Πόσο συχνά φιλοξενούνται δύο ιστορικά ρεσιτάλ σε διάστημα λίγων εβδομάδων; Το σπάνιο γεγονός συνέβη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον περασμένο μήνα με τις εμφανίσεις του Βραζιλιάνου πιανίστα Νέλσον Φρέϊρε και της υψιφώνου Ιουλίας Τρούσσα. Θ’αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να συνδέει τους δύο καλλιτέχνες, πέρα από τις σπουδές στη Βιέννη. Αναμφίβολα, η συνέπεια επιλογών μιας μακρόχρονης σταδιοδρομίας, η σεμνότητα και το αδιαπραγμάτευτο ερμηνευτικό ήθος.
Ο Φρέϊρε είναι κατά γενική παραδοχή ένας από τους τελευταίους μύθους του πιάνου. Μακράν της επιφανειακής λάμψης, οι ερμηνείες του σε σχετικά περιορισμένες περιοχές του -ρομαντικού, κυρίως- ρεπερτορίου είχαν ανέκαθεν μία εσωτερικότητα, μία ανυπόκριτη ευθύτητα, μία αλήθεια που προκαλούν γνήσια συγκίνηση.
Το -πρώτο ατομικό- Αθηναϊκό ρεσιτάλ του 70χρονου πιανίστα στην κατάμεστη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» (19/11) δικαιολόγησε και με το παραπάνω τη φήμη του, αποτελώντας χωρίς καμία αμφιβολία ένα από τα κορυφαία ρεσιτάλ που δόθηκαν ποτέ στο Μέγαρο! Ο ιδιαίτερα εντυπωσιακός συνδυασμός της έμφυτης μουσικότητας, της βαθύτατης κατανόησης των έργων του σκληρού πυρήνα του ρεπερτορίου του (Σούμαν και Σοπέν), της ανεξάντλητης ηχοχρωματικής παλέτας από κοινού με μία απίστευτα αβίαστη δακτυλική ευελιξία έκαναν τις ερμηνείες του να προβάλλουν σκανδαλιστικά αυτονόητες…
Η βραδιά ξεκίνησε με συνθέσεις του Σούμαν. Η σύντομη «Αραμπέσκ», αληθινό «κομμάτι χαρακτήρα», παίχθηκε με μία ρευστότητα που απέφυγε τη θλιμμένη ρητορική με την οποία αυτή συνήθως αποδίδεται. Οι δυσκολότατες «Συμφωνικές Σπουδές» αποτέλεσαν, στη συνέχεια, το αποκορύφωμα του ρεσιτάλ. Στηριγμένη στην ελαστικότητα των τέμπι και των δυναμικών, η καθαρότητα της προσέγγισης κατέδειξε ότι για τον Φρέϊρε η «συμφωνικότητα» των σπουδών είναι λιγότερο ζήτημα μεγέθους του ήχου και περισσότερο ζήτημα οργανικής ποιότητάς του. Η σπάνια τέχνη των χρωματισμών εξασφάλισε διάχυτη ποιητικότητα στην ερμηνεία, υπενθυμίζοντας ότι η εκφραστικότητα του παιξίματος είναι εν προκειμένω σημαντικότερη της υπερβατικής δεξιοτεχνίας…
Μουσικότητα, πολυτελής ήχος, συνεχής αδιόρατος λικνιστικός βηματισμός δικαίωσαν την ποιητική μελαγχολία και της «Βαρκαρόλλας» του Σοπέν, με την οποία άρχισε το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Η 3η Σονάτα του Πολωνού συνθέτη αποτέλεσε, τέλος, ένα μικρό θαύμα ισορροπίας στη φόρμα (λαμπρός έλεγχος της αντίστιξης και των ανεπαίσθητων αρμονικών συγκρούσεων) και την αφήγηση (μυστηριώδες largo, εκρηκτικό φινάλε), πλαστικότητας στο φραζάρισμα, υψηλής διανοητικής συγκέντρωσης και συναισθηματικής ευαισθησίας!
Ο μεγάλος αυτός -και πιθανότατα τελευταίος- «ποιητής» του πιάνου αντιχάρισε στις θερμές επευφημίες του κοινού την 2η Ρομάντσα του έργου 28 του Σούμαν και ένα μικρό λυρικό κομψοτέχνημα, την «Alenda do Cadoclo» του συμπατριώτη του Βίλλα-Λόμπος.
Από την πλευρά της, η Ιουλία Τρούσσα αποτελεί σπάνια περίπτωση -τουλάχιστον για την ελληνική πραγματικότητα- καλλιτέχνιδας που υπηρέτησε εξίσου ευδόκιμα την όπερα και το έντεχνο τραγούδι. Η απουσία της από τα λυρικά δρώμενα είναι μεγάλη, αν αναλογισθεί κανείς ότι η ΕΛΣ δεν διαθέτει σήμερα καμία (!) τραγουδίστρια που να μπορεί να υποστηρίξει την πληθώρα ρόλων βασικού ρεπερτορίου που αυτή ενσάρκωσε… Ευτυχώς, η εκλεκτή υψίφωνος υπηρετεί ακόμη, με ιεραποστολική αφοσίωση, το έντεχνο τραγούδι, τα δε σχετικά ρεσιτάλ της αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια αναγκαίο ραντεβού για κάθε φιλόμουσο.
Η τέχνη του κλασικού τραγουδιού απαιτεί εν πρώτοις γερή φωνητική τοποθέτηση. Η στέρεη τεχνική και η μη ανάληψη αναθέσεων βαρύτερων των φωνητικών της προσόντων επέτρεψαν να διατηρηθούν σχεδόν ανέπαφες οι ποιότητες του μεταλλικού τίμπρου της Τρούσσα: η εξαιρετικά αξιόπιστη υψηλή περιοχή, οι σταθερές χαμηλές νότες, η ευδιάκριτη mezza voce, ο πάντοτε εντυπωσιακός έλεγχος της δυναμικής. Περαιτέρω, όμως, και κυρίως, το έντεχνο τραγούδι προϋποθέτει γνώση της σχετικής φιλολογίας, φιλέρευνο πνεύμα, άρτια εκφορά του λόγου... Μια δεκαετία μετά από το μνημειώδες ρεσιτάλ «3 αιώνες ιταλικού τραγουδιού», η Τρούσσα πρότεινε φέτος ένα συναρπαστικό, εξαιρετικά απαιτητικό «καλειδοσκόπιο ελληνικού κλασικού τραγουδιού», υπό την πιανιστική συνοδεία του Θάνου Μαργέτη («Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος», 5/11).
Πέρα από τη γλαφυρή νοηματοδότηση των αδόμενων στίχων, αίσθηση προκάλεσε η υφολογική αρτιότητα των ερμηνειών. Η απλότητα με την οποία ήχησαν τα βασισμένα στη δημοτική ποίηση τραγούδια συνθετών με μεγαλύτερες (Ν. Λαμπελέτ) ή μικρότερες (Λάβδας, Γ. Λαμπελέτ, Γ. Κωνσταντινίδης) προσωπικές πινελιές στις εθνικοσχολικές αναζητήσεις τους. Η έμφαση στην αφήγηση στα αυξημένων φωνητικών απαιτήσεων τραγούδια, όπως αυτά, εξόχως λυρικά, του Σαμάρα (καθηλωτικός «Όρκος») και τα περισσότερο δραματικά του Καλομοίρη με τις σκοτεινές ατμόσφαιρες (έξοχη «Κατάρα»). Οι λεπτές αποχρώσεις στα εμπρεσιονιστικά διαμαντάκια του Ριάδη ή η τρυφερότητα στα παιδικά τραγούδια του Κουρουπού. Τέλος, η αποστασιοποίηση στα αριστουργηματικά πρώιμα μοντερνιστικά τραγούδια του Μητρόπουλου, από τα οποία «Η καρδιά της μάνας» έκλεψε τις εντυπώσεις και για την δυσκολότατη, εκτενή πιανιστική γραφή που απέδωσε άριστα ο Μαργέτης. Ο άξιος πιανίστας υπήρξε ένας ισόκυρος συνοδοιπόρος, χαρίζοντας ρυθμικά ακριβή αλλά και ευαίσθητη συνοδεία, ακολουθώντας και στηρίζοντας μία τραγουδίστρια «λυμένη» εκφραστικά όσο ποτέ.
Πέρα από την ποιότητα των ερμηνειών, αυτή και μόνο η ποιότητα του προγράμματος, μιας ιδανικά αντιπροσωπευτικής ανθολογίας ενός σημαντικού κεφαλαίου της ελληνικής έντεχνης μουσικής, θα άξιζε να ηχογραφηθεί πάραυτα! Κατά τα λοιπά, η θερμή υποδοχή του πολυπληθούς κοινού άγγιξε τα όρια του ενθουσιασμού στους νεώτερους των ακροατών, υπενθυμίζοντας μίαν ακόμη ιδιότητα της Τρούσσα, αυτήν της λαμπρής παιδαγωγού. Ο προβληματισμός, πάντως, παραμένει αιωρούμενος: υπάρχει κάποιος/α από τη νέα γενιά που να είναι σε θέση να παραλάβει την -τόσο βαριά- σκυτάλη; Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης