
Κοιτώντας στο παρελθόν, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος υπήρξαν πεδία στα οποία κυριαρχούσαν κυρίως δυτικές, λευκές αφηγήσεις. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις που έφταναν στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη ήταν συχνά μέσα από το λάθος βλέμμα: εξωτικοποιημένες εκδοχές πραγματικών ιστοριών και ανθρώπων, "φιλτραρισμένες" ώστε να είναι πιο εύπεπτες για το ευρύ κοινό. Αν όμως τα τελευταία δείγματα στις μεγάλες streaming πλατφόρμες δείχνουν κάτι, αυτό είναι ένα νέο ενδιαφέρον για φρέσκες φωνές. Από το "Reservation Dogs", το "North of North" και το "Mo", έως ταινίες κινουμένων σχεδίων όπως η "Μοάνα", το τοπίο μοιάζει να διευρύνεται. Η πιο πρόσφατη προσθήκη στη λίστα είναι το "Chief of War" του Apple TV+, που έκανε πρεμιέρα στις αρχές του Αυγούστου.
Στη σειρά, οι δημιουργοί Τζέισον Μομόα ("Aquaman") και Τόμας Πα’α Σίμπερτ, μας μεταφέρουν σε μία πλευρά της πολυνησιακής Ιστορίας που σπάνια προβάλλεται. Για πολλές χιλιάδες χρόνια, τα τέσσερα βασίλεια της Καραϊβικής (που σήμερα αποτελούν τη Χαβάη όπως τη γνωρίζουμε) υπήρξαν ανεξάρτητα. Ένας ανελέητος, μακροχρόνιος πόλεμος οδήγησε στην ενοποίησή τους και τη δημιουργία του Βασιλείου της Χαβάης το 1782. Αυτή την περίοδο καταγράφει το "Chief of War", μέσα από τη φόρμα του ιστορικού δράματος.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Κα’ιάνα (Μομόα), πολεμιστής της βασιλικής οικογένειας και μέλος μίας κάστας που, σύμφωνα με την αρχαία χαβανέζικη παράδοση, θεωρούνταν απόγονοι των θεών. Ενώ προσπαθεί να ζήσει ειρηνικά με την οικογένειά του, μακριά από την πατρίδα του, η απειλή της αποικιοκρατίας τον αναγκάζει να επιστρέψει και να σταθεί αντιμέτωπος με τις δυτικές δυνάμεις.
Για τον Μομόα, το "Chief of War" μοιάζει με προσωπικό στοίχημα, ένα "passion project", που πέρασε περίπου μία δεκαετία στα σκαριά. Για να προσεγγίσει τις πρωτογενείς πηγές, χρειάστηκε να εξοικειωθεί με τα χαβανέζικα, την "πιο δύσκολη γλώσσα που έχει μάθει ποτέ", σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη πιο δύσκολη κι από τα ντοθράκι, την φανταστική διάλεκτο που μιλούσε ο πιο γνωστός του ρόλος, ο βασιλιάς Καλ Ντρόγκο από το "Game of Thrones".

Από τα δύο πρώτα επεισόδια της σειράς είναι εμφανές πως προτεραιότητα της παραγωγής είναι η αυθεντικότητα. Οι χαρακτήρες μιλούν χαβανέζικα, παρ’ όλο που στη συνέχεια αποτυπώνεται η ιστορική και βίαιη μετάβαση προς τα αγγλικά, ενώ μεγάλο μέρος του καστ αποτελείται από ντόπιους ερασιτέχνες που εμφανίζονται για πρώτη φορά στη μικρή οθόνη. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Κάινα Μακούα, τον αγρότη τάρο που υποδύεται τον βασιλιά Καμεκαμέχα Α’, ηγέτη του ενοποιημένου βασιλείου. Ο Μομόα ισχυρίζεται πως χρειάστηκε να παρακαλέσει τον Μακούα να δεχτεί τον ρόλο, χωρίς καν να περάσει από οντισιόν. Στην παραγωγή συμμετείχαν 15 πολιτιστικοί σύμβουλοι που φρόντισαν τα έθιμα, οι τελετές, οι διάλεκτοι, ακόμη και η χλωρίδα του σκηνικού, να αποτυπώνονται με σεβασμό και ιστορική ακρίβεια.
Στα ανυποψίαστα μάτια μου, η προσπάθεια είναι καλοπροαίρετη, αν και, ανά στιγμές, αγγίζει τα όρια του γραφικού. Το soundtrack των Χανς Ζίμερ και Τζέιμς Έβερινγκχαμ υπογραμμίζει τον επικό χαρακτήρα της αφήγησης, συνοδεύοντας τα εντυπωσιακά τοπία, την ωμή βία και τις πληθωρικές σκηνές σε slow motion που επανέρχονται συχνά. Από το πρώτο κιόλας επεισόδιο βλέπουμε ανθρώπους να χάνονται στον πόλεμο, με το αίμα να πιτσιλίζει τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.
Ο μεγαλοπρεπής Μομόα βρίσκεται στο κέντρο της δράσης: ανίκητος στη μάχη και φιλεύσπλαχνος όταν βρεθεί μπροστά σε μία μητέρα με τα παιδιά της, ικανός να δαμάσει καρχαρίες με τα γυμνά του χέρια και να κερδίσει τον καλύτερο μαχητή του βασιλιά θείου του. Ωστόσο, όπως έχει πει και ο ίδιος, το μεγαλειώδες ύφος πηγάζει από έναν αληθινό σεβασμό προς την κουλτούρα και τους προγόνους του. Τουλάχιστον, αυτό μπορούμε να του το συγχωρήσουμε.
Δείτε το trailer του "Chief of War":