«Το αδιαφιλονίκητο φαβορί για την κορυφή της λίστας με τις 20 καλύτερες ελληνικές σειρές της εικοσαετίας 2000-2020 δεν είναι άλλο από την υπερπαραγωγή του Mega “Το Νησί”, που κατάφερε να φέρει την κινηματογραφική διάσταση στη μικρή μας οθόνη», γράφαμε στις αρχές του χρόνου στο σχετικό αφιέρωμά μας. Η σειρά με την οποία έκανε το μεγάλο τηλεοπτικό «μπαμ» ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης δικαίως μνημονεύεται μέχρι και σήμερα ως μία από τις αρτιότερες δημιουργίες που έχουν περάσει από την εγχώρια τηλεόραση.
Έτσι, καθώς ο ίδιος είχε ανεβάσει τον πήχη των προσδοκιών στα ύψη, το κοινό ανυπομονούσε για την επόμενη τηλεοπτική δουλειά του, έντεκα χρόνια μετά με ένα πρωτότυπο και άκρως ιντριγκαδόρικο πρότζεκτ. Το «Κομάντα και Δράκοι» ήρθε στο Mega και, όπως ήταν αναμενόμενο, έκανε πάταγο: πρωτόγνωρη και φροντισμένη στη λεπτομέρειά της εικόνα (με φόντο πάντα τα τοπία των Χανίων), ροή που δεν σε αφήνει να αφαιρεθείς στιγμή, φυσικοί και κάθε άλλο παρά στιλιζαρισμένοι διάλογοι, to the point μουσική (Μίνως Μάτσας) και όλα αυτά δεμένα σε μια νεανική μεταφυσική περιπέτεια μυστηρίου με στόρι που ξετυλίγεται επεισόδιο το επεισόδιο.
Όλα καλά λοιπόν· το στοίχημα κερδήθηκε, η τόλμη του Θοδωρή Παπαδουλάκη επιβραβεύτηκε και πάλι, όπως και το ρίσκο του Mega, που δεν φοβήθηκε να τον εμπιστευτεί ξανά και να αναλάβει μια τέτοια παραγωγή, και δη γυρισμένη εξολοκλήρου στην περιφέρεια. Είναι όμως πραγματικά ξανά όλα τόσο ιδανικά; Έχει βρει ο Παπαδουλάκης τη μαγική συνταγή που συνεπαίρνει έτσι εύκολα το ελληνικό κοινό; Δυστυχώς όχι. Ανάμεσα στα διθυραμβικά (στην πλειονότητά τους) σχόλια, υπάρχουν και πολλοί που περιμένουν στη γωνία, κρυμμένοι πίσω από μια απλή φράση που περιέχει μια υποτίμηση: «Η σειρά είναι πολύ καλή για τα ελληνικά δεδομένα», είναι το σχόλιο που έρχεται να επιβραβεύσει, κάπως χαριστικά, κάτι που κατάφερε να ξεχωρίσει στη φτωχή (και σε ιδέες) Ελλάδα.
Η ξενομανία που μας διακρίνει σχεδόν σε όλα τα επίπεδα είναι πλέον δεδομένη και στο τηλεοπτικό πεδίο. Εγχώριες παραγωγές έχουν να ανταγωνιστούν όχι μόνο ό,τι παίζει το απέναντι κανάλι, αλλά και κάτι εντελώς ξένο και απέραντο. Όσο καιρό η ελληνική μυθοπλασία βρισκόταν σε πλήρη παύση εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η ματιά των τηλεθεατών συνήθισε σε άλλου είδους παραγωγές, αντικειμενικά πιο ακριβές. Οι (αμέτρητες) ξένες σειρές και κατ’ επέκταση οι πλατφόρμες παρακολούθησης μπήκαν σε κάθε σπίτι, και μαζί τους ήρθε και το binge-watching, με το FOMO (Fear of Missing Out) να μας έχει κάνει άπαντες να τρέχουμε να προλάβουμε το hype κάθε σειράς για να σχολιάσουμε/δικάσουμε άμεσα στο Twitter.
Εξού λοιπόν και τα σχόλια περί «μπερδεμένου στόρι» για τα «Κομάντα» από την προβολή του πρώτου κιόλας επεισοδίου, για παιδιά που δεν πείθουν ερμηνευτικά (λες και θα περίμενε κανείς από ανήλικα παιδιά να έχουν τελειώσει κάποια σχολή υποκριτικής), και τα ειρωνικά comments για την επιλογή του σκηνοθέτη και του καναλιού να προμοτάρουν τη σειρά ως το ελληνικό «Stranger Things». Κάπου εδώ να αναφέρουμε ότι ο ίδιος ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, όταν γύριζε το «Νησί» ανέφερε τον Τιμ Μπάρτον στις πιο άμεσες επιρροές του. Θα έπρεπε λοιπόν να δούμε κάτι που να θυμίζει τον «Ψαλιδοχέρη» για να επιβραβεύσουμε το «Νησί»;
Οι επιρροές (όχι όμως και οι κόπιες), όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, θα πρέπει να είναι πάντα καλοδεχούμενες, να επιβραβεύονται εξαρχής και να ανοίγουν μόνο το μυαλό μας και όχι το πεδίο των αρνητικών σχολίων. Και το «Κομάντα και Δράκοι» είναι η κατάλληλη περίπτωση για να μας μάθει να ξεχωρίζουμε την αντικειμενική κριτική από την σύγκριση.