"I fell in love
I just quit my job
I'm gonna find new drive
Damn, they work me so damn hard
Work by nine, then off past five"
Eνας νέος όρος άρχισε να τρεντάρει στο TikTok (την εφαρμογή-ενδεικτικότερο βαρόμετρο τάσεων και απόψεων της Gen Z) το τελευταίο διάστημα, με πολλούς χρήστες να μιλούν και να στηρίζουν αυτό που αποκαλούν "quiet quitting". Αρκεί να παρακολουθήσεις ελάχιστο από το παραγόμενο content της πλατφόρμας, βέβαια, για να καταλάβεις ότι η "σιωπηλή παραίτηση" δεν είναι τόσο απειλητική όσο ακούγεται για τους απανταχού εργοδότες: δεν αναφέρεται άλλωστε σε μία πραγματική παραίτηση, με κατάθεση σχετικής επιστολής στο λογιστήριο, ούτε και σε μία έντεχνη αποφυγή της εργασίας. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μία απόσειση των περιττών καθηκόντων που ανατέθηκαν σε εργαζόμενους χωρίς να περιλαμβάνονται στα συμβόλαιά τους και φυσικά χωρίς να πληρώνονται αντίστοιχα· υποχρεώσεις που είτε ανέλαβαν οι ίδιοι προ-Covid μέσα στην υπερδιέγερση του κυνηγιού της επαγγελματικής επιτυχίας ή που τους "φορτώθηκαν" μετά το πέρας της πανδημίας, σε συνέχεια των μειώσεων προσωπικού και των ανακατατάξεων που έφερε η εξ αποστάσεως εργασία.
Στην πανδημία κρύβεται άλλωστε το όχι-και-τόσο μυστικό της "μεγάλης παραίτησης", σιωπηλής ή μη. To θέμα της έλλειψης προσωπικού για τις τουριστικές επιχειρήσεις και τους χώρους εστίασης, που ξεκίνησε από πέρσι, δεν έχει ακόμα επιλυθεί και δεν είναι αποκλειστικά εγχώριο: όλο το καλοκαίρι, φωτογραφίες από απελπιστικές ουρές και πεταμένες αποσκευές μονοπώλησαν τα μίντια, καθώς η επαναφορά των ταξιδιών βρήκε τα αεροδρόμια ανέτοιμα, έχοντας ως αποτέλεσμα ακυρώσεις πτήσεων και αδυναμία επιβιβάσεων λόγω πολύωρης αναμονής στο check in. Αιτία, οι μαζικές απολύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη διετία, όταν οι μετακινήσεις έγιναν από τρομακτικές έως απαγορευμένες, αλλά και οι σχεδόν εξίσου μαζικές παραιτήσεις των εργαζομένων στον τουρισμό. Ανθρώπων που μέχρι πρότινος θυσίαζαν ψυχική και σωματική υγεία σε δουλειές με εξαντλητικά ωράρια αλλά εξασφαλισμένες απολαβές και πλέον ανασύνταξαν τις προτεραιότητές τους, όταν συνειδητοποίησαν χάρη στην πανδημία πως η μόνη βεβαιότητα στη ζωή είναι η αβεβαιότητα.
Από την ανάγκη για ξεκούραση που έφεραν τα απανωτά burn out, μια μάστιγα της σύγχρονης εποχής που έγινε ακόμα πιο φανερή μετά την παρατεταμένη εργασιακή παύση, μέχρι την αίσθηση του επείγοντος στην πραγματοποίηση των στόχων και των ονείρων γιατί μέχρι αύριο… ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, αλλά και χάρη στις συζητήσεις για την ψυχική υγεία και τη διασφάλισή της, που έγιναν καθημερινότητα τα τελευταία χρόνια, το εργατικό δυναμικό που απαρτίζεται κυρίως από millennials και gen-zs (δηλαδή ηλικίας από 18 έως 41) αποφάσισε να στραφεί προς τα μέσα και να βάλει στο επίκεντρο το ευ ζην έναντι του απλώς ζην. Να ρισκάρει, δηλαδή, για ένα υγιές ψυχολογικό μέλλον ακόμα και σε μία καταρρέουσα παγκόσμια οικονομία και να πετάξει από πάνω του το αμερικάνικο όνειρο που έγινε πιο παγκόσμιο κι από την πιο ποπ κουλτούρα των ΗΠΑ· να πάψει να ηδονίζεται με όρους όπως "girlboss", όπου η νεαρή εργαζόμενη πρέπει να παλεύει διαρκώς για να υπερασπιστεί τη δουλειά και το φύλο της σκαρφαλώνοντας την εταιρική κλίμακα, και να τους αντικαταστήσει με ιδέες που θέλουν την επιτυχία να συνδέεται άμεσα με τον προσωπικό χρόνο, τις σχέσεις και την ψυχική ηρεμία έναντι μιας ανάγλυφης εταιρικής κάρτας. Τα είπε άλλωστε και η Beyoncé στο "Break My Soul", το πρώτο single από τον τελευταίο της (εξαιρετικό) δίσκο με τίτλο "Renaissance", στο οποίο, ενώ ξεκινάει με τη φράση σε ελεύθερη μετάφραση "ερωτεύτηκα και παραιτήθηκα", καταλήγει στην αναζήτηση "ενός νέου κινήτρου", "μιας νέας βάσης", μια μετάβαση μεταξύ δουλειών δηλαδή που θα απαλύνουν το άγχος· το νέο παγκόσμιο όνειρο.