
Δικαίωσε πέρα για πέρα τη φήμη της η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου στη μοναδική συναυλία που έδωσε (16/10) στην κατάμεστη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με έργα γαλλικής και -κυρίως- ρωσικής μουσικής.

Παρότι επί θητείας του σερ Σάϊμον Ρατλ η ποιότητα της -από πολλούς ακόμη θεωρούμενης ως καλύτερης στον κόσμο- ορχήστρας σπάνια αμφισβητήθηκε, η προϊούσα «διεθνοποίηση» σε συνδυασμό με την ηλικιακή ανανέωση των μελών της θεωρήθηκαν ως κύρια αίτια απώλειας μιας ιδιαίτερης ηχητικής ταυτότητας, που διαθέτουν οι βασικές ανταγωνίστριές της (Φιλαρμονική Βιέννης – Κοντσέρτχεμπαου Άμστερνταμ). Συχνά, στις τεχνικά ανεπίληπτες ερμηνείες του συνόλου προσάπτεται μια κάποια ρουτίνα πολυτελείας, κάτι που πάντως σ’ένα βαθμό οφείλεται και στο διαφορετικό επίπεδο ώσμωσης με τον εκάστοτε προσκεκλημένο αρχιμουσικό.
Εν προκειμένω, ο 39χρονος Οσσετός Τουγκάν Σοχίεφ, διαθέτοντας καθοριστικά προσόντα, καθοδήγησε με ασφαλές χέρι τους βερολινέζους βιρτουόζους. Ο εκ των ικανοτέρων εκπροσώπων της νεότερης γενιάς ρώσων αρχιμουσικών είναι από το 2005 και μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας του Καπιτωλίου της Τουλούζης, η οποία επί σειρά ετών -υπό τη διεύθυνση του Μ. Πλασσόν- θεωρείτο, δικαίως, το καλύτερο γαλλικό ορχηστρικό σύνολο, με λαμπρές επιδόσεις στο εθνικό ρεπερτόριο.
Επιπλέον, έχοντας ήδη παιχθεί επί 3 συνεχείς ημέρες στο Βερολίνο, το πρόγραμμα της αθηναϊκής συναυλίας ήχησε εξαιρετικά ρονταρισμένο. Οι δύο βασικές ποιότητες της Φιλαρμονικής, η απίστευτη ενέργεια και οι ασύλληπτες ατομικές επιδόσεις των μουσικών της (που αποτελούν ολοκληρωμένες καλλιτεχνικές προσωπικότητες) οριοθέτησαν απόλυτα τις προσφερθείσες συναρπαστικές ερμηνείες.
Η βραδιά ξεκίνησε με μία στιβαρή, πλην αρκούντως αέρινη εκτέλεση του συμφωνικού ποιήματος «Ο καταραμένος κυνηγός» του Φρανκ. Αποσπώντας ευπρόσδεκτη ηχητική διαφάνεια -μακριά από «βαγκνερικές» πυκνότητες- από τα έγχορδα και αξιοποιώντας μία θαυμάσια ομάδα κόρνων (με επικεφαλής τον έξοχο Στέφαν Ντορ), ο Σοχίεφ διέπλασε μία ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη -μέχρι το φρενήρες τελικό κρεσέντο- ορχηστρική αφήγηση. Σίγουρα, πάντως, η όλη προσέγγιση, αν και δικαίωσε το ρομαντισμό της γραφής που είχε ως πηγή έμπνευσής της την σκοτεινή μπαλάντα του Μπύργκερ, πρόβαλε λίγο περισσότερο «τευτονική» απ’όσο θα έπρεπε…
Στη συνέχεια, ο Νικολάι Λουγκάνσκυ χάρισε μιαν από κάθε άποψη εξαιρετική ερμηνεία της «Ραψωδίας σ’ένα θέμα του Παγκανίνι» του Ραχμάνινωφ. Ο εξέχων Ρώσος πιανίστας φημίζεται για τις επιδόσεις του στο εκτενές πιανιστικό corpus του συγκεκριμένου συνθέτη, οι οποίες βασίζονται στο συνδυασμό δεξιοτεχνικής αρτιότητας χωρίς επίδειξη με ευγενές, νηφάλιο, όχι υπερβολικά πληθωρικό συναίσθημα. Έτσι κι εδώ, ο υπέροχος ήχος, η κρυστάλλινη καθαρότητα του τουσέ, η ρυθμική ακρίβεια, ο σαφής έλεγχος της αρχιτεκτονικής και του περιεχομένου του σπονδυλωτού έργου με τις 24 παραλλαγές ανέδειξαν και νοηματοδότησαν, με σπάνια εκφραστικότητα, την ευφάνταστη γραφή. Η συνομιλία με την ορχήστρα στις λυρικές, χολλυγουντιανής αισθητικής παραγράφους υπήρξε μαγική, αλλά στις πιο γρήγορες/δραματικές η ισορροπία συχνά χανόταν εξ αιτίας των μάλλον θορυβωδών παρεμβάσεων, ιδίως των χάλκινων. Στις δικαιολογημένα έντονες επευφημίες του κοινού ο Λουγκάνσκυ χάρισε ως ανκόρ το «Νοέμβριο: Τρόϊκα» από τις «Εποχές» του Τσαϊκόφσκυ.

Ο ρόλους του αρχιμουσικού φάνηκε πιο καθοριστικός στην ερμηνεία της κοσμαγάπητης συμφωνικής σουίτας «Σεχραζάτ» του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ, με την οποία ολοκληρώθηκε η συναυλία. Η εξαιρετικά αναλυτική διεύθυνση πρόδιδε αρκετή δουλειά με την ορχήστρα, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η πρωτοφανής ανάδειξη πλήθους λεπτομερειών της εξωτικής παρτιτούρας, σε βάρος όμως μιας περισσότερο εύροης, «ελεύθερης» αφήγησης.
Σ’ένα έργο με αριστοτεχνική ενορχήστρωση, που απαιτεί για τη δικαίωσή του παίξιμο μεγάλης κλάσης, αυτό του βερολινέζικου συνόλου διέθετε και απίστευτη πολυτέλεια ήχου και παλμό και πλαστικότητα -ιδίως στα έγχορδα- με αποτέλεσμα την εξαίσια προβολή της ρυθμομελωδικής γραμμής. Ταυτόχρονα, όμως, διέθετε και σπουδαίους σολίστ στα πνευστά που έλαμψαν στα -τόσο κρίσιμα για τη δραματουργία- εκτεταμένα σόλι του δεύτερου μέρους, αναδεικνύοντας τον αισθησιασμό της γραφής: με τα κορυφαία ίσως αναλόγια ξυλίνων πνευστών στον κόσμο (το όμποε του Άλμπρεχτ Μάγερ, το κλαρινέτο του Βέντσελ Φουξ ή ακόμη το φλάουτο του Ματιέ Ντυφούρ), το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκθαμβωτικό! Ισόκυρα ήχησαν και τα σόλι τσέλου του Κβαντ, φαγκότου του Σβάϊγκερτ, άρπας της Λανγκλαμέ, όπως και αυτά της τρομπέτας και του τρομπονιού, ή ακόμη οι παρεμβάσεις των κρουστών.
Τον κυρίαρχο βέβαια ρόλο στη συγκεκριμένη σύνθεση έχει πάντα το πρώτο βιολί: εν προκειμένω, ο εξάρχων Αντρέας Μπούσατς έκανε επίδειξη αψεγάδιαστης ορθοτονίας, ενώ ο φίνος, «θηλυκός» ήχος του ταίριαζε ιδανικά στην εκτύλιξη του λυρικού θέματος της Σεχραζάτ. Πάντως, το αφηγηματικά μάλλον αμέτοχο παίξιμό του υποδήλωνε διαρκώς την αχίλλειο πτέρνα της όλης ερμηνείας, δηλ. την απουσία της εξιστόρησης, του παραμυθιού. Εξάλλου, αν το οργιαστικό καλειδοσκόπιο ηχοχρωμάτων φώτισε σίγουρα τη μεγαλοπρέπεια της παρτιτούρας, η μη σλάβικη ηχητική ταυτότητα της ορχήστρας άμβλυνε κάπως την οριενταλίζουσα ατμόσφαιρα και μαγεία της μουσικής…
Τέλος, ας μην παραλειφθούν ευχαριστίες στον γνωστό άγνωστο Έλληνα του εξωτερικού, χάρις στη γενναιόδωρη χορηγία του οποίου κατέστη δυνατή και αυτή η μετάκληση μεγάλης ορχήστρας, όπως και έπαινοι στον συνάδελφο Γιώργο Κύρκο-Τάγια για τα υποδειγματικά κείμενα παρουσίασης των έργων στο προγραμματικό τεύχος.
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης