Παλιές καλές μέρες θύμισε τις προάλλες το Μέγαρο Μουσικής κατά την πρεμιέρα (1/11) της «Όπερας του ζητιάνου» των Γκέυ/Πέπους. Όχι τόσο, όμως, για τη μεγάλη προσέλευση του κοινού στην «Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη» όσο για το γεγονός ότι μετά από καιρό η Αθήνα αποτέλεσε σταθμό περιοδείας μιας σημαντικής πρόσφατης διεθνούς συμπαραγωγής 15 ευρωπαϊκών πολιτιστικών θεσμών. Την έλευσή της στην Ελλάδα οφείλουμε στην «Αττική Πολιτιστική Εταιρεία».
Τον περασμένο Απρίλη, στο παρισινό Théâtre des Bouffes du Nord, δύο από τα πιο βαριά ονόματα στο χώρο του λυρικού θεάτρου παγκοσμίως, ο Καναδός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Κάρσεν και ο Αμερικανογάλλος αρχιμουσικός Ουίλλιαμ Κρίστι αναβίωσαν το άλλοτε δημοφιλέστατο -ιδίως στη Βρετανία- έργο που σήμερα είχε μάλλον ξεχασθεί. Η «Όπερα του ζητιάνου» αποτελεί το πρώτο και μοναδικό δείγμα αγγλικής «όπερας/μπαλάντας» του 18ου αιώνα που διατηρήθηκε στο ρεπερτόριο και ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, και την «Όπερα της πεντάρας» των Μπρεχτ/Βάϊλ.
Ανεξαρτήτως του τίτλου, η γραμμένη το 1728 (σε μια εποχή που κυριαρχούσε στο Λονδίνο η εκλεπτυσμένη ιταλική opera seria, προεξάρχοντος του Χαίντελ) σύνθεση δεν θεωρείται όπερα: ο χαρακτηρισμός «όπερα/μπαλάντα» προέρχεται από την αξιοποίηση της μπαλάντας ως μέρους ενός ποικίλης προέλευσης μουσικού υλικού, το οποίο περιελάμβανε τραγούδια διαφόρων συνθετών, λαϊκούς σκοπούς, εκκλησιαστικούς ύμνους. Αυτά επέλεξε ο Άγγλος λιμπρετίστας Γκέϋ, αλλά διασκεύασε ο Γερμανός συνθέτης Πέπους, που έγραψε και μια πρωτότυπη εισαγωγή.
Η εξύφανση της πλοκής γύρω από ένα τέτοιο μουσικό υλικό αποτελεί το λόγο που η «Όπερα του ζητιάνου» θεωρείται ευρύτατα ως ένα είδος πρώιμου μουσικού θεάτρου, μια μουσική κωμωδία που προαναγγέλλει -σε διαφορετικό ιστορικό και αισθητικό πλαίσιο- το σημερινό μιούζικαλ. Μολονότι η κρατούσα σήμερα μουσικολογική άποψη αντιμετωπίζει το έργο ως τη βρετανική απάντηση σε αντίστοιχα, δημοφιλή στη Γαλλία και την Ιταλία του 17ου αιώνα μουσικοθεατρικά είδη, οι συντελεστές της συγκεκριμένης παράστασης ασπάσθηκαν την πρώτη θεώρηση.
Εν προκειμένω, ο Κάρσεν σε συνεργασία με τον δραματουργό Ίαν Μπάρτον εκσυγχρόνισαν το λιμπρέτο του Γκέυ και την υπόθεση, επικαιροποιώντας και μεταφέροντας -με εύστοχες, αν και ενίοτε απλοϊκές πολιτικοκοινωνικές αναφορές και αντιελιτίστικες αιχμές- στη σημερινή Βρετανία του Brexit την καυστική σάτιρα του πρωτοτύπου γύρω από την διαφθορά, τον λούμπεν υπόκοσμο και τις ακραίες κοινωνικές/ταξικές ανισότητες της εποχής της αυγής του καπιταλισμού.
Με φόντο το άκρως λειτουργικό σκηνικό από χαρτόκουτα του Τζέημς Μπράντιλυ (λαμπρό δείγμα arte povera!), η παράσταση είχε εκπληκτικό ρυθμό και βασίσθηκε εν πολλοίς στη διεξοδικά επεξεργασμένη θεατρική διδασκαλία του Κάρσεν, που αξιοποίησε τα μέγιστα από μία 16μελή ομάδα performers (ηθοποιών/μονωδών/χορευτών) του West End. Αυτοί απέδωσαν έξοχα και με βρετανικό χιούμορ τον κυνισμό των χαρακτήρων (με τους οποίους ο θεατής δεν -πρέπει να- συμπάσχει σε κανένα σημείο!), ανταποκρινόμενοι απολαυστικά (και με ιδιωματικά αγγλικά) στις απαιτήσεις τόσο της πρόζας όσο και της αθλητικής χορογραφίας της Ρεμπέκας Χάουελ, που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε σε ανέβασμα του έργου.
Υποδειγματική υπήρξε και η διασκευή του μουσικού μέρους από τον (φέροντα …αλογοουρά!) Κρίστι, που διηύθυνε ως συνήθως από το τσέμπαλο. Καθώς η -πραγματοποιηθείσα λίγο πριν την πρεμιέρα- ενορχήστρωση του έργου δεν διασώζεται, ο σπουδαίος αρχιμουσικός επιμελήθηκε μίας γοητευτικής πρόσμιξης του -μουσικά απλοϊκού- ιστορικού υλικού με τζαζίστικες αναφορές, ενώ πολλά τραγούδια αποδόθηκαν, ορθά, a cappella. To διακριτικής ηχητικής ενίσχυσης ακρόαμα υποστήριξε με σπάνια ρυθμική ακρίβεια, αυτοσχεδιαστική διάθεση και καλαισθησία ένα 9μελές κλιμάκιο του περίφημου ιστορικού συνόλου του «Οι Ανθούσες Τέχνες» («Les Arts Florissants»). Σημειωτέον ότι η επί σκηνής τοποθέτηση των ενδεδυμένων με streetwear μουσικών τούς καθιστούσε αναπόσπαστο μέρος της οργιώδους σκηνικής δράσης.
Έχοντας το νου περισσότερο σε υπόκριση και κίνηση, η προερχόμενη από το χώρο του μιούζικαλ αμιγώς βρετανική διανομή δεν συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες με την -μακράν οπερατικών στερεοτύπων- ερμηνεία των τραγουδιών, έστω και εάν τα φωνητικά ηχοχρώματα ήσαν μάλλον αδιάφορα και το βιμπράτο συχνά έντονο. Μουσικοδραματικά πληρέστερος πρόβαλε ο κύριος Πήτσαμ του Ρόμπερτ Μπερτ, εξίσου έγκυρος ο Λόκιτ του Κραιγκ Θόρνμπερ, έξοχα καρατερίστικη η κυρία Πήτσαμ της Μπέβερλυ Κλάϊν. Από τους νεώτερους πρωταγωνιστές, τα φώτα έκλεψε ο σκηνικά πολύ άνετος αλλά φωνητικά λίγο σφιγμένος Μακχήθ του Μπέντζαμιν Πέρκις, ενώ το νεύρο της Ολίβιας Μπρέρετον (ως Λούσυ Λόκιτ) ήταν προτιμότερο του καθωσπρεπισμού της Πόλυς Πήτσαμ, που ενσάρκωσε η Κέϊτ Μπάττερ. Θαυμάσια κινήθηκαν και χόρεψαν οι υπόλοιποι 10 συνάδελφοι τους.
Συγκεφαλαιωτικά, μια εξόχως ερεθιστική μουσικοθεατρική παράσταση ενός ελάσσονος έργου, που σεβάσθηκε και ανέδειξε αριστουργηματικά το πνεύμα του!