Celtic Frost: Οι ελβετικές ρίζες μιας ακραίας, μα επιδραστικής πρωτοπορίας

Το box set «Danse Macabre» χαρτογραφεί την underground κοσμογονία που συντελέστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ορίζοντας εξελίξεις οι οποίες θα οδηγούσαν στην κατάμαυρη αισθητική των Mayhem και στη γέννηση του symphonic metal των Nightwish, φτάνοντας μέχρι και το grunge των Nirvana.

CeltFr_front © Sergio Archetti

Το καλοκαίρι του 1987 αποδείχθηκε θερμό για όσους έπεσαν πάνω στο Into The Pandemonium: ήταν δίσκος που ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, ακόμα και για τους fans που είχαν αποκτήσει ως τότε οι Ελβετοί Celtic Frost. Σήκωσε λοιπόν συζητήσεις και πυροδότησε αντιδράσεις, κάτι βέβαια διόλου παράδοξο για μια εποχή που δεν αγαπούσε τις ανοιχτωσιές στις οποίες ξεχύθηκαν. Αντιθέτως, ήταν καιροί με ισχυρά σύνορα ανάμεσα στα μουσικά είδη.

Ίσως είναι δύσκολο να κατανοηθούν όλα αυτά στις δικές μας ημέρες, όπου ακόμα και τα κραταιά metal τείχη έχουν γίνει απλές περιφράξεις. Πλέον, άλλωστε, το άλμπουμ χαίρει ευρείας αναγνώρισης και λιβανίζεται ως πρωτοποριακό. Όχι μόνο από τον metal Τύπο, που έφτασε να αποκαλεί τους Celtic Frost "Black Sabbath των 1980s" (όπως έγραψε κάποτε το Kerrang!, αναθεωρώντας την αρχική του, απαξιωτική ματιά), αλλά ακόμα και από δημοσιογράφους μεγάλων αγγλοαμερικανικών μέσων, που πιθανότατα δεν έχουν ούτε ένα extreme metal άλμπουμ στη δισκοθήκη τους. Κάνοντας έτσι τον τραγουδιστή/κιθαρίστα Thomas Gabriel Fischer να αισθάνεται άβολα κάθε που τον αποκαλούν "θρύλο" –όπως δήλωσε το 2019 στο Rolling Stone. 

Το καινούριο box set Danse Macabre αναλαμβάνει λοιπόν να ξαναδιηγηθεί αυτή την ιστορία: ξεκινά από τις πρόβες του 1984 που οδήγησαν στο πρώτο ΕΡ και φτάνει ως το remix του 1988 στο "Visual Aggression", στον απόηχο τόσο του Into The Pandemonium, όσο και της πρώτης διάλυσης των Celtic Frost. Το κοσμογονικό μεσοδιάστημα πακετάρεται σε βινύλια με αυθεντικά εξώφυλλα, συνοδεία κασέτας, ραφτού, πόστερ, κονκάρδας με το έμβλημα του fan club "Necromaniac Union", επτάπτυχου USB με ψηφιακά αρχεία και σκληρόδετου βιβλίου 40 σελίδων με νέα κείμενα και αδημοσίευτες φωτογραφίες. Ακόμα και η ετικέτα της Noise Records έχει αναστηθεί για τις ανάγκες της έκδοσης, παρότι όλα τα δικαιώματα ανήκουν πια στην BMG.

Στα άδυτα του Grave Hill Bunker

"Σέλτικ Φροστ" ή "Κέλτικ Φροστ"; Το μπέρδεμα είναι διεθνώς διαδεδομένο, όμως όταν ακούς τον Fisher να προφέρει "Κέλτικ", δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω συζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, με τη δημοσιότητα που έχουν λάβει τα κατορθώματά τους, η ιστορία της ίδρυσής τους τον Μάη του 1984 από τις στάχτες των Hellhammer είναι αρκετά γνωστή –και βρίσκεται εύκολα στο ίντερνετ. Περισσότερη αξία, λοιπόν, έχει η επισήμανση ότι το σκοτάδι που ελλόχευε πίσω τους δεν ήταν μόνο στιλιστικό, μα και πραγματικό. 

CeltFr_01
Ανοίγοντας το box set "Danse Macabre"

Ο Fisher, δηλαδή, μεγάλωσε στο χωριό Birchwil (έξω από τη Ζυρίχη) μακριά από κάθε αίσθηση τακτοποιημένης ελβετικής κανονικότητας, ως παιδί μιας μητέρας με σοβαρά ψυχολογικά, η οποία μπορεί να τον εγκατέλειπε και για εβδομάδες, ασχολούμενη με τις άπειρες γάτες της και με το λαθρεμπόριο διαμαντιών. Η ανατολή του heavy metal, λοιπόν, του πρόσφερε απάγκιο από την περιθωριοποίηση. Και σύντομα έγινε και μουσικός, πέρα από ακροατής, συνιδρύοντας τους Grave Hill (1981): ένα σχολικό γκρουπ, ταγμένο στα new wave of british heavy metal κελεύσματα. "Μισούσαμε τον κόσμο και μισούσαμε όσα έκανε ο κόσμος σε μας", είπε στο Kerrang! το 2022, συνοψίζοντας τις διαθέσεις τους.

Οι Grave Hill διαλύθηκαν το 1982, όμως με έναν τρόπο εντάχθηκαν τελικά στην κληρονομιά του Into The Pandemonium. Ο Fischer προχώρησε με τον μπασίστα τους Steve Warrior (ψευδώνυμο του Urs Sprenger) στη συγκρότηση των Hellhammer, ενώ η κασέτα του box set με τις ηχογραφήσεις από τις πρώτες Celtic Frost πρόβες (Ιούνιος 1984) τιτλοφορείται "Grave Hill Bunker Rehearsals". Με το bunker να είναι κυριολεκτικό, αντιστοιχώντας σε ένα πυρηνικό καταφύγιο κάτω από ένα νηπιαγωγείο στο Birchwil, το οποίο βαφτίστηκε "Grave Hill" και φιλοξένησε τις μόνες συναυλίες που έμελλε να δώσουν οι Hellhammer, σε πολύ κλειστό κύκλο. Εκεί θα διεξάγονταν και οι πρόβες για το Into The Pandemonium, εκεί θα λάμβανε χώρα και η πρώτη διάλυση των Celtic Frost (1987). Έκτοτε δεν ξαναγύρισαν σε αυτό. Το δε οικοδόμημα δεν υπάρχει πια, καθώς κατεδαφίστηκε το 2013.

Για τους Hellhammer δεν επαρκεί ο χώρος να μιλήσουμε, πάντως το υλικό από τις εν λόγω πρόβες αποδεικνύεται αποκαλυπτικό –άλλωστε το "Messiah" είναι δικό τους τραγούδι. Παρέχοντας έτσι την τέλεια γέφυρα προς την υπέρβαση που επιθυμούσε να πετύχει ο Fischer, παρέα με τον μπασίστα/τραγουδιστή τους Martin E. Ain (ψευδώνυμο του Martin E. Stricker), ο οποίος είχε ταχθεί στο metal επαναστατώντας κόντρα στον συντηρητισμό της οικογένειάς του. Οι ακατέργαστες εκδοχές των "Morbid Tales" και "Procreation (Of The Wicked)" αποτυπώνουν μια εντυπωσιακά ωμή metal δύναμη, σφυρηλατημένη στον ενθουσιώδη ερασιτεχνισμό των δύο φίλων, οι οποίοι ίδρωναν να μάθουν κιθάρα και μπάσο. Για την ιστορία, μιας και είχαν μείνει μόνοι εκείνο το καλοκαίρι του 1984, χρησιμοποίησαν ως ντράμερ τον Isaac Darso (ψευδώνυμο του Ike Khakshouri). 

CeltFr_02
© Martin Kyburz
Η πρώτη-πρώτη σύνθεση των Celtic Frost, με τον Isaac Darso (αριστερά)

Καλιμπραρισμένη σε στούντιο περιβάλλον με την αρωγή του έμπειρου μηχανικού ήχου Horst Müller –ο οποίος βοήθησε πολύ σε ζητήματα παραγωγής– η βαρβαρότητα αυτών των προβών έδωσε το πρώτο ΕΡ Morbid Tales, που εκδόθηκε από τη γερμανική Noise Records (Νοέμβριος 1984). Με το ζήτημα του ντράμερ να παραμένει άλυτο, εδώ ανέλαβε ο γνώριμος από τους Hellhammer Stephen Priestly (ψευδώνυμο του Stephen Gasser), μοιραζόμενος τον ίδιο πωρωμένο ερασιτεχνισμό με τους Fischer & Ain. "Στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να παίξω, ήμουν απλά ένα παιδί 17 χρονών", θα έλεγε αργότερα στον Albert Mudrian του Decibel, "μου άρεσαν οι Venom και το new wave of british heavy metal, αλλά περισσότερο με ενδιέφεραν μπάντες σαν τους Journey και τους Boston".

Χάρη στην καταιγίδα του "Into The Crypts Of Rays" ή στις επιβλητικές τελικές εκδοχές των "Procreation (Of The Wicked)" και "Nocturnal Fear" –με τη στιχουργική αναφορά στη θεά Τίαματ της Βαβυλώνας, που ίσως υπήρξε καθοριστική για τη μπάντα Tiamat– το ΕΡ Morbid Tales προξένησε τον δικό του θόρυβο στο heavy underground της εποχής. Εν καιρώ, μάλιστα, θα αναδεικνυόταν σε δουλειά με ιδιαίτερη επιρροή στο υπό διαμόρφωση thrash, death και black σκηνικό, γι' αυτό και τα τραγούδια του βρέθηκαν να διασκευάζονται από τους Sepultura, τους Dimmu Borgir ή τους Enslaved

CeltFr_03
Το EP "Morbid Tales" έπεισε ότι οι Celtic Frost δεν θα ήταν οι Hellhammer με καινούριο όνομα

Στις μέρες του, πάλι, το ΕΡ έπεισε για το καταλυτικής σημασίας γεγονός ότι οι Celtic Frost δεν θα ήταν οι Hellhammer με καινούριο όνομα, μα υπόθεση με εκτενέστερους ορίζοντες. "Η φιλοδοξία ξεπερνούσε τις δυνατότητες", θα παραδεχόταν ο Fischer το 2022, μιλώντας στη βρετανική Guardian, "αλλά δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε". Ενώ οι Hellhammer έχτισαν δηλαδή πάνω σε μια προσπάθεια να κάνουν τους Venom βαρύτερους, εδώ υπήρχε πλουσιότερο αλισβερίσι επιρροών, που συχνά δεν αναδεικνύεται όπως του πρέπει. Ίσως γιατί οι νεότεροι γραφιάδες δεν κεντράρουν επαρκώς στη Motörhead συνισταμένη της πορείας του Fischer και στο πώς αυτή υπερέβη τις παρωπίδες της εποχής, επικοινωνώντας με τη hardcore punk αισθητική συγκροτημάτων σαν π.χ. τους Discharge.

Όπως το έχει θέσει και ο κουμπάρος μου Πέτρος Μάμαλης –μέγας γνώστης της extreme metal αβύσσου– "οι Motörhead είναι το ξεχαρβαλωμένο rock 'n' roll, οι Venom είναι οι ξεχαρβαλωμένοι Motörhead, οι Hellhammer και Celtic Frost είναι οι ξεχαρβαλωμένοι Venom". Και πουθενά δεν φαίνεται καλύτερα αυτή η αλληλουχία, παρά στο Morbid Tales και στον διάδοχό του, το ΕΡ Emperor's Return (Αύγουστος 1985). Γιατί μπορεί ως την κυκλοφορία του να είχαν αποκτήσει μόνιμο ντράμερ στο πρόσωπο του Αμερικανού Reed St. Mark (ψευδώνυμο του Reid Cruickshank), επί της ουσίας, όμως, παρείχαν και μια πιο ολοκληρωμένη ματιά πάνω στην ίδια δημιουργική μήτρα. 

CeltFr_04
© Sergio Archetti
Η πιο κλασική σύνθεση των Celtic Frost αποκρυσταλλώθηκε με τον ερχομό του Reed St. Mark

Άλλωστε εδώ μπήκε και η οριστική εκδοχή του "Morbid Tales", τραγουδιού που γνωρίζουμε πλέον ότι υπήρχε ήδη από την πρόβα του 1984, όντας εμπνευσμένο από την αινιγματική φαραώ Νίτωκρη της αρχαίας Αιγύπτου και το πορτρέτο της στη λογοτεχνία φαντασίας. Κι εδώ βρίσκεται, επίσης, η πρωτόλεια εκδοχή της πιο αναγνωρίσιμης στιγμής τους ("Circle Of The Tyrants"), όπως και το "Dethroned Emperor", που (σχεδόν) όρισε τη διαδρομή των Napalm Death. Επίσης, όπως έχει επιβεβαιώσει και ο Ain, ήδη από τότε είχαν πλήρως σχεδιάσει τις τρεις πρώτες κυκλοφορίες, παίρνοντας παράλληλα και την απόφαση εικαστικής συνεργασίας με τον διεθνώς διάσημο συμπατριώτη H. R. Giger –τον δημιουργό του διαστημικού τέρατος που συνεπήρε την υφήλιο στην ταινία "Alien" του Ridley Scott.

Ταυτόχρονα, εντωμεταξύ, έστω και κάπου στο πλάι όλων αυτών, ερπόταν και κάτι διαφορετικό. Τη λούπα της κραυγής που έχτισε το "Human" (το οποίο από το 1999 λογίζεται ως αυτόνομο κομμάτι και όχι ως έναρξη του "Into The Crypts Of Rays") ίσως την προσπερνούσες ως απόπειρα για κάτι εφετζίδικο, μα το "Return To The Eve" έβαζε εσκεμμένα μια γυναικεία φωνή –τη Γερμανίδα Hertha Ohling– να απαγγέλει στίχους εν μέσω του heavy ορυμαγδού, τολμώντας κάτι που κανείς μέχρι τότε δεν είχε δοκιμάσει από όσους εξερευνούσαν τις νέες γαίες του extreme metal. Και υπήρχε και το "Danse Macabre", φυσικά: χτισμένο σε ένα βιολί βγαλμένο θαρρείς από το soundtrack των Goblin για το "Suspiria", καθώς και σε επιφωνήματα ή άναρθρα φωνητικά, του είδους που θα περίμενες να βρεις σε κάποιο άλμπουμ των Residents. Η εταιρία ταράχτηκε, αλλά τους άφησε να προχωρήσουν. Ήταν σπόροι που έμελλε να καρποφορήσουν πέρα από κάθε προσδοκία.

Μέσα στο πανδαιμόνιο

Αν και οι κριτικοί επικαλούμαστε συχνά τον χρόνο ως αποφασιστικό παράγοντα για την αξία ενός έργου τέχνης, τα πράγματα συνήθως αποδεικνύονται πιο ρευστά και λιγότερο γραμμικά από όσο τα θέλουμε. Το άλμπουμ To Mega Therion (Οκτώβριος 1985), ας πούμε, πορεύεται τυλιγμένο στην αίγλη ενός αριστουργήματος, καθώς η metal κοινότητα δείχνει να αναπαράγει σταθερά τον αντίκτυπο που είχε στους καιρούς του. Όμως ό,τι φάνταζε φοβερό για τα μάτια και τα αυτιά του 1985, δεν είναι απαραίτητα έτσι για τις δικές μας ημέρες. 

CeltFr_05
Το άλμπουμ "To Mega Therion" είχε ως εξώφυλλο το έργο "Satan I" του H.R. Giger

Το εξώφυλλο, λ.χ., ακόμα κι αν πρόκειται για έργο του Giger ("Satan I", 1977), εμπίπτει στη φθαρμένη σχέση του metal με τον Σατανισμό. Σχεδόν όλες οι επαγγελματικές φωτογραφήσεις της μπάντας, επίσης, φαντάζουν πια αστείες, αν και τότε κοινωνούσαν επιτυχώς μια ακραία, underground οπτική που δεν χώραγε στα "αποδεκτά" πρότυπα του μακρυμάλλικου σκληρού ήχου και ήταν ικανή να δημιουργήσει αναστάτωση. Τα δε μουσικά κατορθώματα των Celtic Frost, παρότι ευδιάκριτα, δεν διαθέτουν τη συνοχή που περιμένεις από ένα αριστούργημα: κυοφορούν μεν την υπέρβαση χάρη στη χρήση γυναικείων οπερατικών φωνητικών και γαλλικού κόρνου (και όχι "κόρνας", όπως είδα να γράφει ένα εγχώριο site), μα δεν την πραγματοποιούν. Μάλιστα, φαίνεται ότι, ενώ σκέφτηκαν να διασκευάσουν το "The World We Knew (Over And Over)" του Frank Sinatra, τελικά δεν το τόλμησαν. Το άλμα θα γινόταν λοιπόν λίγο πιο μετά, με το Into The Pandemonium. 

Για τους Celtic Frost, βέβαια, το κυριολεκτικό πανδαιμόνιο εκτυλίχθηκε στις τότε ηχογραφήσεις. Οπότε, από μια τέτοια άποψη, αποδείχθηκαν πράγματι παλικάρια, αφού κατάφεραν και να επιβιώσουν και να καταλήξουν με ένα πολύ καλό άλμπουμ, που άσκησε επίδραση σε τέσσερα διαφορετικά κλαδιά της heavy metal αισθητικής (thrash, death, black, symphonic). Ενώ το δημιουργούσαν, δηλαδή, ο Ain βούλιαξε σε έναν κυκεώνα κατάθλιψης, προσωπικών προβλημάτων και συγκρούσεων με την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συνεισφέρει το παραμικρό. Πιεσμένος από τους διαθέσιμους χρόνους και τις μεγάλες προσδοκίες για το αποτέλεσμα, ο Fischer τον έδιωξε, παίρνοντας μια δραστική μα αμφιλεγόμενη απόφαση, που δείχνει να τον ταλανίζει ακόμα και σήμερα.

CeltFr_06
© Ernst Wirz
Οι Celtic Frost με τον Dominic Steiner στη θέση του Martin E. Ain

Στη θέση του ήρθε τότε ο Dominic Steiner από τους Junk Food, μπασίστας πολύ πιο καταρτισμένος από τον Ain σε τεχνικό επίπεδο, μα δίχως τις δικές του ιδέες και τη διακριτή του προσωπικότητα. Επιπλέον, δεν ταίριαξε καθόλου ούτε με τον Fischer, ούτε με τον Reed St. Mark –με αποτέλεσμα πίσω από την πλάτη του να τον αποκαλούν "Domiprick", αντί για Dominic. Σαν να μην έφτανε αυτό, παρότι συνεργάστηκαν ξανά με τον γνώριμο Horst Müller για την παραγωγή, δεν μπόρεσαν να τα βρουν: η τελική μίξη τους άφησε απογοητευμένους και η Noise αρνήθηκε να τους δώσει περισσότερο χρόνο ώστε να επιμεληθούν ένα remix.  

Όμως το άλμπουμ προξένησε αίσθηση και το ανανεωμένο, βαρυκόκαλο "Circle Of The Tyrants" απόκτησε κι επίσημο βιντεοκλίπ, βοηθώντας την καινοτόμο αισθητική τους να γίνει κάπως πιο γνωστή. Ήταν άλλωστε ένα από τα κομμάτια όπου πειραματίστηκαν με σοπράνο φωνητικά, εκτελεσμένα από την Claudia-Maria Mokri. Η χρήση τους ήταν δειλή, όπως συνέβη και στο εκπληκτικά στιβαρό "The Usurper", αν και στο φινάλε ("Necromantical Screams") τα δοκίμασαν και σε λίγο μεγαλύτερη κλίμακα. Δημιουργώντας έτσι ένα σκαλί προς το Into The Pandemonium, αλλά κι ένα παράδειγμα που έμελλε να γεννήσει ένα καινούριο metal φάσμα κατά τη δεκαετία του 1990, όταν έπιασαν το νήμα του οι Nightwish και οι Therion

Πιο πολύ αξιοποιήθηκε λοιπόν το γαλλικό κόρνο: με αυτό έχτισαν την εκθαμβωτική εισαγωγή "Innocence And Wrath", έτσι πλούτισαν ενορχηστρωτικά το "Necromantical Screams" (κάνοντάς το εξέχον δείγμα avant-garde metal), πάνω σε εκείνο κάλπασε και το "Dawn Of Megiddo", παραμένοντας έως και τις μέρες μας ένα από τα πιο περιπετειώδη τραγούδια που γέννησε η σύμπραξη των Fischer & Ain. Απέναντι σε τέτοιες στιγμές, λοιπόν, άλλα σημεία δείχνουν λίγα και μονοδιάστατα ("Jewel Throne", "Fainted Eyes", "Eternal Summer"), ανακυκλώνοντας πράγματα που ήδη είχαν γίνει στα ΕΡ, με πιο εμπνευσμένο τρόπο. Πλέον ακούγονται ως βαρίδια.

Η κατάληξη, πάντως, ήταν αίσια. Κι έγινε ακόμα καλύτερη όταν τα ξαναβρήκαν με τον Ain, ο οποίος είχε ξεπεράσει την κακή φάση και είχε γυρίσει σελίδα στη ζωή του. Το κλίμα ευφορίας οδήγησε στο ΕΡ Tragic Serenades (Ιούλιος 1986), όπου έβαλαν ουσιαστικά δύο καινούριες ηχογραφήσεις στα "The Usurper" και "Jewel Throne", με τις μπασογραμμές του Ain και μια μίξη που ικανοποίησε περισσότερο τον Fischer. Για τους ακροατές, βέβαια, τίποτα από όλα αυτά δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η διασκευή στο "In The Chapel, In The Moonlight" (τραγούδι από το 1936, που γνώρισαν μέσω της μεταγενέστερης εκτέλεσης του Dean Martin) για ένα maxi single μονής όψης ονόματι The Collector's Celtic Frost. Το οποίο κυκλοφόρησε τότε σε 1.000 αντίτυπα (Μάιος 1987) και αναπαράγεται τώρα με ακρίβεια, στο πλαίσιο του νέου box set.

Προς την καλλιτεχνική αθανασία

Το αληθές αριστούργημα των Celtic Frost δεν ήταν λοιπόν το To Mega Therion, αλλά το κοσμημένο με μια λεπτομέρεια από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος Into The Pandemonium (Ιούνιος 1987). Ένας extreme metal δίσκος που φτιάχτηκε συνειδητά ως πεδίο καλλιτεχνικής ελευθερίας, με μεγάλο ψυχικό κόστος για τη μπάντα, μα με ένα πείσμα αληθώς ηρωικό. 

CeltFr_07
Το εξώφυλλο του "Into The Pandemonium", με λεπτομέρειες από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος

Διαβάζοντας τις νέες συνεντεύξεις που έκανε ο Calum Harvie ειδικά για το box set, βλέπεις μια ομήγυρη 20άρηδων που χάρη στο To Mega Therion και την πρώτη της περιοδεία στη Βόρεια Αμερική αισθάνθηκε ότι τα κατάφερε να αποτελέσει κομμάτι της metal κοσμογονίας της δεκαετίας του 1980, όπως τόσο πόθησε ξεκινώντας. Οπότε, πλέον, επιθυμούσαν κάτι παραπάνω: να αφήσουν και κάποιο πιο διαρκές αποτύπωμα στην όλη ιστορία. Ο Ain, επίσης, έχει πει (στο Decibel) ότι ένας επιπλέον παράγοντας ήταν και το underground Βερολίνο της εποχής, το οποίο τους συνεπήρε με την ολοζώντανη καλλιτεχνική του κίνηση.

Έχοντας ανοίξει ακόμα περισσότερο τα αφτιά τους, οι Celtic Frost μπήκαν στο στούντιο στοχεύοντας να ενοποιήσουν το metal μικροσύμπαν που κουβαλούσαν όχι μόνο με μια εκτενέστερη χρήση των μέχρι τότε πειραματισμών, αλλά και με το φρέσκο τους ενδιαφέρον για το βρετανικό new wave και δη τις σκοτεινότερες όψεις του –μπάντες δηλαδή σαν τους Bauhaus, τους Christian Death ή τους Siouxsie & The Banshees. Τη διάθεση τους αυτή, μάλιστα, τη φόρεσαν και στο μανίκι του Into The Pandemonium, ξεκινώντας το με μια απρόσμενα καταπληκτική διασκευή στο "Mexican Radio" των Καλιφορνέζων Wall Of Voodoo.

Αν ήταν μονάχο, το "Mexican Radio" ίσως περνούσε ως μία ακόμα "παλαβομάρα" τους. Αυτό όμως που ακολουθούσε στην υπόλοιπη διάρκεια του άλμπουμ ήταν εντελώς πρωτόγνωρο. Πέρα δηλαδή από τη θέλησή τους να φτιάξουν ένα φουλ μέταλ ρέκβιεμ ("Rex Irae"), πέρα από τα βιολιά, το τσέλο, το γαλλικό κόρνο και τα γυναικεία φωνητικά που άρθρωσαν κομμάτια με γοτθική αισθητική σαν το γαλλόφωνο "Tristesses De La Lune" (στηριγμένο στην ποίηση του Σαρλ Μπωντλαίρ), οι Fischer & Reed St. Mark επωμίστηκαν και synthesizers. Γράφοντας τραγούδια βασισμένα σε samples από την Apollo αποστολή της NASA στο Φεγγάρι σαν το "One In Their Pride" ή έξω καρδιά ηλεκτρονικές συνθέσεις σαν το "I Won't Dance (The Elders' Orient)", όλα πολύ προκλητικά για το extreme metal κοινό. 

CeltFr_08
© Joel Marsden
Ξανά μαζί με τον Ain, έτοιμοι να φύγουν περιοδεία για τη βόρεια Αμερική. 

Ήταν η πρώτη φορά που ο κόσμος αυτός έπλεε μαζί με την "επονείδιστη" ηλεκτρονική μουσική, αλλά και η πρώτη φορά που καλούνταν να λικνίσουν τους γοφούς τους με έναν τρόπο που στη metal επικράτεια είχαν αιτηθεί μόνο οι Judas Priest του άκρως αμφιλεγόμενου (τότε) "Turbo Lover" (1986). Ακόμα καλύτερα (ή χειρότερα;) όλα τούτα ήταν τοποθετημένα δίπλα σε στιγμές ικανές να ενθουσιάσουν τους fans, σαν π.χ. το "Inner Sanctum", το "Mesmerized" ή το "Babylon Fell". Έστω κι αν το πρώτο έκλεινε στιχουργικά το μάτι στα γραπτά της Έμιλι Μπροντέ, έστω κι αν το δεύτερο έμοιαζε μπολιασμένο με το βρετανικό goth (όπως και το κάπως πανομοιότυπο "Caress Into Oblivion", παρακάτω), προοικονομώντας μια αισθητική που την επόμενη δεκαετία θα εξερευνούσαν ενδελεχώς οι Paradise Lost.

Το σοκ που προκάλεσε το Into The Pandemonium στο metal στερέωμα των 1980s είναι δύσκολο να περιγραφεί, ανιχνεύεται πάντως ακόμα σε απόψεις που εκφέρονται σε διάφορα forums –παρότι η γλώσσα έχει γίνει σαφώς πιο ευγενική και υπάρχει πια μια αύρα αναγνώρισης του εγχειρήματος. Άλλοι, πάλι, βρήκαν εδώ ένα ευαγγέλιο για περαιτέρω πειραματισμούς, ενώ και τότε ακόμα, μετά το αρχικό πάγωμα, εμφανίστηκαν και ορισμένες διθυραμβικές κριτικές (π.χ. στο τεύχος Νοεμβρίου 1987 του Faces). Μάλιστα, το μήνυμα δεν άργησε να φτάσει και στον alternative κόσμο που ενέπνευσε τους Celtic Frost. Όπως πιστοποίησε και ο Dave Grohl μιλώντας πρόσφατα στο περιοδικό Classic Rock (2021), ο Kurt Cobain υπήρξε ένθερμος θαυμαστής και μετέδωσε το πάθος του αυτό και στους υπόλοιπους, κατά τον σχηματισμό των Nirvana

CeltFr_09
Το 7ιντσο single του box set με το ανέκδοτο remix 1988 στο "Visual Aggression"

Για την ίδια τη μπάντα, ωστόσο, ήταν πια αργά. Σε όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του Into The Pandemonium η Noise Records έκανε σαφές ότι δεν το ήθελε, δεν το καταλάβαινε και δεν το πίστευε, ασκώντας αφόρητη πίεση ώστε να στοχεύσουν σε έναν δίσκο που να ακούγεται σαν Slayer και Exodus, συχνά με απειλές για διακοπή κάθε περαιτέρω χρηματοδότησης. Όλα αυτά κατέστρεψαν την ήδη δύσκολη σχέση τους, μα είχαν και αντίκτυπο στα εσωτερικά των Celtic Frost. Με τον Reed St. Mark να παραδέχεται στον Harvie ότι λόγω έρωτα δεν ασχολήθηκε αφότου παρέδωσε τα μέρη που του αναλογούσαν, οι Fischer & Ain έμειναν μόνοι στο bunker –και με τα όνειρά τους, μα και με την όλη μιζέρια. Με αποτέλεσμα να έρθουν σε ρήξη. Εξαντλημένοι ψυχικά, διαλύθηκαν τον Δεκέμβριο του 1987, λίγο μετά τη συναυλία τους με τους Anthrax και τους Exodus στο Μαϊάμι. 

Η ιστορία των Celtic Frost, βέβαια, έμελλε να έχει και συνέχεια: η οριστική τελεία θα έμπαινε χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 2017, με τον θάνατο του Martin E. Ain από καρδιακή προσβολή. Όμως η πρώτη και σπουδαιότερη φάση της καριέρας τους έληξε εκείνο τον χειμώνα του 1987. Κι έτσι το νέο box set ολοκληρώνεται με τον επίλογό της, αφενός ανατυπώνοντας το 12ιντσο maxi "I Won't Dance" (Σεπτέμβριος 1987), αφετέρου παρέχοντας ένα 7ιντσο single με το αδημοσίευτο remix 1988 στο "Visual Aggression", φτιαγμένο κατά την επανασύνδεση του γκρουπ 6 μήνες μετά –όταν πια όδευαν για το ναδίρ του Cold Lake. Αλλά αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Ο David Eugene Edwards στο "Gagarin": Σκοτάδι, μυσταγωγία και υπαρξιακή περιπλάνηση

Σαν φλογερός rock πάστορας προερχόμενος από τo έρεβος της ενδοχώρας των Ηνωμένων Πολιτειών, μετέτρεψε το 205 της Λιοσίων σε άμβωνα, από τον οποίον κήρυξε τα ευαγγέλια του "Hyacinth", των Wovenhand και των 16 Horsepower, ανταμειβόμενος με θερμό χειροκρότημα.

ΓΡΑΦΕΙ: ΧΑΡΗς ΣΥΜΒΟΥΛΙΔΗς
24/04/2024

Ο Εισβολέας γιορτάζει 25 χρόνια πορείας

Έρχεται με full band σύνθεση στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού.

Η Μαρίνα Σπανού μοιράζεται καινούργιες ιστορίες της στο Κηποθέατρο Παπάγου

Η βραδιά θα είναι γεμάτη με συναισθήματα και μουσική που θα αγγίξει τις ψυχές των παρευρισκόμενων.

Last call για την Κατερίνα Παπουτσάκη στη "Σφίγγα"

Η περφόρμερ κλείνει τον κύκλο εμφανίσεων της "Τραγουδιστά" με καλεσμένο τον Ody Icons.

Οι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης χαιρετίζουν την ψήφιση του νέου νόμου 5103/2024 (A΄57) του ΥΠΠΟΑ

Οι ΟΣΔ Αυτοδιαχείριση, Απόλλων, Ερατώ, Grammo και GEA συνυπογράφουν ανακοίνωση για τον νέο νόμο του Υπουργείου Πολιτισμού.

Οι Bell Witch στην Ελλάδα για τρεις συναυλίες

Το κορυφαίο σχήμα θα πλαισιώσουν οι The Keening.

Βόλτα στο "Άλσος" με τη Νικόλ Σαραβάκου: Ενθουσιασμός, μα και περίσκεψη

Ξετυλίγοντας διάφορα χαρίσματα, η Αθηναία τραγουδοποιός έδειξε ότι ανήκει στις υποσχόμενες νέες δυνάμεις του εγχώριου πενταγράμμου. Ταυτόχρονα, όμως, έκανε και αμφιλεγόμενες επιλογές, οι οποίες θόλωσαν το στίγμα που επιθυμεί να εκπέμψει –εντύπωση που μάλλον ενίσχυσε, παρά απάλυνε, ο ερχομός του Στέλιου Ρόκκου ως guest star της βραδιάς.