
Το πολιτικά θερμό περσινό καλοκαίρι ανέβαλε το προγραμματισμένο ανέβασμα της νέας όπερας «Λεόντιος και Λένα» του Κορνήλιου Σελαμσή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Ένα χρόνο αργότερα, η παγκόσμια πρώτη του έργου παρουσιάσθηκε τελικά στο Εθνικό Θέατρο, στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ. Η παρακολούθηση της δεύτερης παράστασης (31/7) προκάλεσε ενδιαφέρον, απορίες, κυρίως όμως ...αμηχανία!

Το νέο εγχείρημα του ανήσυχου και ταλαντούχου συνθέτη βασίσθηκε σε λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή, βασισμένο πάνω στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ.
Η μελαγχολική κωμωδία του τόσο πρόωρα χαμένου συγγραφέα αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού πριγκηπικού ζευγαριού (του πρίγκηπα του βασιλείου του Ποπό Λεόντιου και της πριγκήπισσας του βασιλείου του Πιπί Λένας), οι οποίοι, προκειμένου να αποφύγουν τον γάμο που τους ετοιμάζουν οι δικοί τους, δραπετεύουν στην Ιταλία, όπου -παρότι αγνοούν ο ένας την ταυτότητα του άλλου- τελικά ερωτεύονται και παντρεύονται. Ο Μπύχνερ χρησιμοποιεί το φαινομενικά ρομαντικό, ερωτικό αυτό παραμύθι για να σατιρίσει την παρακμή και τη διαφθορά των ηγεμόνων, για να σαρκάσει την πλήξη, την απραξία, τη ματαιοδοξία, τον παραλογισμό, τον κυνισμό, τους καιροσκοπικούς και συμφεροντολογικούς χειρισμούς των αρχόντων, ακόμα και σε βάρος και παρά τη θέληση των τέκνων τους!
Αυτή η κοινωνική φάρσα για τη γελοιότητα μιας άχρηστης εξουσίας μελοποιήθηκε δις στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου και εγκωμιάσθηκε από το καθεστώς ως μία ειρωνική παραβολή για τον καπιταλισμό! Σε αμιγώς μουσικό επίπεδο, πάντως, η όπερα που ο σεβάσμιος Πάουλ Ντέσσαου (1894-1979) συνέθεσε λίγο πριν το θάνατό του ξεχώρισε για την αέρινη, αλλόκοτα ποιητική ενορχήστρωση, ενώ απέφυγε τη συνταγή/παγίδα του φορμαλισμού. Εδώ εντοπίσθηκε και η αχίλλειος πτέρνα της δουλειάς του Σελαμσή.
Κατ’αρχάς, το συγκεκριμένο έργο με το τόσο ιδιότυπο χιούμορ δεν είναι διόλου εύκολο να μελοποιηθεί. Ο Αστερής απέδωσε επιτυχημένα ένα μεγάλο μέρος του πρωτοτύπου στα ελληνικά, παραδίδοντας ένα λιτό λιμπρέτο, με λόγο πεζό, χωρίς μετρική και αίσθηση ρυθμικότητας. Βέβαια, σημαντικό μέρος της δράσης παραλείφθηκε, με αποτέλεσμα αυτή να εστιάσει -κάπως μονομερώς- στα περισσότερο κωμικά/ σουρεαλιστικά επεισόδια του έργου και σε 4 μόνο χαρακτήρες. Οι υπόλοιποι εξοβελίσθηκαν ή ενσαρκώθηκαν υποτυπωδώς από τη χορωδία, που είχε ένα σαφώς έντονο δραματουργικό ρόλο. Οι αγγλικοί υπέρτιτλοι σε εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Μεντέ συνέβαλαν άρτια στην πρόσληψη του θεατρικού λόγου.
Κατά δήλωση του Σελαμσή (συνέντευξη στην «ΑΥΓΗ», 28-7-2016) «… διάβασα πάρα πολλές φορές το κείμενο μέχρι να βρω τον τονισμό σε πεζή γλώσσα που έκρινε και το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, παρατηρούσα την κίνηση της φωνής μου ακριβώς στις νότες που ήθελα και έφτιαχνα καμπύλες, σχήματα και ρυθμούς που στην ουσία ήταν σαν να έγραφα μουσική, φτιάχνοντας μια παρτιτούρα του θεατρικού έργου». Σε άλλη του συνέντευξη (στο www.culturenow.gr, 7-7-2016) ο συνθέτης θεωρεί ότι το «Λεόντιος και Λένα» είναι «μια όπερα όπου οι άνθρωποι δεν τραγουδούν στα πλαίσια των μουσικών συμβάσεων … πρόκειται για ανάγνωση που χρησιμοποιεί εργαλεία που έχουν να κάνουν με πιο αρχετυπικά ζητήματα της μουσικής και όχι με τις μελωδίες ή τις αρμονίες που θα ακούγαμε σε οπερικό έργο πριν εκατό χρόνια».
Η μακρά και γόνιμη σχέση του συνθέτη με το θέατρο πρόζας επηρέασε, αν δεν υπονόμευσε καίρια, το νέα αυτό εγχείρημα. Όντως, η μουσική του Σελαμσή δεν υπαγορεύει/ νοηματοδοτεί την δράση, όπως συμβαίνει στην όπερα: στην καλύτερη περίπτωση την (επι)σχολιάζει, ενώ κατά βάση λειτούργησε ως υπόστρωμα του αδόμενου λόγου, στον οποίο στηρίχθηκε μαζί με τα εκτενέστατα ρετσιτατίβι η (όποια) θεατρική δράση. Από πλευράς φωνητικής γραφής κυριάρχησε ένα έντονο «Sprechgesang» (τραγουδιστή απαγγελία), με κάποια σπαράγματα μελωδικών τραγουδιών. Πρωτίστως όμως, απουσίαζε αισθητά η τόσο κρίσιμη στην όπερα δραματουργική λειτουργία της μουσικής: ούτε οι καταστάσεις, ούτε τα πρόσωπα «χαρακτηρίσθηκαν» μέσα από τη μουσική.
Το όλο κατέληξε σε ένα ασαφές και συχνά κουραστικό «μουσικοθεατρικό υβρίδιο», που δεν ήταν όπερα, αλλά ούτε και μουσική για θέατρο…

Πέρα από αμηχανία, η παράσταση προκάλεσε και ενδιαφέρον και απορίες!
Από σκην(οθετ)ικής πλευράς, κυριάρχησε η έμφαση σε μια σύγχρονη -απομακρυσμένη από το ρομαντικό 19ο αιώνα- οπτικοποίηση. Η στατικότητα της δράσης και η επιλογή μιας στιλιζαρισμένης, σωματικά αποστασιοποιημένης κίνησης της διανομής (Σταυρούλα Σιάμου) περιόρισαν τις δυνατότητες παρέμβασης του σκηνοθέτη Αργύρη Ξάφη. Περισσότερο ικανοποίησαν η χρήση των κινούμενων επιπέδων της σκηνής, οι υποβλητικοί φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, κυρίως δε ο λειτουργικός σκηνικός τόπος που οριοθέτησε η εντυπωσιακή κατασκευή των Ελένης Παπαναστασίου και Γιάννη Κιτάνη: ένα τεράστιο δέντρο από μεταλλικούς κυλίνδρους που άλλοτε (Β’ πράξη) σχημάτιζαν ένα δάσος τη νύχτα άλλοτε (Α’ και Γ’ πράξη) λειτουργούσαν ως βαρίδια που υποδήλωναν -παραπέμποντας στο ιστορικά κομβικό για την παρουσίαση του έργου κουκλοθέατρο- την προδιαγεγραμμένη τύχη των πρωταγωνιστών.
Σε αντίστοιχη αισθητική κουκλοθέατρου με καρτουνίστικες πινελιές/αναφορές κινήθηκαν τα πολύχρωμα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, που συνέβαλαν και αυτά στην γκροτέσκα, καρατερίστικη απεικόνιση των πρωταγωνιστών (και σε μικρότερο βαθμό των χορωδών).
Χωρεί, πάντως, πολλή συζήτηση για το αν και κατά πόσο η συγκεκριμένη προσέγγιση -κατά τα λοιπά, εξίσου φορμαλιστική- τελούσε σε συναρμογή με την ορχηστρική παρτιτούρα…
Σε μουσικό επίπεδο, η ενορχήστρωση του Σελαμσή, ένας αέναος, ατμοσφαιρικός -πλην αντι-θεατρικός- καμβάς μυριάδων ηχητικών αποχρώσεων και δυναμικών, υποδήλωνε την σαφή εξοικείωσή του με τις σύγχρονες μουσικές τάσεις, αποφεύγοντας, πλην κάποιων λυρικών στιγμών, ουσιαστικούς (επι)σχολιασμούς του (γερμανικού) ρομαντισμού. Την απέδωσε έξοχα, υπό την σβέλτη και χειρουργικά ακριβή διεύθυνση του νεαρού αρχιμουσικού Γιώργου Ζιάβρα, ένα 17μελές ορχηστρικό σύνολο και 2 εξαιρετικοί σολίστ κρουστών, τοποθετημένοι στα κατώτερα θεωρεία, ένθεν κακείθεν της τάφρου.
Εξίσου πρωτότυπη και απαιτητική (κυρίως δραματουργικά) υπήρξε η χορωδιακή γραφή, την οποία έφερε επάξια σε πέρας -από το υπερκείμενο αριστερό θεωρείο- το απαρτιζόμενο από νέους λυρικούς καλλιτέχνες χορωδιακό σύνολο «8tetto».
Το έργο ευτύχησε να ερμηνευθεί από ένα εξαιρετικό κουαρτέτο μονωδών, που υπερασπίσθηκαν τους εκτενείς ρόλους τους με αυταπάρνηση και υψηλού επιπέδου αντίληψη της ιδιότυπης μουσικοθεατρικής τους διάστασης. Τα δύο ζεύγη, το ευγενές/εσωστρεφές κεντρικό (Λεόντιου-Λένας) και το κωμικό δευτεραγωνιστικό (Βαλέριου –Γκουβερνάντας) λειτούργησαν μάλλον ασύμμετρα σε φωνητικό και υποκριτικό επίπεδο. Οι ανδρικοί ρόλοι (αμφότεροι για φωνή βαρυτόνου) είχαν πιο δεσπόζουσα παρουσία: τα γεμάτα τίμπρα, η άψογη ορθοτονία, η λαγαρή άρθρωση του λόγου και τα διαφορετικά ταμπεραμέντα επέτρεψαν την ιδανική ενσάρκωση του Λεόντιου και του Βαλέριου από τους Τάση Χριστογιαννόπουλο και Χάρη Ανδριανό αντίστοιχα. Η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα (Λένα) και η υψίφωνος Λητώ Μεσσήνη (Γκουβερνάντα) κατάφεραν με μέτρο και σκηνική πειθώ να μεταδώσουν το ακριβές στίγμα των γυναικείων ρόλων, που έμειναν κάπως σε δεύτερη μοίρα.
Βγαίνοντας στην Αγίου Κωνσταντίνου μετά το πέρας της παράστασης, η διάχυτη αμηχανία του συνόλου των θεατών παρά τις αρκετές, σημειακά καλές εντυπώσεις έδωσαν, όχι παράδοξα, τη θέση τους στην απορία: χωρίς να παραγνωρίζεται η ανάγκη στήριξης των νέων συνθετών, πόσο συχνά τυγχάνουν τέτοιου επαγγελματικού ανεβάσματος και υψηλού επιπέδου ερμηνείας άλλα, απείρως σημαντικότερα, ξεχασμένα έργα της εγχώριας λυρικής δημιουργίας σχεδόν 2 αιώνων; Το Φεστιβάλ Αθηνών αλλά και οι υπόλοιποι μείζονες πολιτιστικοί φορείς μας οφείλουν να προβληματισθούν σοβαρά…
Credit φωτογραφιών: Λένα Σταφυλίδου