Ως μέρος του «Ελληνικού Σχεδίου» της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, τα «Συμφωνικά Ζωγραφικά Soundtracks» του Δημήτρη Παπαδημητρίου παρουσιάζονται, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, στις 6 και 7/3 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών που διευθύνει ο Γιώργος Πέτρου.
Το έργο αποτελεί μια σουίτα μέσα στην οποία σκιαγραφούνται οι «κόσμοι» επτά σπουδαίων ζωγράφων και σχηματίζονται ανάλογα μουσικά πορτρέτα που µας αποκαλύπτονται ως αυτόνομα έργα. Δύο από αυτά αντλούν την έμπνευσή τους από συγκεκριμένους πίνακες – και είναι η «Παιδική Συναυλία» του Γιώργου Ιακωβίδη και «Το νησί των Νεκρών» του Άρνονλντ Μπαίκλιν. Τα υπόλοιπα αποτελούν την οπτική του συνθέτη πάνω στο σύνολο του έργου των ζωγράφων που ενέπνευσαν τη μουσική του και έχουν τίτλους «Κλωντ Μονέ: Αντικατοπτρισμοί του Φωτός στον Χρόνο», «Τζάκσον Πόλλοκ: Οι διαδικασίες του Χάους & Οι παράξενοι Ελκυστές», «Έντουαρντ Χόπερ: Η Στιγμή ως Νεκρά Φύση», «Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ: Χορεύτριες και Ακροβάτισσες» και «Ιβάν Αϊβαζόφσκι: Μεταλλάξεις του Θανάτου στη Θάλασσα».

-Ο συνθέτης μας μίλησε γι’ αυτό το έργο του.
«Είναι μια σουίτα. Ένα συμφωνικό ποίημα – κάτι που προκύπτει από μια τέχνη «εξωμουσική». Στην περίπτωσή μας, ζωγραφική – κάτι ανάλογο είναι οι «Εικόνες από μια έκθεση» του Μουσόργκσκι. Στη διάρκεια της συναυλίας θα προβάλλονται και οι πίνακες – ανάμεσα στα μουσικά έργα όμως γιατί εμένα με ενδιαφέρει η ανάμνηση των έργων και όχι η μουσική συνοδεία τους. Η τέχνη ζει ελάχιστα ως βίωμα και διαρκώς ως ανάμνηση».
-Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο περνάς τις διαστάσεις της ζωγραφικής σ’ αυτές της μουσικής;
«Ως μουσικός, είμαι κάπως «ανάπηρος» σε σχέση με τον υλικό κόσμο γιατί δεν έχω παρά μόνο μία διάσταση, την τέταρτη, τον χρόνο, την οποία ο άνθρωπος βιώνει ανά χρονική στιγμή. Οπότε, οι τρεις άλλες διαστάσεις είναι μόνο στη φαντασία του ακροατή και μόνο η τέταρτη είναι παρούσα και έκδηλη μέσα από τον ήχο. Η αλήθεια είναι ότι η μουσική έχει ένα προβάδισμα σε σχέση με το θέμα του χρόνου αλλά σε όλα τα άλλα είναι τελείως άυλη. Η ζωγραφική έχει από τις τέσσερις διαστάσεις τις δύο – η τρίτη υπονοείται μέσα από την προοπτική και η τέταρτη επίσης υπονοείται μέσα από τη σύνθεση διαφορετικών χρονικών στιγμών σε μία. Ή από το ότι επιλέγεται μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή η οποία εμπεριέχει μέσα της την αιωνιότητα. Και αυτό είναι, πιστεύω, το μεγάλο «κόλπο» στην τέχνη: μέσα από την υπαινικτικότητα δημιουργείται η ποιητική η οποία ενδυναμώνει το «μειονέκτημα» και το κάνει τεράστιο πλεονέκτημα. Οι πίνακες στέκουν εκεί αιώνιοι και νικούν τον χρόνο!»

-Και η μουσική νικάει τον χρόνο…
«Οι μουσικοί είμαστε άνθρωποι του χρόνου - “χρονάνθρωποι”! Η μουσική είναι μια προ-μαθηματική γλώσσα η οποία μεταφέρεται με συχνότητες. Συνίσταται από σειρές – με τη μαθηματική έννοια του όρου. Επειδή όλες οι εμπειρίες αναλύονται από τον εγκέφαλο σε σειρές αναλογιών μοναδικές – σαν το δακτυλικό αποτύπωμα – εμείς μπορούμε και αναπαράγουμε αυτές τις σειρές αναλογιών έχοντας σαν φορέα μετάδοσης του μηνύματος αναλογίες ηχητικών συχνοτήτων (τονικού ύψους, χρονικών διαρκειών και φορμών, μεγαλύτερων δομών). Επειδή κάθε βίωμα έμβίου όντος μπορεί να αναλυθεί αρχετυπικά μέσα από τέτοιες αναλογίες, έτσι η μουσική γίνεται παγκόσμια διάλεκτος, κατανοητή από όλους. Έτσι ένα βίωμα (οπτικό, συναισθηματικό κ.λπ.) αναλύεται σε μια σειρά κλασμάτων και έτσι μπορώ εγώ με τη μουσική μου να πλάσω έναν κόσμο αναλογιών που θα κωδικοποιηθεί σε μια αναγνωρίσιμη μορφή ή σε κάτι νέο και θα αποκωδικοποιηθεί από τον ακροατή».
-Πέρα από την επιστημονική εξήγηση όμως, υπάρχει το συναίσθημα…
«Μα, φυσικά! Δεν υπάρχει κάποια μηχανή που να μεταφέρει βίωμα. Το βίωμα είναι ενός ανθρώπου και μορφοποιείται από το συναίσθημα. Παίρνω π.χ. έναν πίνακα που τον έχουν “μεταφράσει” και άλλοι (φερ' ειπείν ο Ραχμάνινοφ το «Το νησί των Νεκρών» του Μπαίκλιν). Η μουσική αποκωδικοποίηση δεν είναι του πίνακα αλλά του δικού μου βιώματος σε σχέση με τον πίνακα! Αυτή η αποκωδικοποίηση γίνεται από τον “συνθέτη” δηλαδή έναν άνθρωπο που ξέρει να εκφράζεται μέσα από τη μουσική γλώσσα. Δεν μπαίνει μια μηχανή – μπαίνει μια ψυχή που ξέρει να μεταφράζει σε βίωμα τον πίνακα και να το μεταφέρει στη μουσική. Πράγμα που γίνεται με καθαρά μη επιστημονικούς όρους. Υπάρχει όμως ένα format μέσω του οποίου η μουσική μεταφέρει στον ακροατή εμπειρίες, πραγματικές ή πλασματικές. Το αισθητικό ανάλογο δεν μεταφέρεται μέσα από απλές μορφές μετάφρασης. Μεταφέρεται μέσα από μια άδηλη προ-μαθηματική διαδικασία στην οποία παρεμβάλλεται η ανάλυση της εμπειρίας σε αίσθημα και σε νόημα».
-Υποθέτω πως για κάθε ζωγράφο λαμβάνεις υπ’ όψιν τη μουσική της εποχής που έζησε και έδρασε…
«Τη λαμβάνω υπ' όψη πάρα πολύ σοβαρά αλλά ιδωμένη πάντα με ειλικρίνεια μέσα από μένα. Όσος κόσμος του ζωγράφου υπάρχει μέσα μου σε επίπεδο εποχής, τόσος υπάρχει και στο έργο. Στην περίπτωση του Αϊβαζόφσκι, που είναι ένας υπέροχος ρομαντικός ζωγράφος, χρησιμοποιώ σαφέστατα μια ρομαντική γλώσσα γιατί ένα μέρος αυτής αποτελεί και δική μου γλώσσα. Στον Πόλλοκ όμως, που χρησιμοποιεί στη ζωγραφική του δύο συγκεκριμένες τεχνικές, που είναι το «χύσιμο» και το «πιτσίλισμα» της μπογιάς στον καμβά τις μετέφερα κατά μίαν έννοια και στη γραφή της μουσικής για να κρατηθεί κάπως η τεχνική – ως εκεί όμως που εξυπηρετεί τη δική μου εκφραστική ανάγκη. Αυτή η μουσική δεν γράφτηκε για να συνοδεύει τις εκθέσεις των έργων αυτών των ζωγράφων! Είναι η δική μου οπτική για τα έργα και τον κόσμο τους».