
Μετά από 7 χρόνια, η Ορχήστρα Νέων Γκούσταβ Μάλερ -που ίδρυσε ο αείμνηστος Κλάουντιο Αμπάντο με σκοπό την υποστήριξη και εξέλιξη ταλαντούχων μουσικών απ’όλην την Ευρώπη- περιέλαβε και πάλι την Αθήνα στο πλαίσιο της ετήσιας πασχαλινής της περιοδείας. Το διήμερο 3-4 Απριλίου η κατάμεστη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής φιλοξένησε δύο εξαιρετικές συναυλίες που επιβεβαίωσαν το υψηλότατο επίπεδο της νέας γενιάς μουσικών, οι οποίοι θα κληθούν σύντομα να πλαισιώσουν -όπως και οι προκάτοχοί τους- τις σημαντικότερες ορχήστρες της ηπείρου μας, και όχι μόνο! Δουλεύοντας ένα ευρύτατο ρεπερτόριο με κορυφαίους αρχιμουσικούς και σολίστ, το σύνολο είναι απόλυτα ανταγωνιστικό προς άλλα ιστορικότερα και διασημότερα!
Σε αμφότερες τις συναυλίες, που διηύθυνε ο ταχύτατα ανερχόμενος Γερμανός -ιρανοϊνδικής καταγωγής από πλευράς πατρός- αρχιμουσικός Ντάβιντ Άφκαμ, εμφανίσθηκε ως σολίστ ο κορυφαίος βιολιστής Φρανκ Πέτερ Τσίμμερμαν. Εξαιρουμένης της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, τα προγράμματα αποτέλεσαν έναν ανεκτίμητης αξίας περίπλου στον ιστορικό μουσικό μοντερνισμό του 20ού αιώνα. Εντύπωση προκάλεσε η αξιοποίηση σε όλα τα έργα κολοσσιαίων ορχηστρικών δυνάμεων (άνω των 100 μουσικών!), κάτι που είχε πάντως ελάχιστες επιπτώσεις στην ποιότητα και τη διαφάνεια του ήχου, ιδίως των εγχόρδων.
Κάθε βραδιά άνοιξε με μία εμβληματική σύνθεση του μοντερνισμού της δεκαετίας του ’60, που εστιάζει στις ηχητικές μεταμορφώσεις των μουσικών ιδεών/μορφών. Σ’αυτήν της 3/4 ακούσθηκαν οι έντονα λυρικές «Μεταβολές» του Ντυτιγιέ. Αξιοποιώντας τις θαυμάσιες κατά περίπτωση συμπράξεις όλων των ορχηστρικών υπο-ομάδων, η χειρουργικής ακρίβειας εκτέλεση επέτρεψε την πεντακάθαρη απόδοση του ιδιαίτερου ρέοντος και διαρκώς μετασχηματιζόμενου ηχητικού σύμπαντος που δημιούργησε η αλληλουχία πέντε διαφορετικών μεταξύ τους κομματιών.
Εξίσου καθαρά αποδόθηκαν την επομένη, στο «Lontano» του Λίγκετι, οι «ηχητικοί καταρράκτες», δηλ. τα μεγάλα σχήματα αργών αυξομειώσεων δυναμικής/έντασης και «ολισθαινουσών» μεταπτώσεων από νότα σε νότα, τα οποία οδηγούν ενίοτε σε συμπτωματικά «ρομαντικές» η «μυστηριακές» κορυφώσεις. Όμως, είχε κανείς την αίσθηση ότι αυτή η άσκηση ανίχνευσης των δυνατοτήτων του συμφωνικού ήχου σε σχέση με τον χώρο (ο προσδιορισμός, μ’άλλα λόγια, των στοιχείων που μας κάνουν να τον αισθανόμαστε από κοντά ή «από μακριά») έμεινε στην επιφάνεια, χωρίς τη ρευστότητα εκείνη που θα αναδείκνυε την ξεχωριστή ατμόσφαιρα του έργου.
Σε κάθε συναυλία, ο Τσίμμερμαν ερμήνευσε στη συνέχεια και διαδοχικά τα δύο «Κοντσέρτα για βιολί» του Μπάρτοκ. Έχοντας προγραμματίσει να τα ηχογραφήσει αργότερα μέσα στη χρονιά, ο σπουδαίος Γερμανός βιολιστής συνεχίζει το συναυλιακό ροντάρισμα αυτών των σημαντικών έργων που ακούγονται σπανιότατα στη χώρα μας. Θαύμασε κανείς και πάλι τις γνωστές αρετές του παιξίματός του: τον ωραίο, μεταξένιο ήχο με τις λεπταίσθητες αποχρώσεις, την ανεπίληπτη ορθοτονία, τη δεξιοτεχνική σιγουριά που συνδυάζεται με ανυπόκριτη ταπεινότητα απέναντι στην παρτιτούρα, τον αβίαστο διάλογο με την ορχήστρα, απότοκο της μακράς ενασχόλησής του με τη μουσική δωματίου.
Εύλογα, μια τέτοια αρματωσιά υπηρέτησε άριστα το λυρικό, ονειροπόλο χαρακτήρα της γραφής του νεανικού 1ου Κοντσέρτου, με φραστική σπάνιας ομορφιάς και ποίησης στο εναρκτήριο andante sostenuto με τις ουγγρικές εθνικοσχολικές επιρροές και εκφραστική προβολή των σαρκαστικών, γκροτέσκων στοιχείων του πιο μοντέρνου καταληκτικού allegro giocoso. Στο εξαιρετικά απαιτητικό 2ο Κοντσέρτο με τις αμέτρητες παραλλαγές και τον πλούτο του θεματικού υλικού, ο Μπάρτοκ συγκεράζει γόνιμα επιρροές από τον ύστερο ρομαντισμό μέχρι τον ιμπρεσιονισμό και την ατονικότητα.
Ο 51χρονος Τσίμμερμαν άρθηκε με σκανδαλιστική ευκολία πέρα και πάνω από τις τεχνικές δυσκολίες του έργου για να χαρίσει μια ερμηνεία που απέφυγε τις όποιες -δεδομένες- εντάσεις, αναδεικνύοντας με μοναδική αφηγηματική ρευστότητα και πλαστικότητα τον ραψωδικό χαρακτήρα του. Η ορχηστρική συνοδεία εν προκειμένω απέφυγε την απλή συνοδοιπορία του 1ου Κοντσέρτου, διεκδικώντας εντονότερη παρουσία ιδίως μέσα από μια κατά τόπους αυξημένη ρυθμική κινητικότητα.

Ένταση χαρακτήρισε και την εκτέλεση της «Μουσικής για έγχορδα, κρουστά και τσελέστα» του Μπάρτοκ, που αποτέλεσε το κυρίως πιάτο της δεύτερης συναυλίας. Η αναλυτική διεύθυνση του Άφκαμ αποκωδικοποίησε άρτια το σύνθετο μουσικό συντακτικό της εμβληματικής αυτής σύνθεσης του μοντερνισμού (διαδοχές κρεσέντι-ντεκρεσέντι, ρυθμική πολυπλοκότητα ουγγρικών παραδοσιακών θεμάτων κλπ), αντλώντας από τους νέους μουσικούς παίξιμο σβέλτο και συγκεντρωμένο. Τα έγχορδα κράτησαν και πάλι τον πρώτο ρόλο, ενώ πιάνο, τσελέστα και κρουστά χρωμάτισαν τα ενδιάμεσα μέρη, το χορευτικό allegro και το μυστηριώδες, λυρικό adagio. Αν κάτι έλειψε ήταν η πειστικότερη απόδοση των νυχτερινών κλιμάτων, της υποδόριας διάθεσης απόγνωσης που διαπνέει το έργο.
Αντιθέτως, απολαυστική υπήρξε η ερμηνεία της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν με την οποία ολοκληρώθηκε η πρώτη βραδιά. Η σχεδόν ρομαντική προσέγγιση ξένισε ίσως όσους είναι συνηθισμένοι στις σύγχρονες, ιστορικά ενημερωμένες προσεγγίσεις του μπετοβενικού συμφωνικού corpus. Κι όμως, από τις πρώτες διατυπώσεις του θέματος του πεπρωμένου μέχρι το θριαμβικό φινάλε, η ωστική ορμή, ο παλμός, η αέναη κινητικότητα του συνόλου νοηματοδότησαν απόλυτα το επαναστατικό και ηρωϊκό πνεύμα της περίφημης σύνθεσης! Η μεγάλης πνοής αλλά και αφηγηματικά εύροη διεύθυνση του Άφκαμ ανέδειξε με σαφήνεια την αριστοτεχνική μοτιβική επεξεργασία, τη ρυθμική ζωντάνια, τις χαρακτηριστικές φωνές που δρουν ως αντίστιξη στη μελωδική γραμμή ή εμπλουτίζουν καθοριστικά την αρμονία.
Πέρα από τα γοργά τέμπι και το πλαστικό φραζάρισμα, πολύτιμους χρωστήρες στα χέρια του αρχιμουσικού αποτέλεσαν ο εστιασμένος, μαλακός (λόγω της έντονης θηλυκής παρουσίας;) ήχος των εγχόρδων, οι ποιητικές παρεμβάσεις των ξύλινων πνευστών στο δεύτερο μέρος, η σταθερότητα των κόρνων στο τρίτο. Το ότι ένα τόσο χιλιοπαιγμένο έργο ήχησε με τέτοια δροσιά και εσωτερική ένταση, χωρίς ακρότητες, μαρτυρά μουσικούς μεγάλων ικανοτήτων και σπάνιας αντίληψης με σίγουρα λαμπρό μέλλον…
Credit 1ης φωτογραφίας: Χάρης Ακριβιάδης