
Πριν από λίγες μέρες έκανε πρεμιέρα στο Cosmote TV το "Happy Face", μία σειρά μυστηρίου που προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως true crime. Είναι εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία της Μελίσα Μουρ, η οποία, όταν ανακάλυψε στα δεκαπέντε της πως ο πατέρας της ήταν κατά συρροή δολοφόνος, έκανε το πράγμα που θα κάναμε όλοι μας: έγραψε την αυτοβιογραφία της και δημιούργησε ένα podcast, μιλώντας για τις εμπειρίες της. Η σειρά παίρνει μία διαδρομή διαφορετική από το τυπικό true crime. Δεν ακολουθούμε την δολοφονική πορεία του πατέρα, αλλά την προσπάθεια της κόρης να εξιχνιάσει μία υπόθεση που έχει κλείσει, αντιμετωπίζοντας τα τραύματά της.
Η Μελίσα (Άναλει Άσφορντ) έχει κάνει τα πάντα για να ξεφύγει από το παρελθόν της. Έχει αλλάξει το όνομά της και έχει κόψει κάθε επαφή με τον πατέρα της, ενώ τα παιδιά της δεν έχουν ιδέα πως ο παππούς τους είναι ο Κιθ Τζέσπερσον (με τον Ντένις Κουέιντ να παίζει άλλον έναν ανατριχιαστικό ρόλο μετά από το "Substance"), ένας άντρας που έχει βιάσει και δολοφονήσει οχτώ γυναίκες. Ο Κιθ, σε μία τελευταία προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή της, ομολογεί πως υπάρχει άλλο ένα θύμα, του οποίου την ταυτότητα αρνείται να γνωστοποιήσει σε οποιονδήποτε άλλο πέρα από εκείνη. Όταν η Μελίσα μαθαίνει πως ένας άντρας έχει φυλακιστεί άδικα και πρόκειται να εκτελεστεί για τη δολοφονία που διέπραξε ο πατέρας της, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει για να τον σώσει.

Ένα από τα κεντρικά ζητήματα της σειράς είναι η διαχείριση του διαγενεακου τραύματος. Η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του πατέρα της άφησε την Μελίσα, όχι μόνο να ντρέπεται για το κοινωνικό στίγμα που θα τη συνοδεύει σε όλη της τη ζωή, αλλά και να αναρωτιέται αν η βιολογική της εγγύτητα με αυτόν τον άνθρωπο έχει δημιουργήσει κάποια προδιάθεση στη διαστροφή. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία δική της σκέψη ή πράξη που να το δικαιολογεί, η πρωταγωνίστρια ζει με την ενοχή αλλά και με τον φόβο πως ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί. Η κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας της έγινε το δικό της τραύμα, το οποίο εκείνη με τη σειρά της θα "περάσει" στα δικά της παιδιά.
Ταυτόχρονα, η σειρά κάνει το σχόλιό της πάνω στην εμμονή του κοινού με οτιδήποτε σχετίζεται με το true crime. Η υπόθεση εξιχνιάζεται μέσα από τη μορφή ενός ρεπορτάζ για την εκπομπή στην οποία δουλεύει η Μελίσα. Στο πλαίσιο της έρευνας, καλείται να δώσει μία συνέντευξη για τον πατέρα της ζωντανά στην τηλεόραση, απαντώντας σε ερωτήσεις που την φέρνουν σε δύσκολη θέση και αναβιώνουν τις τραυματικές της εμπειρίες. Όταν ο παρουσιαστής καλεί εκείνη και τον σύζυγό της για δείπνο στο σπίτι του, ο απώτερος σκοπός του είναι να τη φέρει σε επαφή με την εκδότριά του: σε μία στιγμή αυτοαναφορικότητας, η πρωταγωνίστρια γίνεται η χήνα με τα χρυσά αυγά, ενώ η συγγένειά της με τον δολοφόνο αποτελεί το μοναδικό ενδιαφέρον χαρακτηριστικό πάνω της.

Παρ’ όλα αυτά, η σειρά ξεκινά ως ένα υπερβολικά φιλόδοξο εγχείρημα το οποίο δεν καταφέρνει τον στόχο του. Προσπαθώντας να θέσει πολλά και διαφορετικά ουσιώδη ερωτήματα, καταλήγει να μην αναλύει επαρκώς κανένα. Περνάει, αλλά δεν ακουμπάει το ζήτημα του φυλετικού ρατσισμού, που φαίνεται να βρίσκεται στην αφήγηση μόνο και μόνο για να προχωρήσει την πλοκή, ενώ με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζονται η έμφυλη βία και ο σχολικός εκφοβισμός: σαν μία καλοπροαίρετη μεν, αμήχανη δε, λίστα με θεματικές που "πρέπει" να αναφερθούν.
Συνολικά, το "Happy Face" βρίσκεται μετέωρο ανάμεσα στην προσπάθεια να είναι Καλό True Crime Περιεχόμενο και να αποφύγει την πεπατημένη. Κατά τη διάρκεια των εννιά επεισοδίων καταφέρνει να κρατάει το ενδιαφέρον με ανατροπές στην πλοκή και cliffhangers, αλλά, όσο οι δυναμικές μεταξύ των χαρακτήρων γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες, πλησιάζει περισσότερο τις κλισέ προσεγγίσεις που χαρακτηρίζουν τις αστυνομικές αφηγήσεις μυστηρίου.