Το Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου ήταν μια μεγάλη μέρα – γιατί ένας από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες της Euro-pop των ‘60’s, μιας Euro-pop που κατάφερε να ξεπεράσει τα (όποια) σύνορα και να γίνει παγκόσμια (ή, καλύτερα, πανανθρώπινη) εμφανιζόταν στο Ηρώδειο. Ο Salvatore Adamo, μια φυσιογνωμία που κανονικά ανήκει στη σφαίρα του μύθου, ήταν ανάμεσά μας και θα τραγουδούσε για μας. Και για την ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Δήλου μιας και η συναυλία αυτή, που είχε οργανώσει το International Foundation for Greece, είχε αυτόν το σκοπό και στόχο.

Την συναυλία αυτή ο Adamo την μοιραζόταν με τον Βασίλη Λέκκα, πρέσβη καλής θελήσεως του ως άνω ιδρύματος και σπουδαίο χατζιδακικό, θεοδωρακικό, καζαντζιδικό ή ό,τι άλλο θέλετε, τραγουδιστή. Από την πρώτη στιγμή που βγήκε ο Λέκκας στη σκηνή με το μικρόφωνο φάνηκε πως ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει κανένα περιθώριο σε οποιαδήποτε υποψία πλήξης. Πήρε λοιπόν ένα δυνατό υποσύνολο από το Great Greek Songbook (δηλαδή Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και Ξαρχάκο) και το τραγούδησε έτσι όπως δεν το τραγουδάει κανείς – με τον εντελώς δικό του τρόπο, με τον τρόπο που ξέρει να βγάζει το πάθος και την ψυχή του στη σκηνή. Ακόμα και στην υπερβολή του, έτσι όπως ξέρει να τραγουδάει ο Βασίλης Λέκκας δεν τραγουδάει κανείς.

Εκ των πραγμάτων, το songbook του Adamo είναι επίσης πολύ δυνατό – και καθόλου ξεπερασμένο. Τα τραγούδια του ζουν – και δεν ζουν μόνο σαν nostalgia. Είναι διαχρονικά και ακούγονται σημερινά – και κάποια από αυτά είναι κυριολεκτικά σημερινά (το «Chantez» γράφτηκε μετά το τρομοκρατικό αιματοκύλισμα του Charlie Hebdo). Ο ίδιος ο Adamo όμως, στα 74 του, εξακολουθεί να είναι σημερινός. Κυριαρχεί στη σκηνή – και η μπάντα που τον συνοδεύει είναι εκπληκτική. Έτσι, ξεκινάει με το «C’est ma vie», πάει στα «J’aime» και «Au café du temps perdu» (βάζοντας και μερικά λόγια από αυτά που τραγουδάει ο φίλος του, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας), ακούμε τραγούδια όπως «L’amour n’a jamais tort», «Ensemble», «Tombe la neige», «Juste un je t’aime» (με την κόρη του Amelie)… Περνάει γρήγορα διαχρονικές του επιτυχίες όπως «Vous permettez» και «Petit bonheur» και έρχεται η στιγμή που όλοι περιμένουν με το «Mon cinema» - ξεχωριστή του επιτυχία στην Ελλάδα του 1970. Η κορύφωση θα έρθει με το «Chantez», το «Inch’Αllah» και το «La nuit» (που τραγουδάει μαζί με τον Βασίλη Λέκκα – αφού λίγο πιο πριν έχουν πει μαζί το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» του Μάνου Χατζιδάκι.
Μια νύχτα από αυτές που τις χαίρεσαι γιατί αυτό που φθάνει σ’ εσένα είναι καθαρή μουσική με αγνά αισθήματα – και με μπόλικη συγκίνηση που είναι (και θα είναι) το σταθερό και άφθαρτο κριτήριο.
[Ο τίτλος προκύπτει από τον γνωστό στίχο του Μανώλη Ρασούλη στο «Χαβαλεδιάρικο» από την Εκδίκηση της Γυφτιάς που τραγουδάει ο Νίκος Παπάζογλου: «Πιάσ’ το νταχτιρντί ταξίμι να κομπλάρει ο Ανταμό». Σιγά μην κομπλάρει ο Ανταμό!]