Λίγα έργα έχουν εμπνεύσει τόσους δημιουργούς όσο το "Φρανκενστάιν” της Μέρι Σέλεϊ. Η ιστορία του φιλόδοξου επιστήμονα και η μορφή του δημιουργήματός του έχει αποτυπωθεί πολλάκις στη μεγάλη οθόνη, με κάθε εκδοχή να προσθέτει νέες λεπτομέρειες και να διευρύνει το μύθο της γοτθικής αφήγησης.
Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αποφάσισε να καταπιαστεί με αυτό για χάρη του Netflix. Ο Μεξικανός έχει αποδείξει πως έχει μία βαθιά αγάπη για τα παρεξηγημένα "τέρατα” και τις τραγικές ιστορίες τους, από τη βραβευμένη με Όσκαρ "Μορφή του Νερού” ως τον "Λαβύρινθο του Πάνα”. Ίσως αυτή η συμπάθεια να είναι ο λόγος που το νέο "Frankenstein" μοιάζει αποπροσανατολισμένο.
Στο έργο της Σέλεϊ, ο δόκτωρ Φράνκενσταϊν, ένας νεαρός επιστήμονας, παρασυρμένος από την αγάπη του για την πρόοδο και την ανακάλυψη, διαπράττει την υπέρτατη ύβρη: βρίσκει το μυστικό της ζωής και το αξιοποιεί για να δημιουργήσει έναν νέο "Αδάμ”. Αηδιασμένος από το αποκρουστικό δημιούργημά του, περνά τα υπόλοιπα χρόνια της ύπαρξής του καταδιωκόμενος όχι μόνο από τις ενοχές, αλλά και από το ανώνυμο "τέρας” , το οποίο, καταδικασμένο στο περιθώριο, είναι διψασμένο για εκδίκηση.

Στην αφήγηση της Σέλεϊ, η οικογένεια του Βίκτωρ (ο αδερφός του, ο πατέρας του, η θετή αδελφή του αλλά και ο καρδιακός του φίλος) αποτελεί το σύστημα υποστήριξής του, αλλά και έναν μοχλό πίεσης από την πλευρά του τέρατος, το οποίο σκοτώνει έναν-έναν τους αγαπημένους του, προκειμένου να τον αναγκάσει να δημιουργήσει μία σύντροφο γι’ αυτόν. Έτσι, ενώ τα χρόνια περνούν, το τέρας και ο επιστήμονας αναπτύσσουν μία σχέση παράδοξα συμβιωτική, αποτελώντας ο ένας για τον άλλο το μοναδικό σημείο αναφοράς στις (κατά τ’ άλλα άδειες από νόημα) ζωές τους. Οι δύο χαρακτήρες αναλώνονται στο μίσος τους, με τον Βίκτωρ να οδηγείται στον θάνατο και το "τέρας" να εξαφανίζεται στο σκοτάδι.
Γι’ αυτό το λόγο, η διατάραξη αυτής της εύθραυστης ισορροπίας μοιάζει εντελώς παράξενη στην ταινία του ντελ Τόρο. Η οικογενειακή ζωή του Βίκτωρ (Όσκαρ Άιζακ) παρουσιάζεται διαταραγμένη, με μοναδικό καταφύγιο τη μητέρα του, Κλαιρ (Μία Γκοθ), η οποία πεθαίνει γεννώντας τον αδερφό του. Ο νεαρός Βίκτωρ, μόνος πια, κακοποιείται από τον πατέρα του, με την κακοποίηση αυτή να καθρεφτίζεται στη σχέση του με το "τέρας" (Τζέικομπ Ελόρντι). Επομένως, ενώ στην αρχή αντιμετωπίζει τη δημιουργία του με ενθουσιασμό, σύντομα καταλήγει να απογοητεύεται από την πρόοδό του "τέρατος” και να το απορρίπτει, κρατώντας το αλυσοδεμένο και απομονωμένο.

Ταυτόχρονα, η Ελίζαμπεθ (που στο βιβλίο είναι η θετή αδελφή και στη συνέχεια σύζυγος του Βίκτωρ) στην ταινία παίζει το ρόλο της μνηστής του απομακρυσμένου αδελφού του. Ευαίσθητη και συμπονετική, η νεαρή γυναίκα νιώθει μία απρόσμενη οικειότητα με το "τέρας”, η οποία λήγει άδοξα όταν ο Βίκτωρ την δολοφονεί.
Έτσι, προσπαθώντας να παρουσιάσει ένα πλάσμα που αξίζει τη συμπάθειά του θεατή, ο ντελ Τόρο καταφέρνει απλώς να στερήσει από το έργο την πολυπλοκότητα που το κάνει τόσο γοητευτικό. Η οργή του "τέρατος” είναι δικαιολογημένη πέρα για πέρα (άλλωστε, το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει μέλος του κόσμου στον οποίο γεννήθηκε παρά τη θέλησή του) και ο Βίκτωρ παρουσιάζεται ως ένας μονοδιάστατα κακός πατέρας που προσπαθεί να αποποιηθεί την ευθύνη της δημιουργίας του παιδιού του, μηχανορραφώντας εις βάρος του.
Στη σκηνοθετική πλευρά των πραγμάτων, η εικόνα υπολείπεται της καλλιέπειας στην οποία μας έχει συνηθίσει ο Μεξικανός. Το "παραμυθένιο” σετ έχει χάσει την αίγλη του, θυμίζοντας περισσότερο τα φροντισμένα μεν, τηλεοπτικά δε, περιβάλλοντα της πλατφόρμας και φέροντας περήφανα την υπογραφή του Netflix. Απόδειξη πως η πιο ακριβή παραγωγή (130 εκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν στο "Frankenstein" έναντι των 30 εκατομμυρίων της "Μορφής του Νερού”) δεν είναι και η πιο αποτελεσματική.
Δείτε το trailer του "Frankenstein":
