Θυμάμαι πριν από κοντά δέκα χρόνια, επί εποχών Poplie Radio δηλαδή όπου διατηρούσα (ψηφιακή) ραδιοφωνική εκπομπή, ο συμπαραγωγός Τάσος Inverted με είχε ρωτήσει σε κάποια φάση: "Μα καλά, γιατί παίζεις τόσο συχνά ελληνικές μπάντες;". Ομολογώ πως δεν το είχα συνειδητοποιήσει αλλά όντως, βδομάδα παρά βδομάδα θα έπαιζε τουλάχιστον μία μες το δίωρο χωρίς να συμβαίνει επίτηδες. Σημειωτέον δεν ήταν δα και κάτι ρηξικέλευθο, απλά στο μικρόκοσμο των e-ραδιοφώνων, τον blogs και των indie μουσικο-σελίδων που (ακόμη) υπήρχαν τότε, η σημασία που δινόταν στα ντόπια "εναλλακτικά" συγκροτήματα -τι φρικτός όρος- ήταν αρκετά περιορισμένη. Από τη μεριά μου δε θυμάμαι να έχω κάποια έτοιμη ή καλοσχηματισμένη απάντηση εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, στην πορεία το είχα στο νου μου γιατί μου φάνηκε ενδιαφέρουσα απορία σε επίπεδο αυτογνωσίας. Διαπίστωσα, λοιπόν, δύο πράγματα. Από τη μία η ελληνικότητα ως καταγωγή δε μου έλεγε τίποτα, έχοντας δεδομένη δυσανεξία σε οτιδήποτε "εθνικό". Από την άλλη, θα με συγκινούσε όντως ευκολότερα μια μουσική που ήταν "από εδώ". Ποιοτική διαφορά που εδράζεται σε στοιχεία συγκυριακά και ταξικά παρά φυλετικά. Τι θέλω να πω· ήταν ευκολότερο να μπει στη λίστα του υποσυνείδητου σάουντρακ μου ένα κομμάτι σαν το "Αττική - Βικτώρια" των Οδός 55, όταν αυτές οι δύο στάσεις ήταν αναπόσπαστο μέρος της ρουτίνας μου, όπως αντίστοιχα προέκυπτε οργανικά να κολλήσω με σχήματα σαν τους Antimob ("Antimob"), Bazooka ("Άχρηστη Γενιά"), Σκοτοδίνη ("Ανυπόφορη Κατάσταση") και πάρα πολλά ακόμα, δίχως να πιάσω καν είδη όπως το χιπ χοπ. Πολύ απλά, ρε παιδί μου, η μουσική που βγαίνει από τα μέρη που μεγαλώνεις "κουβαλά" μαζί της την αύρα, τα άγχη, την ενέργεια και την κουλτούρα που συνδέει αδιόρατα τους ανθρώπους με τους οποίους τυχαίνει να συνυπάρχετε την ώρα που ηχογραφείται ένας δίσκος, προσδίδοντάς του ξεχωριστό στίγμα. Χώρια που, εφόσον σου αρέσει το αποτέλεσμα, έχει περισσότερες πιθανότητες να το ακούσεις live, από το να προσεύχεσαι να φτάσει στο χωριό σου η χι μπάντα από το Μπράιτον ή τη Νέα Υόρκη.
Συγχωρείστε το μεγάλο πρόλογο, απλώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά κατηφορίζοντας την Ιερά Οδό για να φτάσω στο ΠΛΥΦΑ και το 2ο Αγοραφοβικό Φεστιβάλ (20-21/9), όπου θα συνέβαινε ένα τέτοιο ακριβώς αντάμωμα κυρίως σύγχρονων καλλιτεχνών που είναι "από εδώ" και που σπάνια δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσεις μαζί. Ορισμένοι, μάλιστα, είχαν αρκετά χρόνια να βρεθούν μπροστά σε κοινό, ενώ οι περισσότεροι κρατούν ξεχωριστή θέση στην καρδιά του γράφοντος. Όπως και πέρσι, το lineup δεν περιορίστηκε σε κάποιο είδος αλλά χάρη στην επιμέλεια του Metaman απλώθηκε στις τρεις σκηνές της διοργάνωσης, με καθεμία να πλαισιώνεται από τα acts που άρμοζαν στο χώρο. Η πολυσυλλεκτικότητα δε που χαρακτηρίζει το δεύτερο σερί Αγοραφοβικό, έρχεται να επιβεβαιώσει τόσο την πληθωρικότητα της ντόπιας σκηνής όσο και να προστεθεί σε παρόμοιες ενέργειες του παρελθόντος (όσοι θυμάστε το Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής του Boy και τα Yuria του Vinyl Microstore, κλείστε ραντεβού στον οδοντίατρο).
Ημέρα 1η - "Είναι μέρα χαρά, γιατί φεύγουμε από εδώ"
Βραχιολάκι στον καρπό, μπύρα νούμερο ένα στο χέρι και στα decks η DJ Pitsouni, από τα κεντρικά πρόσωπα της femme rap σκηνής που λίγες ώρες μετά θα συνόδευε τις Penny και Sci-Fi River στο stage της αυλής. Καθώς ζεσταινόμαστε, μερικές παρατηρήσεις για τη διοργάνωση. Το Αγοραφοβικό υιοθέτησε τις ίδιες υποδομές με πέρσι βελτιώνοντάς τες, π.χ. λύθηκε το πρόβλημα κλιματισμού της μεγάλης αίθουσας, ενώ επωφελείται από την προνομιακή καράκεντρη τοποθεσία του ΠΛΥΦΑ. Βέβαια, το χορταστικό μουσικό πρόγραμμά του αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι. Στα θετικά, το γεγονός πως άπαξ και ξεκινούσαν τα sets δεν καταλάβαινες πότε είχε πάει μεσάνυχτα, αφού δεν έπαιρνες ανάσα - με την καλή έννοια. Στα λιγότερο θετικά, οι αναπόφευκτες επικαλύψεις που είχαν σαν αποτέλεσμα είτε να βλέπεις μισές εμφανίσεις είτε να χάνεις άλλες εξ ολοκλήρου. Θα μου πείτε, ρε ‘συ πόσοι θα θέλουν να δουν το ίδιο πολύ Penny και Larry Gus, για παράδειγμα, που συμπέσανε; Θα σας πω σίγουρα εγώ, αλλά για να μη φανώ άδικος θα προσθέσω πως προτίμησα τη ράπερ από τη Θεσσαλονίκη μιας και δεν κατεβαίνει συχνά στην πόλη. Ε, βοήθησε και λίγο πως τον Larry Gus τον έχω ξαναδεί, αλλά και πως το "Cabaret de Lumiere" ήταν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του 2022. Εν πάση περιπτώσει, η Penny παρότι ομολόγησε το μεγάλο τρακ της επί σκηνής δεν άφησε να φανεί καθόλου, μοιράζοντας το χρόνο της με τη εξίσου άνετη Sci-Fi River, σε μια διπλή εμφάνιση γεμάτη ραπ αλληλεγγύη.
Η τελευταία, νωρίτερα βρέθηκε πλάι στους Dramachine για να παίξουν το υπέροχο κοινό κομμάτι τους "Φεύγουμε Από Εδώ", ευκαιρία για σκηνική συνύπαρξη που οφείλεται στο Αγοραφοβικό. Επί τη ευκαιρία, το synth punk σχήμα διανύει την πιο ώριμη φάση του, μας έπαιξε και το ολόφρεσκο "Λένορμαν", έτσι αποτέλεσε άνετα το προσωπικό highlight της πρώτης μέρας του Αγοραφοβικού. Εξάλλου, οι Dramachine δεν ανήκουν τυχαία στην πρώτη γραμμή του ρεύματος που αναβιώνει απολαυστικά το συγκεκριμένο ήχο, ο οποίος μετρά παράδοση δεκαετιών την Ελλάδα και πρόσφατα έχει αποκτήσει τιμιότατους συνεχιστές (Selofan, Kalte Nacht, Hekátē). Ανάμεσά τους είναι και ο Eddie Dark, ο οποίος σάρωσε την 7Α με αμφίεση που παραπέμπει στον υπνοβάτη Τσέζαρε από το "Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι" (Ρόμπερτ Βίνε, 1920), "τίγκαρε" το χώρο με το φανατικό κοινό που έχει καλλιεργήσει τα τελευταία χρόνια, παραδίδοντας ψυχωμένο goth βασισμένος σε εθιστικά beats από drum machines. Αξέχαστο, επίσης, να βλέπεις πιτσιρίκια ντυμένα μίνι-Eddie Dark, σε ένα ειλικρινά wholesome θέαμα. Πίσω στην αυλή, ο Κ. Βήτα ολοκλήρωνε μια ως είθισται μεστή και γεμάτη θαλπωρή εμφάνιση που επιφύλασσε, επίσης, μια μικρή έκπληξη. Ο μουσικός μιας χάρισε μια εκτέλεση του "Σ’ Αγαπώ", η οποία ακούστηκε για πρώτη φορά live αν δε με απατά η μνήμη μου, τραγούδι με το οποίο κλείνει ο φετινός δίσκος του ("Το Χέρι").
Ημέρα 2η - "Τι κάνει, την καρδιά μας καρφώνει;"
Το φινάλε του Αγοραφοβικού ήταν εδώ και μέρες sold out, θέλω να πιστεύω για τους εξής λόγους. Στο lineup βρισκόταν η θρυλική Λένα Πλάτωνος μαζί με τους Σαββίνα Γιαννάτου και Γιάννη Παλαμίδα, μια τριάδα σπουδαίων μουσικών των οποίων κάθε εμφάνιση συνιστά ξεχωριστό συναυλιακό γεγονός. Εξίσου σημαντική, όμως, ήταν η επιστροφή των Regressverbot, ενός συγκροτήματος που αγαπήθηκε όσο λίγα από τους millennials, αφού ο μελαγχολικός ηλεκτρονικός ήχος τους συνόψισε την κατήφεια των χρόνων της κρίσης, όταν όλα μας δηλαδή μπαίναμε στα 18-20. Περισσότερα βέβαια σε λίγο, γιατί η μέρα ξεκίνησε με spoken word σε τελείως… οικογενειακό κλίμα. Ελάχιστοι από τους πολυάριθμους κατόχους εισιτηρίου ψήθηκαν να έρθουν από τις 19.00 να δουν Sam Albatros και Α. Επίθετη, χάνοντας έτσι δύο εξομολογητικές performances αξιοπρόσεκτης ποιητικότητας. Όσον αφορά το Sam δε, οφείλω να σας παραπέμψω στα βιβλία του, αλλά και στις μικρού μήκους του, όπου το queer βίωμα, τα τραύματα της ενηλικίωσης, αλλά και η περισυλλογή πάνω στην κουλτούρα του ίντερνετ, συνδυάζονται σε μια πρωτότυπη και άκρως μοντέρνα γραφή.
Όταν ο κόσμος άρχισε πια να πληθαίνει, ο Θάνος Κόης από τους Lost Bodies ξεστόμιζε: "Ήταν εντελώς στ’ αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Ιλισσός", κηρύσσοντας εμφατικά την έναρξη του set. Στη μία ώρα και κάτι που είχε στη διάθεσή της μία από τις καλύτερες μπάντες που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος, έπαιξε ένα ποτ πουρί των πιο χαρακτηριστικών κομματιών της απέναντι σε ένα κοινό που δεν κατάλαβα ποτέ με σιγουριά αν στην πλειοψηφία του γνώριζε ή όχι το υλικό της. Μικρή σημασία είχε, βέβαια, αφού όλοι φάνηκε να διασκεδάζουν (αλίμονό τους αν δεν), πάντως είναι δεδομένο πως θα αυξηθούν τα plays των κομματιών τους τις επόμενες μέρες. Ίσως κάποιοι ακόμα και να παρευρεθούν στο καθιερωμένο δεκεμβριανό live των Lost Bodies σε λίγους μήνες. Την ώρα που Κόης και ΣΙΑ ούρλιαζαν οργισμένα το διαχρονικά αληθές "ΑΡΚΕΤΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΝΟΜΑ, ΜΑΣ Γ******Ε", στην αίθουσα 7Γ λάμβανε χώρα ένα ακόμα reunion. Οι Victory Collapse με μόλις δύο άψογους δίσκους ("Convenience Has Poisoned Our Souls", "Atlas") στα ‘10s συνέβαλαν σε μια άτυπη τάση που ήθελε αρκετές ελληνικές μπάντες να πειραματίζονται με τις πιο ακραίες, πείτε τες noise, πτυχές του post punk, όπως οι The You and What Army Faction και οι Θεσσαλονικείς Psychedelic Trips to Death. Εννέα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία κυκλοφορία τους, κάμποσα έτη μετρά κι απουσία τους από την ενεργή δράση, ωστόσο κανείς δε θα το σκεφτόταν άμα τους πετύχαινε τυχαία on stage. Η πιο πλήρης εμφάνιση του διημέρου βρήκε τους VC να παίρνουν κεφάλια σα να μην πέρασε μια μέρα, το φάντασμα του Mark E. Smith καμάρωνε σε κάποια γωνιά, ένα νέο κομμάτι μας έδωσε ελπίδες για πλήρη επιστροφή στα πράγματα, αλλά και αφορμή να ευχηθούμε να μην περάσει άλλο τόσο διάστημα μέχρι να τους ξαναδούμε.
Όσο βούιζαν ακόμα οι ενισχυτές, στην αυλή εμφανίζεται η Πλάτωνος εν μέσω αποθέωσης. "Μα τι κάνετε όλοι εδώ;" αναρωτιέται καλοπροαίρετα, μετρώντας εκατοντάδες κεφάλια να την κοιτούν με γουρλωμένα μάτια. Είναι πραγματικά πολύ όμορφο αυτό που συμβαίνει με την Πλάτωνος. Αν το καλοσκεφτούμε οι avant-garde συνθέσεις της και οι σουρεαλιστικές αφηγήσεις της δεν είναι ό,τι πιο συνηθισμένο να ακούει κανείς σε μια γεμάτη υπαίθρια συναυλία, όπου μάλιστα η πλειονότητα των παρευρισκομένων δεν έζησε τη μουσικό στην εποχή της. Κι όμως, η εκτίμηση που που ανταλλασσόταν από όλες τις μεριές ήταν χειροπιαστή, όπως και ο σεβασμος προς το πρόσωπο μιας αληθινής πρωτοπόρου. Την ίδια ώρα, σε τελείως διαφορετικό κλίμα, στη μεγάλη αίθουσα η Krista Papista έδινε το δικό της ανατρεπτικό σόου. Ό,τι και να γράψω νομίζω πως αδικεί την ίδια τη μουσικό, αφού αυτό που κάνει πιέζει τα όρια της ελληνικής γλώσσας. Είναι anthemic pop για τις λαϊκές τάξεις; Είναι βουκολική euro disco; Είναι ερωτική κιθαριστική μουσική στο σταυροδρόμι της PJ Harvey και της Cat Power; Όλα σωστά και όλα λάθος είναι εν προκειμένω, αφού η μετα-μεταμοντέρνα νταλκαδιασμένη αισθητική της Krista δε χωράει σε καλούπια, όσο οικεία και αν είναι ηχητικά. Δε θα προσπαθήσω άλλο, την επόμενη φορά που θα παίζει στην πόλη σας, απλά πηγαίντε να τη δείτε. Μην πείτε πως δε ξέρατε.
Προτού καλά - καλά χωνέψουμε την Krista, το προαναφερθέν πρόβλημα των επικαλύψεων επέστρεψε. Είχαμε μόλις 15’ στη διάθεσή μας να δούμε την Dolly Vara, αν θέλαμε να προλάβουμε από την αρχή τους Regressverbot. Ας μην κάνουμε πάλι το παιχνίδι με τις ρητορικές ερωτήσεις, ναι χρειαζόταν να μείνω στην 7Α για την Dolly, επειδή η "Χρονιά της Σκύλας" είναι ένα πωρωτικό άλμπουμ και η ίδια έχει ένα από τα καλύτερα flows εκεί έξω και στα live. Αλλά η ανάγκη μου για νοσταλγία και την εκπλήρωση ενός μεγάλου συναυλιακού απωθημένου με έκανε να επιστρέψω στην αυλή. Δεν ξέρω αν θα μείνει στην ιστορία η επιστροφή των Regressverbot στο Αγοραφοβικό, γιατί δυστυχώς το live τους δεν ήταν αποθεωτικό, ξέρω όμως ότι τουλάχιστον δύο φορές γονάτισα. Όταν κυκλοφόρησε το "Music for Ordinary Life Machines" (2016) στις σκονισμένα θλιμμένες συνθέσεις του είχαν καταχωνιαστεί η ήδη μωλωπιασμένη αισιοδοξία μας για το μέλλον, πλάι στις νωπές αναμνήσεις από τις πρώιμες πολιτικές - συνειδησιακές διεκδικήσεις μας. Χρησιμοποιώ α’ πληθυντικό γιατί φάνηκε και από την προσέλευση του κόσμου πως αυτό το άλμπουμ και αυτή η μπάντα έσμιξε με κάτι προσωπικό για το καθένα. Ας πούμε δίπλα μου είχα φίλους που χορεύαμε μαζί την "Πλατεία Αμερικής" στην Αλεξανδρούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, όντας πλάι σε αγνώστους που σίγουρα είχαν κουβαλήσει τη μουσική αυτές σε άλλες πόλεις. Όλοι, θέλοντας και μη, λιγότερο ή περισσότερο, κομμάτι της γενεαλογίας που μας ενηλικίωσε ως "Kids of December" για να φτάσουμε στο σήμερα, συν πλην τριάντα, μ’ ένα κάρο ήττες στην πλάτη, αλλά ποτέ ξενερωμένοι. Παραδόξως, το ότι κολλούσαν μονίμως τα μηχανήματα των Regressverbot ταίριαζε στο κλίμα τώρα που το σκέφτομαι. Δεν πάει να μη δουλεύουν, εμείς δεν το κουνήσαμε ρούπι.