
Πάνε σχεδόν τρία χρόνια αφότου η Καμεράτα και ο Γιώργος Πέτρου είχαν διοργανώσει έναν τριήμερο μαραθώνιο, σε όργανα εποχής, όλων των συνθέσεων για πιάνο και ορχήστρα του Μπετόβεν. Το ερεθιστικό εκείνο ακρόαμα αλλά και η επακολουθήσασα επιτυχημένη ηχογράφησή τους του μπαλέτου «Τα πλάσματα του Προμηθέα» επανέφεραν στο προσκήνιο τη ρητά διατυπωμένη τότε ευχή μας (βλ. κριτικό μας σημείωμα της 22-4-2013) για «την όσο το δυνατό συντομότερη αναμέτρησή τους με το corpus των 9 Συμφωνιών του Τιτάνα της μουσικής!».

Μία μικρή σχετική πρόγευση μάς προσφέρθηκε τις προάλλες (6/3), σε μία βραδιά αρθρωμένη σε δύο ενότητες, στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Οι δύο συναυλίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω του εξαιρετικά φιλόδοξου χαρακτήρα του νέου εγχειρήματος που συνίστατο στην αναπαραγωγή της πιο σημαντικής ίσως πρεμιέρας στην ιστορία της μουσικής: στις 22 Δεκεμβρίου 1808, ο Μπετόβεν παρουσίασε στο Theater an der Wien της αυστριακής πρωτεύουσας, σε μια μαραθώνια συναυλία διάρκειας 3 ½ ωρών, για πρώτη φορά την 5η και την 6η Συμφωνία του, το 4ο Κοντσέρτο για πιάνο, τη «Φαντασία για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα», την άρια για σοπράνο «Ah, Perfido!» αλλά και μέρη της νέας του «Λειτουργίας σε ντο μείζονα»!
Η μοναδική αλλαγή σε σχέση με το αυθεντικό πρόγραμμα της συναυλίας της Βιέννης υπήρξε η εκτέλεση αντί της 5ης Συμφωνίας της 7ης, «καθώς η 5η έχει προγραμματιστεί να παρουσιαστεί ένα μήνα μετά στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης από άλλο συμφωνικό σύνολο», όπως ανακοινώθηκε από το Μέγαρο. Παραμένει ακατανόητη η επίκληση μιας τέτοιας δικαιολογίας, όχι μόνο γιατί ανέτρεψε τη λογική του προγράμματος, αλλά και γιατί είχε άρωμα «δύο μέτρων και δύο σταθμών»: στις αρχές της φετινής σαιζόν, η Φιλαρμονική του Ισραήλ και η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης έπαιξαν, μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων εβδομάδων και στην ίδια αίθουσα, την 3η Συμφωνία του Μπετόβεν…
Σε κάθε περίπτωση, Πέτρου και Καμεράτα (ευπρόσδεκτα ενισχυμένη με περισσότερα έγχορδα) βρέθηκαν σε μεγάλη φόρμα, επιβεβαιώνοντας την κατανόηση του μπετοβενικού σύμπαντος, που κερδίζει, ως γνωστόν, πολλά από τη σύνδεσή του με τις αισθητικές διεκδικήσεις του κινήματος «Θύελλα και ορμή». Υψηλός δείκτης ενέργειας, σβέλτες ταχύτητες, παιχνίδια με τις δυναμικές, αιχμηρή φραστική νοηματοδότησαν αδιάπτωτα την ωστική δύναμη της μουσικής του Μπετόβεν, πάντοτε όμως με σεβασμό της κλασικής της ευγένειας και της πνευματικής της διάστασης.
Εύλογα, μια τέτοια προσέγγιση ταίριαξε γάντι στην 7η Συμφωνία, έργο όχι άγνωστο σε ορχήστρα και αρχιμουσικό: η θαυμαστή δουλειά στις διακυμάνσεις δυναμικής (ιδιαιτέρως αισθητή στις παρεμβάσεις του Δημήτρη Δεσύλλα στα τύμπανα), οι λεπτές διαφοροποιήσεις σε ταχύτητες και οι ανεπαίσθητες στίξεις-ανάσες τόνιζαν γλαφυρά λεπτομέρειες και μεταπτώσεις διαθέσεων, αναδεικνύοντας τις περίτεχνες ισορροπίες ενός έργου με κυρίαρχα διονυσιακό χαρακτήρα.
Μεγαλύτερες εκπλήξεις χάρισε η ερμηνεία της 6ης Συμφωνίας, που θεωρητικά τουλάχιστον ανθίσταται περισσότερο στην οπτική της ιστορικής ερμηνευτικής. Κι όμως, η μεγαλύτερη χαλαρότητα στα τέμπι, η αφηγηματικά εύροη εκτύλιξη του θεματικού υλικού μέσα από μίαν εκπληκτικής ακρίβειας τήρηση των αγωγικών υποδείξεων και ανάδειξη των αντιθέσεων των περιγραφικών σκηνών της φύσης, οι ποιητικότατες συνεισφορές ενός έξοχου κουαρτέτου ξύλινων πνευστών (Ταρπάγκος, Βάμβας, Μουρίκης, Αλέξ. Οικονόμου) και η σταθερότητα των χάλκινων διασφάλισαν τον απολλώνιο λυρισμό της περίφημης «Ποιμενικής», χωρίς να προσπερνούν όμως και την ένταση των πιο ανήσυχων επεισοδίων της (όπως την «Καταιγίδα»), ενώ εξέφρασαν και έναν πλήρη συναισθηματικό κόσμο!
Αν τα παλαιότερα δείγματα γραφής του Πέτρου στον Μπετόβεν παρέπεμπαν στον ενθουσιασμό ενός Φρανς Μπρύγκεν, τα πιο μετρημένα πρόσφατα θύμιζαν τις ισορροπημένες αναγνώσεις ενός Νικολάους Αρνονκούρ. Ειρωνεία της τύχης: ο θρυλικός Αυστριακός αρχιμουσικός, εκ των πρωτοπόρων της ιστορικά ενημερωμένης ερμηνευτικής, απεβίωσε μόλις την προηγουμένη της συγκεκριμένης συναυλίας, που δίκαια αφιερώθηκε στη μνήμη του…

Όπως συνέβη με την 7η Συμφωνία, ορχήστρα και αρχιμουσικός επιβεβαίωσαν τις εντυπώσεις παλαιότερης αναμέτρησής τους και με το 4ο Κοντσέρτο για πιάνο και μάλιστα με την ίδια σολίστ, την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, η οποία ερμήνευσε το έργο σε φορτεπιάνο Stodart (του 1820), παρόμοιo με το θρυλικό όργανο που ο άλλος μεγάλος Άγγλος κατασκευαστής Broadwood δώρισε στον Μπετόβεν το 1818.
Δύσκολα αμφισβητείται -εκ των υστέρων, πάντως!- ότι ο εξελιγμένος σε εύρος δυναμικής, ομοιογένεια και ποιότητα ήχος του σύγχρονου πιάνου δικαιώνει ίσως καλύτερα την εμπνευσμένη μπετοβενική γραφή. Οι τολμηρές για την εποχή τους, όμως, δομικές και αρμονικές καινοτομίες των πιανιστικών κοντσέρτων αναδεικνύονται εξίσου καλά και σε όργανο εποχής, ιδίως όταν το παίξιμο διαθέτει τη δακτυλική αρτιότητα (έξοχη καντέντσα) και την αφηγηματική ευφράδεια της Παπαστεφάνου. Η εκλεκτή σολίστ δικαίωσε τις λυρικές και τις δραματικές πτυχές της σύνθεσης, ενώ ο διάλογος με μία Καμεράτα σε απόλυτη εγρήγορση υπήρξε υποδειγματικός.
Η μη παρακολούθηση του δεύτερου μισού της δεύτερης συναυλίας δεν επέτρεψε την ακρόαση της «Φαντασίας» με σολίστ τον πιανίστα Τίτο Γουβέλη, της άριας «Ah, Perfido!» με σολίστ την υψίφωνο Ελένη Σταμίδου, καθώς και του «Sanctus-Benedictus» από τη «Λειτουργία σε ντο μείζονα».
Ακούγοντας, όμως, νωρίτερα το «Gloria» από το ίδιο έργο, αιφνιδιασθήκαμε από το πόσο τα σφριγηλά τέμπι και η θεατρικότητα της προσέγγισης μετέβαλαν την πρόσληψη ενός θρησκευτικού έργου, που θεωρείτο κάποτε ως επιτομή του κλασικισμού. Βέβαια, εν προκειμένω, το συμφωνικό στοιχείο έχει μικρότερη σημασία από το φωνητικό. Και παρά την ομοιογένεια του κουαρτέτου των μονωδών (Σταμίδου, Μπάκα, Φίλιας, Σιρλαντζής), μόνο η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα και σε μικρότερο βαθμό ο μπασοβαρύτονος Τίμος Σιρλαντζής έδειξαν να διαθέτουν καλύτερη αίσθηση του ύφους. Ομοίως, η νεοπαγής χορωδία «Armonia Atenea» (διεύθυνση: Κωστής Κωνσταντάρας) ήχησε κάπως άγουρη ακόμη, αν και με σαφή περιθώρια βελτίωσης. Αναλογιζόμενοι την κατάσταση των -πλην αυτής της ΕΛΣ- χορωδιών μας, η ανάγκη ενός ολιγομελούς, στυλιστικά ευέλικτου χορωδιακού συνόλου καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική...
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης