Για πολλούς η συναυλία του Peter Murphy (14/12) για τα 40 χρόνια από τη δημιουργία των Bauhaus ήταν το συναυλιακό event του χειμώνα- ένα πρόωρο δώρο χριστουγέννων θα λέγαμε. Ειδικά για όσους τους γνώρισαν από τη γένεση τους· και ήταν πολύ εκείνοι που υπήρξαν από τους πρώτους ακροατές της θρυλικής μπάντας και τώρα είχαν την ευκαιρία να θυμηθούν τα νιάτα τους με μπροστάρη έναν απ’ τους πιο εμβληματικούς frontmen των ‘80s.
Οι The Steams ανέλαβαν να ζεστάνουν αρχικά την ατμόσφαιρα, ανεβαίνοντας στη σκηνή περίπου μισή ώρα μετά τις 9. Μια επιλογή τελευταίας στιγμής αφού οι PGM δεν κατάφεραν να φθάσουν μέχρι την Ελλάδα λόγω προβλημάτων με τις βίζες των μελών τους, η οποία όμως δικαίωσε και με το παραπάνω τη διοργάνωση. Μπορεί το δυναμικό rock της μπάντας να μην ήταν ακριβώς ταιριαστό με αυτό που θα ακολουθούσε, κατάφεραν όμως να παραδώσουν μία άρτια εμφάνιση με μπόλικη ενέργεια και επιλεγμένα κομμάτια από το πρώτο τους LP «Wild Ferment». Η ακουστική του χώρου δεν τους βοήθησε ιδιαίτερα αφού χάναμε σε πολλά σημεία την καθαρότητα του ήχου όμως η διάθεση τους κατάφερε να κρατήσει προσηλωμένο τον κόσμο που είχε ήδη γεμίσει το venue και να μας αφήσει να περιμένουμε με ευχαρίστηση να τους ξαναδούμε σε κάποιον άλλο χώρο, ίσως πιο «συμμαζεμένο».
Έπειτα από μία μισάωρη περίπου καθυστέρηση από την ώρα που είχε ανακοινωθεί, η μουσική που γέμιζε το Τάε Κβον Ντο κατά το στήσιμο της μπάντας σίγησε και ο Peter Murphy βρέθηκε on stage ανάμεσα σε καπνούς και χωρίς να χρονοτριβεί με...χαιρετούρες μπήκε κατευθείαν στο ψητό. Κοινώς, στο «Double Dare», ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια του «In the Flat Field» που ήταν και ο τιμώμενος δίσκος της συναυλίας. Με απόλυτη συνέπεια παρέδωσε με τη σειρά τα περισσότερα από τα κομμάτια του άλμπουμ, δυστυχώς όμως ο επαγγελματισμός αυτός δεν έφτασε ποτέ στις παλιότερες δόξες του. Τον βρήκαμε περισσότερο υποτονικό παρά παθιασμένο περφόρμερ· αυτό δηλαδή που θα περιμέναμε από το σπουδαίο τραγουδιστή.
Μετά από το πρώτο σαραντάλεπτο και το τέλος του δίσκου, ο Murphy κατέβηκε από τη σκηνή, επέστρεψε όμως σύντομα με νέο outfit και χαιρέτησε το κοινό που είχε κατακλύσει το Τάε Κβον Ντο, ενώ σύστησε τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Μεταξύ αυτών, και ο θρυλικός μπασίστας David J, από τα ιδρυτικά μέλη των Bauhaus, τον οποίο δυστυχώς η κακή ακουστική δε μας είχε αφήσει να εκτιμήσουμε όπως του άξιζε, αφού το μπάσο για το πρώτο μισό τουλάχιστον του πρώτου σετ ήταν σχεδόν απόν.
Το δεύτερο σετ σηματοδοτούσε και την έναρξη των highlights της βραδιάς: την παράδοση δηλαδή των κορυφαίων στιγμών των Bauhaus, με πρώτο όλων το ατμοσφαιρικό «Burning from the Inside». Ο Murphy σαν να είχε πάρει λίγο τα πάνω του, ο ήχος είχε ελαφρώς βελτιωθεί οπότε κι εμείς αρχίσαμε να ελπίζουμε για τίμια κορύφωση της συναυλίας, έστω στο ελάχιστο, αντάξια του θεαματικού παρελθόντος της μπάντας. Το «Bela Lugosi’s Dead» που ακολούθησε λίγα λεπτά μετά ήταν μία από τις πιο πολυαναμενόμενες στιγμές της συναυλίας και, δικαίως ενθουσίασε το κοινό. Από τις πρώτες μυστηριακές νότες του μπάσου μέχρι την αψεγάδιαστη ερμηνεία του Murphy, κάθε στιγμή του οκτάλεπτου έπους ήταν σχεδόν εκστατική.
Οι back to back εκτελέσεις των «She’s in Parties», «Kick in the Eye», «Passion of Lovers» ήταν υπεραρκετές για να αφήσουμε πίσω το πρώτο, ανέμπνευστο μέρος της συναυλίας. Με τη μελόντικα ανά χειράς και το κοινό να παραληρεί, αγέρωχος (αλλά έχοντας αφήσει αρκετές μέρες να περάσουν από πάνω του) αποχώρησε από τη σκηνή για να επιστρέψει για το encore-απαίτηση του κοινού. Πρώτα με το «King Volcano» και έπειτα με το μυσταγωγικό «Severance» των Dead Can Dance, ο «David Bowie της Goth» μπορεί να μας άφησε χωρίς να ακούσουμε το «Ziggy Stardust» αλλά σίγουρα δε θα μπορούσαμε να ζητήσουμε ένα πιο κατάλληλο φινάλε.
Η φωνή του παραμένει αψεγάδιαστη, στεντόρια και απαράλλαχτη, σίγουρα όμως μπορούσαμε να ζητήσουμε περισσότερη διάθεση εκ μέρους του κατά τη διάρκεια του live. Ίσως να μην είχε επανέλθει πλήρως από την πολύ πρόσφατη περιπέτεια που προκάλεσε στη Σουηδία (άρχισε να πετάει ποτήρια και μπουκάλια με νερό στο κοινό μέχρι να τον καταστείλει η ασφάλεια του χώρου) ή ίσως να λειτουργεί πλέον περισσότερο επαγγελματικά. Σίγουρα και ο ήχος του χώρου δεν τον βοήθησε, όμως το συμπέρασμα είναι ένα: η δόξα των Bauhaus δεν έλαμψε με τον ίδιο τρόπο που έλαμψε στο Σπόρτινγκ το ‘83. Αλλά είχαμε και ένα 2/4 των πρωταγωνιστών. Ίσως αν κάποτε πετύχουμε ένα 4/4 να είναι όλα πολύ καλύτερα.