
Τις τελευταίες μέρες, η νέα σειρά του Netflix, "Adolescence”, κρατάει ολόκληρο το ίντερνετ από τον λαιμό. Στη σειρά παρακολουθούμε ένα δεκατριάχρονο αγόρι να κατηγορείται για φόνο, με τους αστυνομικούς, την οικογένεια και την ψυχολόγο στην οποία έχει ανατεθεί η αξιολόγησή του να αναρωτιούνται τι πηγαίνει στραβά. Μερικοί από εμάς αφήσαμε τον ανατριχιαστικό ρεαλισμό (και τα εντυπωσιακά μονοπλάνα) να μας παρασύρουν. Άλλοι, από το New Yorker έως το Substack, είχαν πολλά να πουν για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν οι δημιουργοί τα ζητήματα που παρουσιάστηκαν – και, όσο κι αν δεν μας αρέσει αυτό, πίσω από τα επιχειρήματά τους, υπάρχει μία δόση αλήθειας.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, να πέσει το trailer:
Συγκεντρώσαμε μερικούς από τους λόγους για τους οποίους η σειρά απέτυχε να πείσει ένα μέρος του κοινού της.
Η εξωπραγματική απεικόνιση της αστυνομίας
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του πρώτου επεισοδίου, ακολουθούμε τον Τζέιμι Μίλερ (Όουεν Κούπερ) και τον ντετέκτιβ (Τάδε όνομα ηθοποιού) στο αστυνομικό τμήμα του (περιοχή). Εκεί, συναντάμε μία εικόνα που είναι γνωστή μόνο από σειρές που λειτουργούν λίγο ως αστυνομική προπαγάνδα: όλα είναι οργανωμένα, η γραφειοκρατία δεν δημιουργεί κανένα απολύτως πρόβλημα και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν με συμπάθεια, κατανόηση και ευγένεια, τόσο τον νεαρό, όσο και τους γονείς του.
Για μία σειρά που προσπαθεί πολύ να δημιουργήσει μία ρεαλιστική απεικόνιση της διαδικασίας, ένα αστυνομικό τμήμα που δουλεύει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι φαίνεται, ίσως, αστεία επιλογή.

Η συναισθηματική χειραγώγηση
Καθ’ όλη τη διάρκεια της σειράς, υπάρχουν στιγμές που μπορούν να ερμηνευτούν ως εκβιασμός του συναισθήματος μας. Όσο εκτυλίσσεται το πρώτο επεισόδιο, ο θεατής βλέπει τον Τζέιμι ως το μικρό, άκακο αγόρι που μοιάζει να είναι. Αυτή η εικόνα διαλύεται δραματικά όταν βλέπουμε τις αδιάσειστες αποδείξεις που ζωγραφίζουν, πλέον, τον νεαρό ως ένα τέρας.
Το ίδιο συμβαίνει και στο τρίτο επεισόδιο, όταν βλέπουμε τον Τζέιμι απέναντι στην ψυχολόγο (Έριν Ντόχερτι) που τον αξιολογεί: παρ’ όλο που εκείνη κάνει ό,τι μπορεί για να τον κάνει να νιώσει άνετα, φέρνοντάς του μία ζεστή σοκολάτα ακριβώς όπως του αρέσει, δίνοντάς του το μισό της σάντουιτς και αφιερώνοντας του περισσότερο χρόνο από τον συνάδελφό της, το μίσος του Τζέιμι κορυφώνεται όταν οδηγείται σε μία απρόσμενη και ανατριχιαστική παραδοχή της ενοχής του.
Στο τέλος του επεισοδίου, ακόμη και η ψυχολόγος έχει θορυβηθεί – αλλά γιατί; Είναι ο Τζέιμι ένας στυγνός εγκληματίας που ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας, που η καθημερινή του δουλειά είναι να αξιολογεί αν οι κατηγορούμενοι έχουν συνείδηση των πράξεων τους, δεν έχει δει ξανά όμοιό του;
Τέλος, όταν ο πατέρας του (Στίβεν Γκράχαμ) βρίσκεται αντιμέτωπος με την εσωτερική σύγκρουση που προκαλεί το να έχει μεγαλώσει ένα παιδί που δολοφόνησε κάποιον, κάθεται στο κρεβάτι του γιου του και σκεπάζει το αρκουδάκι του, θρηνώντας συμβολικά για τον Τζέιμι. Η κίνηση μοιάζει τεχνητά συγκινητική, έως ακόμη και υπερβολική, δεδομένης της συναισθηματικής ειλικρίνειας που υπάρχει στο υπόλοιπο επεισόδιο.

Η στερεοτυπική απεικόνιση της σχολικής πραγματικότητας
Ακριβώς όπως η ατμόσφαιρα του αστυνομικού τμήματος είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να είναι, η ατμόσφαιρα του σχολείου ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετη. Οι καθηγητές αργούν να μπουν στο μάθημα, δεν γνωρίζουν τίποτα για τις σχέσεις των μαθητών τους και δεν ενδιαφέρονται. Ο σχολικός εκφοβισμός περνά απαρατήρητος, ή αντιμετωπίζεται με αντιπαιδαγωγικές μεθόδους. Η διαχείριση της αναπαράστασης των δύο θεσμών μοιάζει περίεργη, ή ακόμη και προπαγανδιστική.
Χρήση απλών αφηγηματικών μέσων για την εξήγηση πολύπλοκων δυναμικών
Στο τελευταίο επεισόδιο, το ίντερνετ παρουσιάζεται ως ένας αόρατος "κακός" που έχει παρασύρει με κάποιον απειλητικό τρόπο τον νεαρο Τζέιμι κάτω από τις μύτες των γονιών του. Η σειρά μοιάζει να υποκύπτει σε έναν ηθικό πανικό εναντίον της τεχνολογίας, σαν να είναι ειπωμένη από τη θορυβημένη πλευρά των ενήλικων στην κατάσταση, με το χάσμα ανάμεσα στις δύο γενιές να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.