Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε η τζαζ, πριν από έναν αιώνα, μέσω του δίσκου γραμμοφώνου και του ραδιοφώνου απέκτησε μια μεγάλη διασπορά, που πολύ γρήγορα την έκανε να ξεπεράσει τοπικά ή εθνικά όρια και να αρχίσει να γίνεται διεθνής υπόθεση. Ήδη από τη δεκαετία του ’20 –τα turbulent twenties όπως έχει καθιερωθεί να λέγονται–, μια κοινωνικοπολικά τρικυμιώδη μα πολιτισμικά γόνιμη περίοδο, η τζαζ δεν έμεινε μόνο στη Νέα Ορλεάνη, στη Νέα Υόρκη ή στο Σικάγο, αλλά κατέκτησε και το Λονδίνο και το Παρίσι. Την επόμενη δεκαετία, με τις λαμπερές μεγάλες ορχήστρες του σουίνγκ, η τζαζ είχε γίνει η ποπ της εποχής και γέμιζε τις αίθουσες χορού σε όλο τον κόσμο.
Όσο για τη δεκαετία του ’40, όταν η τζαζ μετατρεπόταν –μετά τον πόλεμο– όλο και πιο πολύ σε art music, το ανήσυχο bebop και η cool jazz, για χάρη των hipsters (ήτοι οι φαν της τζαζ) και των πάσης φύσεως (και θέσεως) διανοουμένων, εξέφραζαν το πνεύμα και την αβεβαιότητα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί ο Charlie Parker, ως τζάνκι, να ζούσε το προσωπικό του δράμα, όμως η μουσική του έστελνε στο μυαλό και στη φαντασία του Αμερικανού μεσοαστού πεντακάθαρες αισθητικές εκρήξεις, τόσο τρομακτικές όσο και οι θερμοπυρηνικές δοκιμές που γίνονταν στη Νήσο Μπικίνι ή αλλού. Εκείνη την περίοδο επίσης ο πολυπράγμων Theodor Adorno της Σχολής της Φραγκφούρτης έδινε στην τζαζ το χαρακτηρισμό «αιώνια μόδα».
Η τζαζ, όπως κι αν την εννοούμε, είναι μια μόδα που δεν θα περάσει ποτέ: είτε ως διαρκές swingin’ party με χορό και τραγούδι, είτε ως moody ακουστική εξερεύνηση δωματίου, είτε ως ηλεκτρονική κινηματογραφική ambience, είτε ως επείγον ρυθμικό και ριμικό χιπ χοπ σφυροκόπημα.
Ακόμη και όταν η έλευση του rock ’n’ roll στα mid-’50s –και της μετέπειτα νεολαιίστικης ποπ που κατέκτησε τον κόσμο– συμπίεσε οικονομικά κι εμπορικά την τζαζ, αυτή έδειξε το πιο δημιουργικό της πρόσωπο: από το hard bop και τη soul jazz στη modal και τη free jazz· με τον Thelonious Monk, τον Miles Davis, τον John Coltrane. Η μουσική που ξεκίνησε ως μια μορφή λαϊκοέντεχνης έκφρασης της καταπιεσμένης κοινότητας των Αφροαμερικανών ξεπερνούσε πια τα ίδια της τα όρια· γινόταν μια παγκόσμια μουσική γλώσσα, σε πολλές περιπτώσεις καθαρά spiritual. Ήταν world music προτού καν υπάρξει αυτός ο όρος. Και όταν, τη δεκαετία του ’80, οι μουσικές του κόσμου ήταν πια mainstream, η τζαζ είχε μπει στη no wave φάση της. Το απόσταγμα της free jazz και του out rock ήταν από μόνο του εξαίσιο, πράγμα που έδινε το δικαίωμα, άμα τε και την υποχρέωση, σε δημιουργικούς μουσικούς όπως ο Bob Belden ή ο John Zorn να απλώσουν την προσωπική τους τζαζ σε φαντασιακούς κόσμους όπως αυτοί του Nino Rota και του Ennio Morricone αντιστοίχως.

Η τζαζ και το χιπ χοπ, η τζαζ και η electronica, η τζαζ στην Ευρώπη, η τζαζ και το dancefloor, η τζαζ στην Ιαπωνία, η nu jazz, η τζαζ στο γκρουβαρισμένο Λονδίνο και στο πολυπολιτισμικό Βερολίνο, η ιδιαίτερη τζαζ στη Σκανδιναβία ή τη Μεσόγειο: η τζαζ είναι παντού και πάντα. Γι’ αυτό η UNESCO δημιούργησε τον Νοέμβριο του 2011 τη Διεθνή Ημέρα της Τζαζ. Για να επισημοποιήσει το status της, που είναι ανάλογο της κλασικής μουσικής και να τονίσει τη σημασία της σοβαρής μουσικής εκπαίδευσης, που περνάει μέσα από το σχολείο και το πανεπιστήμιο, δίνοντάς μας τα ανάλογα αποτελέσματα, τα οποία μπορούμε να «μετρήσουμε» σε αίθουσες συναυλιών, κλαμπ ή μικρά underground στέκια.
Η τζαζ, όπως κι αν την εννοούμε, είναι μια μόδα που δεν θα περάσει ποτέ: είτε ως διαρκές swingin’ party με χορό και τραγούδι, είτε ως moody ακουστική εξερεύνηση δωματίου, είτε ως ηλεκτρονική κινηματογραφική ambience, είτε ως επείγον ρυθμικό και ριμικό χιπ χοπ σφυροκόπημα.