργούσαν διαρκώς ως πολύτιμες ψηφίδες μιας άκρως εκφραστικής παλέτας. Η προσέγγισή του εστίασε στην ανάδειξη του λυρισμού του έργου και της πληθώρας μελωδικών θεμάτων, ενώ έλαμψαν οι περιγραφικές αρετές και το βάθος λεπτομέρειας στην αποτύπωση από τον συνθέτη με μουσικούς όρους των εικόνων της φύσης στο α’ μέρος. Διεπόταν δε από μουσικότητα, ευγενές ρομαντικό συναίσθημα, υψηλή διανοητική συγκέντρωση, ευφράδεια αφήγησης!
Η προσεκτική πλην άκρως ευέλικτη διεύθυνση του Καζαντεσύ και η ωραία τήρηση των αγωγικών ενδείξεων διασφάλισε μια φροντισμένη -πλην κόρνων- συνοδεία από την ΚΟΘ. Αυτή ευχαρίστησε ιδιαίτερα στο βαθμό που οριοθέτησε -λόγω του θερμού ήχου των εγχόρδων- έναν πιο επικό/δραματικό καμβά (ένα βορινό χειμωνιάτικο τοπίο) εντός του οποίου αναπτυσσόταν η τρυφερή, φωτεινή βιολιστική αφήγηση, δικαιώνοντας συνεχώς τη μελαγχολία και νοσταλγικότητα της γραφής.
Η αποθέωση που γνώρισε ο Χάντελιχ τον οδήγησαν να αντιχαρίσει δύο -όσο πιο διαφορετικά γίνεται- ανκόρ, ουσιαστικά δικές του διασκευές αρχικά πάνω στο αμερικάνικο κομμάτι "Orange Blossom Special" (των Ράους και Κλήβλαντ), που αποδόθηκε με σπάνια αίσθηση του ύφους, και ακολούθως πάνω στο κοσμαγάπητο τάνγκο του Κάρλος Γαρδέλ "Por una cabeza", που διέθετε και χορευτικό βηματισμό και φλογερό πάθος…

Τη συναυλία είχε ανοίξει μία προσεγμένη εκτέλεση της εισαγωγής στην όπερα "Τανχώυζερ" του Ρίχ. Βάγκνερ. Από τις πρώτες νότες και το υποβλητικό σόλο κλαρινέτου του Αντώνη Τσαχτάνη, ο αρχιμουσικός αξιοποίησε τα μεταξένια έγχορδα της ΚΟΘ, αν και δεν κατάφερε να αμβλύνει τις -υπέρ των χάλκινων- ανισορροπίες δυναμικής. Σταδιακά, η ερμηνεία βρήκε το βηματισμό της, με εύροη θεματική ανάπτυξη και ρυθμικό παλμό, ενώ στις απαιτητικές κορυφώσεις ικανοποίησαν τα χάλκινα πνευστά και δη τα τρομπόνια.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος ξεκίνησε με ένα εμβληματικό έργο του μουσικού ιμπρεσιονισμού, το "Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου" του Ντεμπυσσύ. Την αινιγματική αυτή αιώρηση ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα εισήγαγε έξοχα, με γεμάτο, πτητικό ήχο και ωραία γραμμή, το φλάουτο του Όθωνα Γκόγκα. Παρά το θαμπό παίξιμο των κόρνων στην αρχή, ο Καζαντεσύ φώτισε γλαφυρά το διόλου εύκολο έργο, αντλώντας από την ορχήστρα εστιασμένο, μεστό ήχο, προσεγμένα δοσμένες μεταπτώσεις και εύπλαστη φραστική (ιδίως από τα έγχορδα), που αρθρωνόταν με πιο μυώδη παλμό όταν προσελάμβανε μελωδικό χαρακτήρα. Πολύ καλές ήσαν οι κρίσιμες σολιστικές συνεισφορές από τα ξύλινα πνευστά, με κορυφαία το όμποε του Κίτσου, το κλαρινέτο του Τσαχτάνη και το φαγκότο του Βαβάλα, όπως και την άρπα (Γίμα) και -στο τέλος- το α’ βιολί (Σουσάμογλου).
Εντελώς διαφορετική πρόκληση για την ΚΟΘ συνιστούσε η ορχηστρική σουίτα από το μπαλέτο "Το πουλί της φωτιάς" του Στραβίνσκυ, με την οποία ολοκληρώθηκε η βραδιά. Εν προκειμένω, επελέγη η σουίτα στην εκδοχή του 1919, την οποία σχηματοποίησε ο συνθέτης από την αρχική μουσική του χοροδράματος, που αποτέλεσε την πρώτη συνεργασία του με τα περίφημα "Ρωσικά μπαλέτα" του Ντιάγκιλεφ.
Η ευρηματικά πλούσια ενορχήστρωση του ανεξάντλητα δημοφιλούς έργου με τις σαφείς επιρροές από τον Ρίμσκυ-Κόρσακοφ είναι διάστικτη από τολμηρές αρμονίες και πολύπλοκα ρυθμικά σχήματα, δείγματα αιχμηρής, πρώιμα μοντερνιστικής γραφής. Ορχήστρα και αρχιμουσικός χάρισαν μια πολύ αξιόλογη εκτέλεση που, παρά τη "συμφωνική" οπτική της, σεβάσθηκε και τόνισε τη "χορευτική" διάσταση της πολύχρωμης παρτιτούρας. Αμφότεροι ανταποκρίθηκαν επιτυχημένα και με καλά σταθμισμένες κλιμακώσεις δυναμικής στην ακρίβεια και το νεύρο που απαιτείται κυρίως για την προσήκουσα απόδοση των έντονα δραματικών, πυρετωδών μουσικών σελίδων. Η προβολή με επαρκή διαφάνεια των ορχηστρικών λεπτομερειών και το άκρως ποιητικό παίξιμο των ξύλινων (Κίτσος, Τσαχτάνης) συνέβαλαν, όμως, στο να αναδειχθούν και το μυστήριο και οι υποβλητικές ατμόσφαιρες με τα κυρίαρχα οριενταλίζοντα στοιχεία, που έχουν εξίσου κομβική σημασία για να χρωματισθεί η αφήγηση…
Οι αρετές της μουσικής διεύθυνσης του Καζαντεσύ (σαφήνεια, ακρίβεια, αφηγηματική ρευστότητα, ικανότητα πύκνωσης και αποφόρτισης των εντάσεων) δικαιώθηκαν στο έπακρο από τους μουσικούς της ΚΟΘ (τα τόσο καλλιεργημένα έγχορδα, τα καλλιεπή ξύλινα, τα σβέλτα κρουστά στο β’ μέρος, τα σταθερά χάλκινα -ωραίο σόλο κόρνου- στο γ’) με αποκορύφωμα το θριαμβικό φινάλε, που κορυφώθηκε έξοχα από πλευράς χρονισμού και σασπένς. Ποιος αμφιβάλλει ότι το "Πουλί της φωτιάς" αποτελεί την ιδανική σύνθεση για να καταλάβει κανείς την ποιότητα μιας ορχήστρας;
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Ο Γερμανο-αμερικανός βιολιστής Άουγκουστιν Χάντελιχ και ο Γάλλος αρχιμουσικός Ζαν-Κλωντ Καζαντεσύ επευφημούνται από το κοινό του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης μετά το πέρας της ερμηνείας του "Κοντσέρτου για βιολί" του Σιμπέλιους στο πλαίσιο συναυλίας της ΚΟΘ (6/10)