Η πρεμιέρα της «Πονηρής Αλεπουδίτσας» του Γιάνατσεκ στο ασφυκτικά γεμάτο «Ολύμπια» (28/3) ήταν πολλαπλά σημαντική, κυρίως για λόγους ανεξάρτητους του -οπωσδήποτε αξιόλογου- καλλιτεχνικού αποτελέσματος.
Αφενός, το έργο σηματοδότησε την επαναφορά του σλαβικού ρεπερτορίου στο δραματολόγιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, 5,5 χρόνια μετά από μία άλλη τσέχικη όπερα, την «Ρούσαλκα» του Ντβόρζακ, υπό τον ίδιο μάλιστα αρχιμουσικό, τον Γιάροσλαφ Κύζλινκ. Παράλληλα, αποτέλεσε ένα δειλό, πλην ευπρόσδεκτο άνοιγμα στην όπερα του 20ού αιώνα.
Αφετέρου, σήμανε την επανενεργοποίηση διεθνών συνεργασιών με λυρικά θέατρα του εξωτερικού, που επιτρέπουν εξοικονόμηση δαπανών, δυνατότητα ανεβάσματος σπάνιων/δύσκολων έργων και γόνιμο εμπλουτισμό σε μουσικές/παραστατικές εμπειρίες τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το κοινό.
Περαιτέρω, χάρισε σπάνια ευκαιρία αξιοποίησης πάνω από 30 -καταξιωμένων και νεαρότερων, ταλαντούχων- μονωδών, σχεδόν αποκλειστικά Ελλήνων, έστω και σε μικρούς ρόλους, αλλά και σπάνιας σύμπραξης όλων των δυνάμεων της ΕΛΣ (ορχήστρα, χορωδία, παιδική χορωδία και σπουδαστές της Σχολής Χορού).
Τέλος, κατέδειξε τα πλεονεκτήματα που έχει μία «παραδοσιακή» σκηνοθετική προσέγγιση στη σωστή πρώτη γνωριμία με ένα άγνωστο στους πολλούς έργο. Ας θυμηθούμε τον -σίγουρα, υπερβολικό και άδικο- θόρυβο που είχε προκληθεί με αφορμή την τολμηρή σκηνοθεσία της «Ρούσαλκας».
Ήταν πράγματι η αειθαλής ομορφιά της διάσημης παραγωγής του -παρόντος στην αίθουσα- Βρετανού Ντέηβιντ Πάουντνυ για τις Εθνικές Όπερες της Ουαλίας και της Σκωτίας, που έκλεψε και πάλι τις εντυπώσεις μικρών και μεγάλων, 35 χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα. Ολοζώντανη, πολύχρωμη, ευθύβολη, πνευματώδης, δικαίωσε ιδανικά, σε όλα τα επίπεδα, τη σύνθετη δραματουργία του έργου. Η απόδοση σαν παραμύθι του κύκλου της ζωής και της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση υποστηρίχθηκε έξοχα από τα ονειρικά σκηνικά και κοστούμια της Μαρίας Μπγαίρνσον, τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Νικ Τσέλτον και την χορογραφία του Στιούαρτ Χοπς.
Η Ελαίην Τάϋλερ-Χωλ επιμελήθηκε την αθηναϊκή αναβίωση της ιστορικής παραγωγής, ενώ το σύνολο των συμμετεχόντων κινήθηκε και τραγούδησε με άνεση -κάτι διόλου αυτονόητο!- στην επικλινή σκηνή που αναπαριστούσε γλαφυρά το βοημικό δάσος.
Η άρτια μετάφραση του ποιητικού κειμένου από την Κατερίνα Πορφυρογένη βοήθησε τους ενήλικες θεατές να διακρίνουν τις υποδόριες, χιουμοριστικές πλην σαφώς αιχμηρές/αλληγορικές αναφορές της όπερας σε θέματα όπως η γυναικεία χειραφέτηση και σεξουαλικότητα και η ασυναίσθητη έκφραση του ανδρικού φόβου απέναντι τους.
Από πλευράς τραγουδιού, η «Πονηρή Αλεπουδίτσα» είναι ένα έργο συνόλου, που απαιτεί από τους πολυάριθμους μονωδούς ικανότητα κατάθεσης σαφούς ερμηνευτικού στίγματος σε λίγα μόνο λεπτά συμμετοχής. Αξιοσημείωτη υπήρξε η απόδοση της μουσικότατης -όσο και άγνωστης στους περισσότερους ακροατές- τσεχικής γλώσσας του λιμπρέτου, που ηχούσε αρκετά φυσική.
Στην πρεμιέρα (28/3), η πρωταγωνίστρια της α’ διανομής, υψίφωνος Μίνα Πολυχρόνου ενσάρκωσε μία χαριτωμένη, κεφάτη, ίσως περισσότερο αφελή παρά πονηρή αλεπουδίτσα, ενώ, όπως πάντα, χάρισε καθαρό, προσεγμένο τραγούδι. Έξοχος πλάι της στον κομβικό ρόλο του δασοφύλακα στάθηκε ο Καναδός βαθύφωνος Ράνταλ Τζέηκομπς, με επιβλητική φωνητική και σκηνική παρουσία. Την αρσενική αλεπού απέδωσε επιτυχημένα μία άλλη υψίφωνος η Έλενα Κελεσίδη, με σκουρότερο τίμπρο και ιδιωματική σλάβικη εκφορά. Από τους «αδύναμους» ανδρικούς χαρακτήρες ξεχώρισε ο δάσκαλος του τενόρου Χαράλαμπου Αλεξανδρόπουλου, ενώ πολύ καλός ήταν ο πραματευτής Χάραστα του βαρύτονου Χάρη Ανδριανού.
Από τους δευτεραγωνιστικούς ρόλους-βινιέτες ξεχώρισαν για την πειστικότητα της σκιαγράφησης ο σκύλος Λαπάκ του βαρύτονου Αρκάδιου Ρακόπουλου, η κότα Χόχολκα της υψιφώνου Αλεξάνδρας Ματθαιουδάκη, ο ασβός του βαρύτονου Ζαφείρη Κουτελιέρη και ο τρυποκάρυδος της υψιφώνου Λητώς Μεσσήνη.
Σε μία όπερα που η απόδοση ψυχολογίας και ατμόσφαιρας γίνεται μέσα από τη βαθύτατα προσωπική μουσική γλώσσα του Γιάνατσεκ, η ορχήστρα της ΕΛΣ καθοδηγήθηκε με ασφάλεια από τον Κύζλινκ. Φροντίζοντας κυρίως για τη ρυθμική ζωντάνια και την ακριβή αποκωδικοποίηση της πυκνής, ευρηματικότατης ενορχήστρωσης, ο Τσέχος αρχιμουσικός δεν στάθμισε πάντοτε ιδανικά τους ηχητικούς όγκους, με αποτέλεσμα η ορχήστρα να υπερκαλύπτει συχνά τους μονωδούς. Επίσης, τουλάχιστον στην πρεμιέρα, ούτε τα έγχορδα διέθεταν τη ρευστή μελωδική φραστική που θα ανεδείκνυε τον ιδιότυπο λυρισμό και την νοσταλγία της παρτιτούρας, ούτε τα χάλκινα πνευστά υπήρξαν ανεπίληπτα.
Η φαντασία, οι αποχρώσεις και η ποιητικότητα της «Αλεπουδίτσας» εντοπίσθηκαν τελικά περισσότερο επί σκηνής απ’ό,τι στην ορχηστρική τάφρο…
Credit φωτογραφιών: Βασίλης Μακρής
ΥΓ: Η «Πονηρή Αλεπουδίτσα» θα παρουσιάζεται για 3 ακόμη παραστάσεις (3-5 Απριλίου) στο θέατρο «Ολύμπια».