Ενδιαφέρουσες, ερεθιστικές αν και ανάμικτες εντυπώσεις άφησαν τρία φωνητικά ρεσιτάλ, που δόθηκαν κατά το τελευταίο δίμηνο στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής.
Το αναμφίβολα κορυφαίο χάρισε στις 12/3 η ελληνικής καταγωγής Γερμανίδα μεσόφωνος Στέλλα Ντουφεξή. Η εκλεκτή καλλιτέχνιδα αποτελεί κλασσικό -και ολοένα σπανιότερο στις μέρες μας- παράδειγμα «ληντερίστας», δηλαδή ερμηνεύτριας ειδικευμένης στο έντεχνο, κλασικό τραγούδι. Το αθηναϊκό της πρόγραμμα εστιάσθηκε στο σκληρό πυρήνα του -κατά βάση, γερμανικού- ρομαντισμού και αποτέλεσε πραγματικό μάθημα τέχνης και τεχνικής αυτού του τόσο ιδιαίτερου μουσικού είδους.
Το ερμηνευτικό οπλοστάσιο της Ντουφεξή περιλαμβάνει αφενός ένα θερμό και εύπλαστο -παρότι ίσως όχι αξιομνημόνευτο- τίμπρο, που επιτρέπει μεγάλη γκάμα αποχρώσεων, αφετέρου μία θαυμάσια άρθρωση που τονίζει εκφραστικά κάθε μελοποιημένο στίχο. Κυρίως όμως βασίζεται σε μια δυσεύρετη ικανότητα αντίληψης του ξεχωριστού στίγματος κάθε συνθέτη, κάθε τραγουδιού, η οποία καταφέρνει, σε αγαστή συνεργασία με τον πιανίστα συνοδό (εν προκειμένω, έναν εξαιρετικό Ντάνιελ Χάϊντε), να αναδεικνύει γλαφυρά περιεχόμενο και κλίματα της μουσικής.
Η βραδιά άρχισε κάπως διστακτικά με 4 τραγούδια του Μπραμς, που δόθηκαν με μαλακό φραζάρισμα και συναισθηματική ειλικρίνεια. Η συνέχεια ήταν, όμως, εντυπωσιακή: πρωτόγνωρη ρευστότητα αφήγησης και κομψότατες φωνητικές εκλεπτύνσεις φώτισαν σε βάθος τις διαθέσεις και ατμόσφαιρες κάθε μιας από τις 12 μικρογραφίες του αριστουργηματικού Κύκλου τραγουδιών (έργο 39) του Σούμαν πάνω σε ποίηση Άϊχεντορφ. Η απλότητα και η πλαστικότητα της μελωδικής γραμμής υπηρέτησαν άρτια 5 τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους, κάποια εκ των οποίων, πάντως, εξέθεσαν την υψηλή περιοχή της φωνής. Τη μεγαλύτερη αισθητική απόλαυση χάρισαν οι ερμηνείες 4 πανέμορφων τραγουδιών του Λιστ λόγω της ευτυχούς σύμπτωσης ιδιωματικής εκφοράς του αδόμενου λόγου (ιδίως των 2 γαλλικών), μουσικότητας και πηγαίου λυρισμού. Το εκτός προγράμματος «Ξενοδοχείο» του Πουλένκ, με τη διαφορετική, διακριτική πινελιά αισθησιασμού και υπαινιγμών, χάρισε ευπρόσδεκτη αποφόρτιση.
Έτερος πρωταγωνιστής της υπέροχης βραδιάς υπήρξε ο συναρπαστικός Χάϊντε. Μη αρκούμενος σε ρόλο απλού συνοδοιπόρου, ο Γερμανός πιανίστας υπήρξε ισόκυρος συνομιλητής, ευφάνταστος «μουσικός» σχολιαστής του ποιητικού λόγου μέσω λεπταίσθητων χρωματισμών και διαβαθμίσεων ταχυτήτων και δυναμικής, ενώ πρόβαλε την υψηλή αξία της πιανιστικής γραφής όλων των συνθετών.
Ένα μήνα νωρίτερα (17/2), το ρεσιτάλ της Νιγηριανής σοπράνο Όμο Μπέλλο στο πλαίσιο του γνωστού κύκλου «Rising Stars» κατέδειξε την σημασία της εμπειρίας και της προσεκτικής επιλογής προγράμματος ...από την ανάποδη!
Η σπουδαγμένη και δραστηριοποιούμενη στη Γαλλία τραγουδίστρια ήλθε στην Αθήνα με γερό βιογραφικό και πολλές υποσχέσεις, οι οποίες όμως -αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει συνήθως με άλλους νέους ανερχόμενους μουσικούς- δεν επιβεβαιώθηκαν στην αίθουσα συναυλιών. Παρά την υγιή, καλοτοποθετημένη φωνή και τη γλυκύτατη παρουσία, η Μπέλλο προδόθηκε από το εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμά της, αληθινό περίπλου σ’έναν αιώνα ιταλικού τραγουδιού! Η ομοιομορφία των ερμηνειών υπενθύμισε τη δουλειά που πρέπει ακόμη να γίνει τόσο ως προς την άρθρωση της ιταλικής γλώσσας όσο -και κυρίως- ως προς την ανάγκη μεγαλύτερης συναίσθησης του ύφους κάθε σύνθεσης.
Το πέρασμα από τραγούδια του Ροσσίνι σε αριέτες και άριες του Μπελλίνι κατέδειξε την επί του παρόντος αδυναμία ανταπόκρισης στις εκφραστικές και δεξιοτεχνικές απαιτήσεις του ρομαντικού μπελ-κάντο. Η έλλειψη ισορροπίας σε όλες τις περιοχές της φωνής στοίχισε στην άρια της Τζίλντας από τη Α’ πράξη του βερντιανού «Ριγκολέττο». Εξίσου άγουρη, χωρίς αποχρώσεις και νοηματοδότηση του λόγου, πρόβαλε η απόδοση των δύο θαυμάσιων κύκλων παραδοσιακών τραγουδιών της Τοσκάνης και της Αμαράντας που συνέθεσαν οι Ρεσπίγκι και Τόστι αντίστοιχα και οι οποίοι κάλυψαν όλο το δεύτερο μέρος της βραδιάς. Έπρεπε να αναμένουμε το πρώτο ανκόρ, την κοσμαγάπητη άρια «O mio babbino caro» της Λαουρέττας από τον «Τζάννι Σκίκκι» του Πουτσίνι για να δικαιωθεί επιτέλους -πολύ αργά...- η ανεπιτήδευτη απλότητα και δροσιά του τραγουδιού της.
Ο Γάλλος Κλεμάν Μαό-Τακάτς χάρισε καλή πιανιστική συνοδεία, από την οποία πάντως δεν έλειψαν αρκετές αδόκητες εξάρσεις. Περισσότερο ικανοποίησαν οι ερμηνείες του σε σύντομα κομμάτια των Καταλάνι, Καστελνουόβο-Τεντέσκο και Ρεσπίγκι που παίχθηκαν εμβόλιμα.
Στις αρχές του Φλεβάρη (2/2) η υψίφωνος Σοφία Κυανίδου, συνοδευόμενη στο πιάνο από τον Δημήτρη Γιάκα, έδωσε ένα εξαιρετικά απαιτητικό οπερατικό ρεσιτάλ με τίτλο «Προδομένες βασίλισσες». Εστιασμένο πάνω στον έρωτα και την προδοσία που βίωσαν 9 ιστορικά πρόσωπα, το πρόγραμμα ήταν άρτια δομημένο: άριες από -πολύ ή λιγότερο- γνωστές όπερες εναλλάχθηκαν με αντίστοιχης θεματικής σπαράγματα ποιητικού και πεζού λόγου που επέλεξε η Ασπασία Θεοχάρη και αφηγήθηκε, χωρίς επιτήδευση και με ωραία εκφορά λόγου, ο Άγγελος Τριανταφύλλου.
Η Κυανίδου αποτελεί μία από τις σοβαρότερες και πάντοτε καλά προετοιμασμένες λυρικές μας τραγουδίστριες. Η φωνή είναι πλούσια, ισορροπημένη σε όλα τα ρετζίστρα με λαμπρές ψηλές νότες, η άρθρωση φροντισμένη τόσο στο τραγούδι όσο και στα ρετσιτατίβι. Όλα τα πορτρέτα δόθηκαν με ευγένεια συναισθήματος, μετρημένο πάθος και σωστή έκφραση.
Ζητούμενο παραμένει, βέβαια, ποιο ρεπερτόριο ταιριάζει καλύτερα στη φωνή της. Αυτή ηχεί μάλλον «βαριά» για τις ηρωίδες αριστουργημάτων του μπαρόκ (Οκτάβια/Μοντεβέρντι, Διδώ/Πέρσελ, Κλεοπάτρα/Χαίντελ), ενώ, παρά την ποιότητα της κολορατούρας, στερείται μεγαλύτερης ευελιξίας και δεξιοτεχνικών ποικιλμάτων/εκλεπτύνσεων για τις βασίλισσες του ρομαντικού μπελ-κάντο (όπως αυτές της τριλογίας των Τιούντορ του Ντονιτζέττι και ιδιαίτερα την «Σεμιράμιδα» του Ροσσίνι). Έξοχα ερμηνεύθηκε η άρια από την σπανιότατη μπελ-καντίστικη όπερα «Μαρία Αντουανέττα» του Καρρέρ, ενώ, παρά την κάπως θολή άρθρωση της γαλλικής γλώσσας, η απόδοση της άριας της Αικατερίνης της Αραγωνίας από τον εξίσου σπάνιο «Ερρίκο Η’» του Σαιν-Σανς έδωσε έγκυρο δείγμα ανταπόκρισης στις ακανθώδεις απαιτήσεις της grand opéra…
Οι όποιες -αυστηρές- ενστάσεις θα ήταν άδικο, πάντως, να παρακάμψουν το γεγονός ότι ...καμία άλλη τραγουδίστρια στην Ελλάδα δεν είναι σήμερα σε θέση να δικαιώσει το συγκεκριμένο ρεπερτόριο, ούτε καν να αποτολμήσει συναυλιακά ένα τέτοιο πρόγραμμα! Είναι δε προς τιμήν της Κυανίδου ότι έβαλε τον πήχη πολύ ψηλά και τον πέρασε μετ’επαίνων, πολύ περισσότερο που η σαφώς θετική εικόνα ενισχύθηκε από την -ως συνήθως- εξαιρετική, μουσικότατη και ακριβή, συνοδεία του Γιάκα…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης