«Έχω επιλέξει τα τελευταία χρόνια να μην πολυλογώ – ούτε με ενθουσιάζει ιδιαίτερα το όλο περιρέον κλίμα οπότε λέω να είμαι διακριτικός στις παρουσίες μου», ήταν τα πρώτα λόγια του Ηλία Ανδριόπουλου. Όμως τα «Εαρινά τραγούδια» του, με τη σπουδαία ερμηνεία της Θεοδώρας Μπάκα, σε ανεξάρτητη δική του παραγωγή, έρχονται σαν χάδι να στολίσουν την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» που υπονοεί και να προστεθούν σε όλα αυτά που θα παρουσιάσει «Σε Ήχο Ελληνικό», στο Μέγαρο Μουσικής στις 15 Ιανουαρίου, με τον Μανώλη Μητσιά και την Θεοδώρα Μπάκα και τους εξαίρετους συνεργάτες του Αχιλλέα Γουάστωρ (πιάνο), Αλέξανδρο Μποτίνη (τσέλο) και Ηρακλή Ζάκκα (μαντολίνο, μπουζούκι).

Με την κυκλοφορία του νέου σου δίσκου, «Εαρινά τραγούδια – Άνθη επιταφίου», δηλώνεις παράλληλα πως θα είναι και ο τελευταίος που εκδίδεις…
Ναι! Είναι ξόδεμα χρημάτων η δισκογραφία διότι δεν έχει πια καμία απήχηση ως καλλιτεχνικό προϊόν. Ούτε οι μουσικόφιλοι συλλέκτες αγοράζουν πια δίσκους! Και είναι εντυπωσιακό πόσο πολύ έχει καταπέσει η δισκογραφική αγορά στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό βλέπουμε ότι ακόμα και το βινύλιο έχει ανακάμψει και οι περισσότεροι φιλόμουσοι φαίνεται να το προτιμούν. Όμως εδώ δεν ισχύει αυτό – έχει ανατραπεί εντελώς η σχέση καλλιτέχνη-εταιρίας σε ότι αφορά την παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος. Έτσι, μας μένει μόνο το ίντερνετ – όμως η ευκολία της τεχνολογίας είναι μια κατάσταση που δεν μας καλλιεργεί το καλλιτεχνικό αίσθημα. Αντίθετα, δημιουργεί συνείδηση απλώς καταναλωτική – χάνοντας την αξία που είχε η φυσική επαφή με το μουσικό έργο και με τον ίδιο τον καλλιτέχνη.
Επίσης, ο καθένας ακούει πια κατ’ ιδίαν. Δεν λειτουργεί ως μέλος κάποιου συνόλου, μιας ομάδας που έχει έστω και τυχαία συνακρόαση…
Βλέπεις παντού ανέκφραστα πρόσωπα που ακούν με ακουστικά χωρίς να καθρεφτίζουν μια υπόνοια συγκίνησης ή χαράς. Με την ευκολία του ίντερνετ τα έχεις όλα στη διάθεσή σου αλλά ακούς κάτι και μετά μπορεί να μην το ξανακούσεις ποτέ! Δεν χτίζεις ούτε αποκτάς κάποια σχέση με το καλλιτεχνικό δημιούργημα. Ούτε και με τον δημιουργό του. Όμως έχει τη σημασία της η πνευματική συμμετοχή του ακροατή στη λειτουργία και την επικοινωνία της μουσικής. Παλαιότερα υπήρχε ένας διάλογος και μια επικοινωνία γύρω από ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα – τώρα αυτό φαίνεται να έχει ελαττωθεί.

Εσύ πάντως επιμένεις ποιητικά, μελωδικά, λυρικά, επτανησιακά…
Σωστά το εντόπισες. Επτανησιακά! Γενικώς, μεγαλώνω και προσπαθώ να φέρω τα πράγματα και τις μουσικές μου σε όσο το δυνατόν πιο έντεχνη μορφή, χωρίς να απομακρύνομαι από τον συναισθηματισμό που τα διακρίνει. Παραμένω μελωδικός και δεν θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία μου να κάνω μία παρέμβαση προς την μοντέρνα αντίληψη των πραγμάτων. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς παράταιρο. Επίσης, προτιμώ πια να είμαι λιτός – ή και κάπως αφαιρετικός. Βέβαια, στηρίζομαι σε τρεις μουσικούς που δεν παίζουν συνοδευτικά – ο ρόλος τους είναι πρωταγωνιστικός σε όλη την καλλιτεχνική διαδικασία. Έτσι η μουσική πράξη δίνει περισσότερη εσωτερικότητα, λυρισμό και δημιουργεί ένα τελετουργικό κλίμα. Χρόνια σκεφτόμουν πως να ανασυνθέσω τη μουσική μου και νομίζω πως μου ταίριαξε αυτή η καινούργια προσέγγιση.
Παρά την ενορχηστρωτική λιτότητα, η μουσική δεν χάνει σε όγκο…
Βέβαια! Καταλαμβάνει τον χώρο γιατί, όπως ήδη είπα, οι μουσικοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτοσχεδιάζοντας προς την συνθετική κατεύθυνση, προσθέτωντας κάθε φορά διαφορετικά στοιχεία μέσα στο πλαίσιο της δεδομένης μουσικής. Και σ’ αυτή τη μουσική προσέγγιση έχει σημασία η λεπτομέρεια – που κάνει και την τελική διαφορά. Το σχήμα αυτό των τριών οργάνων το έχω εγκαινιάσει εδώ και αρκετά χρόνια – από τις συναυλίες που έκανα στην Επίδαυρο το 2013 ή και πιο πριν. Εκεί όμως, στην Επίδαυρο, με την Θεοδώρα Μπάκα και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, έδεσε εκπληκτικά. Το συνέχισα με τις συναυλίες στον Παρνασσό και το επιβεβαιώνω για μια ακόμα φορά, τώρα στο Μέγαρο.

Όπου, φυσικά, κάνεις αναδρομή σε όλη τη συνθετική σου πορεία…
Είναι μια αναδρομική συναυλία, με στάσεις σημαντικές στην πορεία μου, με τα «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» και τα «Λαϊκά προάστεια», με ένα απάνθισμα από όλους μου τους κύκλους («Αργοναύτες», «Φιλόπατρις» κ.λπ.). Δένουν πολύ καλά οι φωνές του Μανώλη Μητσιά και της Θεοδώρας Μπάκα. Η ευγένεια που χαρακτηρίζει την ερμηνεία του Μανώλη έχει σφραγίσει όλο το έντεχνο λαϊκό τραγούδι και η Θεοδώρα, με την ξεχωριστή της παιδεία στο κλασικό και λυρικό τραγούδι ως μέτζο σοπράνο, δίνει όλη αυτή την καλλιέργεια και τη νεανική της αγάπη στα τραγούδια μου. Τραγουδούν μαζί, κάνουν ντουέτα και, γενικά, έχουμε παρουσιάσει κοινές εμφανίσεις ήδη από το 2008. Εδώ, στο Μέγαρο, επέμενα να κάνουμε δύο συναυλίες γιατί ήξερα πως τα εισιτήρια θα εξαντληθούν – όπως και εξαντλήθηκαν!
Ο κόσμος εξακολουθεί να ψάχνει το καλό τραγούδι και η δική σου περίπτωση είναι χαρακτηριστική…
Υπάρχει κόσμος που έχει μπουχτίσει από όλη την τηλεοπτική βαρβαρότητα και σαχλαμάρα – και ειδικά αυτή την αστειότητα που έχει να κάνει με τη μουσική. Ο κόσμος εντοπίζει πράγματα που έχουν ιδιαίτερη καλλιτεχνική υπόσταση. Για παράδειγμα, το αφιέρωμα που έκανε στον Γκάτσο ο Μητσιάς με την Καραμπέτη ήταν από τις κορυφαίες – και εμπορικά – καλλιτεχνικές προτάσεις των τελευταίων χρόνων και έκανε επιτυχία διαρκείας! Και παρότι δεν είμαι πάντα μέσα στα πράγματα και στην πρώτη γραμμή – και από δική μου επιλογή, καθόσον όσο μεγαλώνει κανείς θέλει να κάνει όλο και πιο επιλεκτικά και άρτια καλλιτεχνικά πράγματα – ο κόσμος ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις μας. Κάποιοι από εμάς έχουμε περάσει στη συνείδηση του κόσμου ως «κλασικοί» πια!
Τι ετοιμάζεις στο άμεσο μέλλον;
Αυτό που περιμένω να παιχτεί, είναι οι «Προσανατολισμοί» του Οδυσσέα Ελύτη στην ολοκληρωμένη τους και τελική μορφή που τους έχω δώσει: για συμφωνική ορχήστρα, μεικτή χορωδία και μέτζο σοπράνο – με την Θεοδώρα Μπάκα, φυσικά. Το έχω ολοκληρώσει εδώ και 10 χρόνια και δεν έχω καταφέρει να το παρουσιάσω. Έχει μπει σε δρόμο να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο το καλοκαίρι – μιλάω γι αυτό με την κυρία Κατερίνα Ευαγγελάτου και ελπίζω ότι θα γίνει.
Περισσότερες πληροφορίες
Ηλίας Ανδριόπουλος
Μια ξεχωριστή συναυλία µε διαχρονικά έργα Σεφέρη, Ελύτη, Κάλβου, Γκάτσου, Ελευθερίου και Μπουρµπούλη. Τραγουδούν ο Μανώλης Μητσιάς και η Θεοδώρα Μπάκα.