Με την επιτυχημένη παρουσίαση της γαλλικής όπερας του Ροσσίνι "Η Πολιορκία της Κορίνθου" ξεκίνησε στις 19/10 μια νέα εποχή στο "Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας". Το έργο δόθηκε σε πανελλήνια πρώτη, ουσιαστικά σε συναυλιακή μορφή, για μία και μόνο βραδιά, στη νέα κριτική του έκδοση (2017) από το Ίδρυμα Ροσσίνι. Η παράσταση σηματοδότησε τη μουσική συμμετοχή του Δήμου Αθηναίων (δια του ΟΠΑΝΔΑ) στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Η πρόσφατη ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης των "Ολυμπίων" από τον Γάλλο Ολιβιέ Ντεκότ δημιουργεί σίγουρα πολλές προσδοκίες. Και τούτο γιατί ο φιλέλληνας Ντεκότ -γνωστός κυρίως από τη θητεία του ως μορφωτικός ακόλουθος της Γαλλικής Πρεσβείας και ως διευθυντής για σύντομο διάστημα του Μουσείου Μπενάκη- είναι μεγάλος λάτρης της όπερας, έχει διατελέσει κριτικός μουσικής, ενώ υπηρετεί εδώ και μία διετία ως γενικός διευθυντής στο περίφημο "Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι" (ROF) στο Πέζαρο της Ιταλίας.
Η επιλογή της "Πολιορκίας της Κορίνθου" του Ροσσίνι, της γαλλικής δηλ. εκδοχής (1826) της όπερας "Μωάμεθ Β’" (1820/1822), ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί η ιστορική αυτή αλληγορία εντασσόταν στο ευρύτερο ρεύμα του Φιλελληνισμού, λόγω προσθηκών που παρέπεμπαν ευθέως στην εθνεγερσία (όπως η κατάληξη που απηχούσε την έξοδο του Μεσολογγίου και το επαναστατικό περιεχόμενο των λόγων του καινούργιου ρόλου του ιερέα "Ιέρωνος"). Η συγκεκριμένη εκδοχή θα ώφειλε -ιδανικά- να προταθεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή (που είχε ανεβάσει παλαιότερα -δύο φορές [1993, 2002]- τη μεταγενέστερη ιταλική της μετάφραση), έστω και αν αυτή επιμένει να αγνοεί τις σοβαρές όπερες του σπουδαίου συνθέτη του ρομαντικού μπελ-κάντο.
Κατά τα λοιπά, "η Πολιορκία της Κορίνθου" αποτελεί, τυπικό δείγμα μεγαλόπρεπης όπερας (grand opéra), η οποία ανταποκρινόταν στα ιδιαίτερα γούστα του παριζιάνικου κοινού με την περισσότερο ιστορική/ηρωική παρά αισθηματική διάσταση της πλοκής, την ένταξη μπαλέτου και τελετουργικών σκηνών (με πολυπρόσωπα σύνολα, ύμνους, χορωδιακά) αλλά και τον περιορισμό της δεξιοτεχνικής φωνητικής γραφής.
Η παράσταση ικανοποίησε σαφέστατα σε μουσικό επίπεδο, κάτι διόλου αυτονόητο για όποιον γνωρίζει τις πολλαπλές απαιτήσεις του Ροσσίνι. Έχοντας απόλυτη αίσθηση του ιδιαίτερου ύφους, ο -καταλληλότερος και για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο!- αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου διέπλασε μια μουσική διεύθυνση γεμάτη παλμό και θεατρικότητα, επικεφαλής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ και της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία: Σταύρος Μπερής), ο ήχος των οποίων, πάντως, δεν ευνοήθηκε από τη χωροθέτησή τους και την δεδομένα άχαρη ακουστική του θεάτρου.
Καθοριστικό ρόλο στις θετικές εντυπώσεις έπαιξε η εξαιρετικά ισορροπημένη πολυεθνική διανομή, που ανταποκρίθηκε επαρκέστατα -αν και όχι πάντοτε ιδανικά- στις ακανθώδεις απαιτήσεις της όπερας σε στιλιστικά ενημερωμένο τραγούδι (κολορατούρα, διανθίσεις) και καθαρή εκφορά της γαλλικής γλώσσας. Αυτήν αποτελούσαν τρεις εκλεκτοί ξένοι μονωδοί (δύο εκ των οποίων είχαν τραγουδήσει τους ίδιους ρόλους στην πρόσφατη -μάλλον ατυχή- σκηνική παρουσίαση του έργου στο ROF το 2017) και έμπειροι Έλληνες συνάδελφοι τους, εξοικειωμένοι με το ροσσίνειο ρεπερτόριο.
Της διανομής δέσποσαν ο καλοτραγουδισμένος έγκυρος Μωάμεθ του Αργεντινού βαθύφωνου Ναουέλ ντι Πιέρρο και η δεξιοτεχνικά ασφαλής Παμύρα της υψιφώνου Χριστίνας Πουλίτση, που ανέδειξε -στην καλύτερη εδώ και καιρό ελληνική της εμφάνιση- πειστικά την ταλάντευση της ηρωίδας μεταξύ του έρωτα για έναν αλλόθρησκο και αυτού για την πατρίδα. Κάποιο σφίξιμο στο λαιμό στην τόσο καθοριστική Γ’ πράξη εμπόδισαν τον Ρώσο τενόρο Σεργκέι Ρομανόφσκυ (έναν από τους κορυφαίους baritenori της εποχής μας!) να αναδείξει το μέγεθος της κλάσης του και τις λαμπρές ψηλές νότες στο ρόλο του Νεοκλή, ενώ σε αυτόν -πιο άχαρο φωνητικά, λόγω του εύρους της εξαγγελίας- του Κλεομένη καθ’όλα αξιόπιστος ήχησε ο Αμερικανός τενόρος Τζων Ίρβιν. Επιβλητικά στιβαρός ήταν ο Ιέρων του βαθύφωνου Χριστόφορου Σταμπόγλη.
Άρτια αποδόθηκαν ο ρόλος της Ισμήνης από την έμπειρη μεσόφωνο Μαίρη-Έλεν Νέζη, όσο και οι πιο σύντομοι, δευτεραγωνιστικοί των Ομάρ και Άδραστου από τον βαρύτονο Νίκο Κοτενίδη και τον τενόρο Χρήστο Κεχρή αντίστοιχα. Από κει και πέρα, η ποιότητα του ακροάματος δεν θα έπρεπε να αφήσει δίχως σχολιασμό το ζήτημα του …"θεάματος", τη "σύλληψη και δραματουργική επεξεργασία" του οποίου είχε η Ροδούλα Γαϊτάνου. Αυτό περιορίσθηκε σε βιντεοπροβολές -επί οθόνης στο βάθος της σκηνής- 7 εικαστικών έργων που ολοκλήρωναν σε "ζωντανή μετάδοση" οι δημιουργοί τους (επιλογή: Κατερίνα Κοσκινά). Ανεξαρτήτως -του όποιου- ενδιαφέροντος των εμπνευσμένων (;) από τη μουσική και τα θέματα της όπερας δημιουργιών, αυτά παρέμειναν δραματουργικά "ξένο σώμα" στην παράσταση (ουσιαστικά, συναυλιακή παρουσίαση), καταλήγοντας να αποσπούν, άνευ λόγου, την προσοχή των θεατών…
Σε κάθε περίπτωση, κρατάει κανείς την επιτυχημένη επανεκκίνηση του δημοτικού πλέον θεάτρου "Ολύμπια" (στο πρότυπο των δύο θεάτρων της Πλατείας Σατλέ του Παρισιού), ιδίως υπό το φως της ρητώς εκπεφρασθείσας πρόθεσης τόσο του Δημάρχου Αθηναίων όσο και του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή να διασφαλισθεί σε αυτό η πρωτοκαθεδρία της μουσικής. Σε ό,τι αφορά την όπερα, ο χώρος θα μπορούσε, με έξυπνο προγραμματισμό και αξιοποίηση ευρύτερου -και νεώτερου ηλικιακά- δυναμικού, να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς την Εθνική Λυρική Σκηνή, καλύπτοντας ζώνες ρεπερτορίου που αυτή αφήνει -συνειδητά και/ή όχι πάντοτε δικαιολογημένα- ανεκμετάλλευτες!