
Δεν θέλεις και πολύ για να κολλήσεις τη λέξη "μυσταγωγία" δίπλα στο "Roots & Rituals", που τιτλοφορεί τις παραστάσεις της Ελένης και της Σουζάνας Βουγιουκλή στο "six d.o.g.s.": μοιάζει σχεδόν κλισέ, ειδικά με τα συνήθη μέτρα και σταθμά του δημοσιογραφικού παιχνιδιού των καιρών μας. Μόνο που, στην περίπτωση αυτή, η μυσταγωγία είναι κυριολεκτική.
Μάλιστα, την αισθάνεσαι στο πετσί σου ήδη από την έναρξη της συναυλίας, ειδικά αν κάθεσαι ανυποψίαστος στις καρέκλες (με τις οποίες έχει γεμίσει ο γνωστός χώρος στην Αβραμιώτου) κι ακούσεις ξαφνικά τις δύο αδερφές από την Ξάνθη να προικίζουν το "Ήθελα Να 'Ρθω Το Βράδυ" με φωνητικά βγαλμένα από την καρδιά των παραδόσεων της Ηπείρου. Ήταν μια τόσο δυνατή, τόσο εμφατική αρχή, ώστε ο νους μου έτρεξε στους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου για την "τρομερή μας τη λαλιά" –εκείνη που τινάζεται, λέει, σαν μαύρο πνεύμα.

Τυπικά, η Ελένη με τη Σουζάνα Βουγιουκλή παίζουν 1,5 ώρα. Αυτό που παραδίδουν, όμως, είναι τόσο πυκνό, ώστε στο φινάλε αισθάνεσαι λες και παρακολούθησες τη διπλή διάρκεια. Επί της ουσίας, προτείνουν μια φανταστική περιπλάνηση, στην οποία τα συνήθη όρια του μουσικού χωροχρόνου καταρρέουν κι απομένεις να "αρμενίζεις" με μόνο πλοηγό τις φωνές τους. Για πότε αφήνεις την Ήπειρο, δηλαδή, για να βρεθείς στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, στη Θράκη, στα βάθη των Βαλκανίων, στη λαϊκή πλευρά της Πορτογαλίας, στη μαύρη Αμερική ή στο Σιάτλ των Nirvana κι από εκεί στα ρεμπέτικα καταγώγια ή στα μήκη και στα πλάτη των δίσκων της Diamanda Galás, ούτε που το καταλαβαίνεις. Αντιθέτως, νιώθεις το ένα να μπαίνει διαρκώς στο άλλο, γενόμενο "ομοούσιο" με μια έννοια αληθώς τελετουργική. Roots & Rituals, όνομα και πράγμα.
Αναλόγως, βέβαια, μεταμορφώνονται και οι αδερφές Βουγιουκλή, αλλάζοντας ερμηνευτικά πρόσωπα με φυσικότητα που εκπλήσσει. Ευτυχώς, δηλαδή, που μερικά πράγματα από τα τόσα που δοκιμάζουν δεν τους βγαίνουν, γιατί διαφορετικά θα άρχιζες να σκέφτεσαι ότι δεν πρόκειται για παιδιά ανθρώπων, μα για κόρες του μυθικού Πρωτέα. Την ίδια στιγμή, όμως, η συναυλία τους διατηρεί και κάτι το "σπιτικό". Όταν σιωπούν, μετακινούμενες πάνω στη μικρή σκηνή προκειμένου να αλλάξουν θέσεις, να πιάσουν όργανα, να τινάξουν τα μαλλιά τους ή να πιουν μια γουλιά νερό, αισθάνεσαι ότι δεν βρίσκεσαι στο "six d.o.g.s.", μα σε πρόβα στο σαλόνι του σπιτιού τους.

Είναι μια όμορφη συνθήκη αυτή, οπότε θα γράψω ότι αξίζει, ίσως, να την ενισχύσουν, γενόμενες λίγο πιο αυθόρμητες: οι αναγγελίες των τραγουδιών, διανθισμένες πού και πού με περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το πλαίσιό τους, είχαν κάτι το στατικό και το σφιγμένο –άσχετα με το χειροκρότημα που μπορεί να συνόδευσε την αφιέρωση του "Μάνα Μου Μάνα" του Χριστόδουλου Χάλαρη στους πρόσφυγες του κόσμου μας. Σε κάποιο σημείο, ας πούμε, ενώ προλογιζόταν κάτι ανέκδοτο, η Σουζάνα Βουγιουκλή έσπευσε να διευκρινίσει ότι μιλούσε για τραγούδι, συμπληρώνοντας "φαντάζεστε να σας λέγαμε ανέκδοτα;". Ναι, το φαντάζομαι. Και δεν είναι διόλου άσχημη ιδέα.

Ως προς το μουσικό σκέλος της βραδιάς, η κυρίαρχη εικόνα ήταν η Ελένη (αυτή με τα ξανθά μαλλιά) να παίζει τα κρουστά χειρός της και η Σουζάνα (η μελαχροινή) να αναλαμβάνει το πιάνο και την κιθάρα. Έτσι, π.χ., κρατώντας απλά την κιθάρα της, είπε αφοπλιστικά το "Solidão (Canção Do Mar)", με άψογη πορτογαλική προφορά, η οποία βοήθησε να αναδυθεί μια γνήσια fado ατμόσφαιρα. Είδαμε όμως και αντίστροφες καταστάσεις, όπως συνέβη λ.χ. όταν έκατσε η Ελένη στο πιάνο, ώστε η Σουζάνα να τραγουδήσει το ρουμάνικο "Cine Lubeste Si Lasa", με φωνή βγαλμένη θαρρείς από το βένθος των ανατολικοευρωπαϊκών παραμυθιών, με μάτια κλειστά και με φοβερές –κυριολεκτικά και μεταφορικά– κινήσεις των χεριών της, με τις οποίες απεικόνισε την τσιγγάνικη κατάρα που πραγματεύονται οι στίχοι. Ήταν μια καταπληκτική στιγμή, ίσως η καλύτερη όλης της συναυλίας· μας καθήλωσε στις θέσεις μας, να κοιτάμε μαγνητισμένοι τη σκηνή.

Όχι ότι δεν θαυμάσαμε κι άλλα στιγμιότυπα, βέβαια, όπου οι φωνές τους δεν διαχωρίστηκαν, μα μπλέχτηκαν με υπέροχα αλληλοσυμπληρώμενους τρόπους. Πότε αποδίδοντας στο ακέραιο τα κατωϊταλιώτικα χρώματα των "Kalinifta" και "Το Κλάμα Του Εμιγκράντου", λ.χ., πότε κάνοντας δικό τους –με έναν πραγματικά μοναδικό τρόπο– το "Where Did You Sleep Last Night?" ή το κατά Diamanda Galás "Let My People Go", ακόμα και το "Πες Μου Μια Λέξη" ή το "Πρέζα Όταν Πιεις", που τραγουδήθηκε με τους αυθεντικούς στίχους του 1935. Εδώ, μάλιστα, η Ελένη Βουγιουκλή κατέπληξε με την άνεση με την οποία ακροβόλισε τη φωνή της στον κόσμο της Ρόζας Εσκενάζυ.

Από την άλλη, πάντως, υπήρξαν και σημεία όπου αυτό το ισχυρό χαρτί της πολυσυλλεκτικότητας γύριζε μπούμερανγκ, κλυδωνίζοντας τη συναυλία. Η βεντάλια της, δηλαδή, σαν να ανοίγει υπερβολικά. Και είναι εξωανθρώπινο και το να σου πετύχουν τα πάντα, αλλά και το να αρέσουν όλα εξίσου. Έτσι όπως βλέπω τα πράγματα, λ.χ., το "Καίγομαι Καίγομαι" και το "Ederlezi" είναι δύο τραγούδια φθαρμένα από τη συνεχή χρήση: αν θες να τα πεις κι εσύ, επομένως, κάτι καλύτερο πρέπει να φανταστείς για το πρώτο και κάπως εγγύτερα να πλησιάσεις στο μέτρο της βαλκανικής ελεγείας που έθεσε η (ανυπέρβλητη, εδώ που τα λέμε) ερμηνεία της Vaska Jankovska. Στο "Εκάεν Και Το Τσάμπασιν", επίσης, το πιάνο συνοδεύει με αχρείαστη ένταση, χαλώντας την αξιέπαινη προσέγγιση της Ελένης Βουγιουκλή. Και κάτι ανάλογο παρατηρείται και στο "Σαν Πεθάνω Στο Καράβι", που καταλήγει να χάνει το ρεμπέτικο φίλτρο με το οποίο το έχουμε μάθει.

Συζητήσιμη, επίσης, είναι και η παρεμβολή των δικών τους δημιουργιών στη ροή. Τα τραγούδια αυτά είναι καλοσχηματισμένα, ωστόσο τους λείπει το σκαλοπάτι παραπάνω. Επιπλέον, φανερώνουν ροπή προς μια αγγλόφωνη δημιουργία με μαύρες ή/και singer/songwriter καταβολές, η οποία δεν πολυσυνάδει με το "Roots & Rituals" κλίμα. Σε βραδιές άλλου τύπου ίσως να αποτυπώνονταν πιο επιτυχημένα, μα εδώ έμπαιναν σε αναπόφευκτη σύγκριση με τα υπόλοιπα και γνωστότερα κομμάτια –η οποία θεωρώ ότι δεν αποβαίνει υπέρ τους, αν εξαιρεθεί μια πραγματικά ωραία μελοποίηση (ακυκλοφόρητη, ως τώρα) σε Έμιλυ Ντίκινσον. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, αν το δίδυμο θα πετύχαινε περισσότερα εξερευνώντας διασκευές σε πράγματα όχι και τόσο δεδομένα, στα οποία πιστεύω, όμως, ότι μπορούν να διαπρέψουν: μια Mahalia Jackson, μια Umm Kulthum, μια Sister Rosetta Tharpe, κάτι από Dolly Parton;
Υπάρχουν και ενστάσεις, λοιπόν. Όμως, παρά τον χώρο που κατέλαβαν στο παρόν κείμενο, παραμένουν δευτερεύουσες μπροστά στην κυρίαρχη εντύπωση ενός πηγαίου και πολύπλευρου φωνητικού ταλέντου, που πραγματικά πλημμυρίζει το "six d.o.g.s." σε αυτές τις κυριακάτικες βραδιές. Έτσι, ό,τι κι αν σημείωνες στιγμιαία με ένα "ναι μεν, αλλά", το παρέκαμπτες πρόθυμα αμέσως μόλις οι αδερφές Βουγιουκλή ξεδίπλωναν επιτυχώς την τέχνη τους σε κάτι διαφορετικό, αποκαθιστώντας άμεσα τη δέσμευσή σου προς τα όσα παρουσίαζαν.