Η εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης, δεκάδες Κρητικοί αντιστασιακοί και Ιταλοί αιχμάλωτοι στρατιώτες χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου, όταν το επιταγμένο γερμανικό πλοίο Τάναϊς, που τους μετέφερε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, τορπιλίστηκε το 1944. Η τραγική ιστορία αυτού του ναυαγίου-ολοκαυτώματος, που ενσωματώνει μέσα της βίαιες μετακινήσεις, βαρύ πένθος και τη συλλογική απώλεια, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και ενός κομματιού της Ιστορίας που χάθηκε, είναι το επίκεντρο του ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία της Βίκης Αρβελάκη, "Τάναϊς: Στην Αγκαλιά της Αβύσσου", μία συμπαραγωγή της COSMOTE TV.
Μέσα από αφηγήσεις επιζώντων, απογόνων, αρχειακό υλικό και το πρωτότυπο τραγούδι της ταινίας με τίτλο "Μάρκος", που υπογράφει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, το ντοκιμαντέρ αποτίει φόρο τιμής σε όσους χάθηκαν, αλλά και σε όσους έζησαν με την απουσία. Με αφορμή την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο COSMOTE HISTORY HD την Κυριακή 8/6 στις 21:00, συνομιλήσαμε με τη δημιουργό, Βίκυ Αρβελάκη, για τη μνήμη, την ιστορία και την ανατριχιαστική επικαιρότητα μίας αφήγησης που μας αφορά βαθιά.

Βλέποντας τη δουλειά σας, η σχέση σας με την Κρήτη φαίνεται να είναι συναισθηματική. Υπήρξε καθοδηγητική για το ντοκιμαντέρ αυτό;
Τα περισσότερα παιδιά που έχουν ζήσει εκτός Ελλάδας, αποκτούν μια ιδιαίτερη σχέση με την πατρίδα των γονιών τους, η οποία πατρίδα ίσως γίνει δική τους, μα αυτό δε συμβαίνει σε όλους. Πολλές φορές η έννοια της "πατρίδας" μεταγγίζεται ακούσια από τους γονείς στα παιδιά. Συνήθως οι Έλληνες του εξωτερικού, μιας και βρίσκονται μακριά, αισθάνονται εντονότερα τις ρίζες και όταν επιστρέφουν αγανακτούν, βλέποντας πόσο γρήγορα όλα άλλαξαν, πως η πατρίδα που βρήκαν δεν είναι εκείνη που άφησαν, πως η ιστορία κοντεύει να σβηστεί στο βωμό του "κοιτάμε μπροστά".
Ως παιδί μεταναστών που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Γερμανία, και από τα τυχερά ίσως παιδιά, μιας και η οικογένεια μου επέστρεψε, είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω προσεκτικά όλη αυτήν την διαδικασία, δηλαδή πόσο γρήγορα περάσαμε από τη μια δεκαετία στην άλλη, πόσα λίγα κρατήσαμε από το παρελθόν και το μεγάλο κενό που ένιωθαν οι γονείς μας, που "έβλεπαν" ξαφνικά μια εντελώς άλλη Κρήτη από αυτή που γνώριζαν.
Όλα αυτά προσθετικά με τις δύσκολες ιστορίες που αναφέρονται και σε προηγούμενα ιστορικά ντοκιμαντέρ μας για την Κρήτη ("Λουλούδια που μαράθηκαν νωρίς", "Κρουσώνας: Στα Χνάρια του Καπετάν Σατανά", "Η Τελευταία Προσευχή"), μας οδήγησαν στο ντοκιμαντέρ "Τάναϊς: Στην Αγκαλιά της Αβύσσου".
Το Τάναΐς αποτελεί μία ιστορία που είναι σχεδόν εξαφανισμένη, παρ' όλο που αγγίζει το συλλογικό τραύμα της περιοχής. Αντιμετωπίσατε δυσκολίες στην εύρεση πληροφοριών, στο να εντοπίσετε τους ανθρώπους που γνωρίζουν για το συμβάν ή τους αυτόπτες μάρτυρες, ή ακόμη και αντιστάσεις στο να ακουστεί αυτή η αφήγηση;
Η μνήμη των ανθρώπων που απλά θυμούνται μια πληροφορία ή ένα γεγονός, χωρίς αυτό να τους έχει τραυματίσει, διαφέρει από την τραυματική μνήμη αυτών που βιώνουν κάτι. Η ιστορία του Τάναϊς λοιπόν, ήταν γνωστή ως ένα βαθμό, ως μια θαλάσσια τραγωδία, ένα ολοκαύτωμα μέσα στο νερό, εκατοντάδων ανθρώπων από την Κρήτη και την Ιταλία, την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν ήταν εύκολο ωστόσο να μας μιλήσουν οι άμεσα επηρεασμένοι. Οι κάτοικοι του χωριού Κάμποι Κεραμιών έμειναν με περισσότερα από ογδόντα ορφανά παιδιά την εποχή εκείνη. Τα παιδιά που αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν τα μικρότερα αδελφάκια τους αλλά και τους εαυτούς τους, είναι πλέον σε ηλικία περίπου ενενήντα ετών και δεν μιλούν εύκολα για τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Οι μητέρες που έχασαν τα παιδιά τους είτε στο Τάναϊς, είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (εκεί όδευαν και οι επιβαίνοντες του Τάναϊς), είτε στις μαζικές εκτελέσεις της κατεχόμενης Κρήτης (1941-1945), έβαφαν ολόκληρο το σπίτι μαύρο, έπιπλα, καθρέφτες, τοίχους, και έκοβαν τα μαλλιά τους κοντά. Τα χρόνια που τους απέμειναν, τα έζησαν χωρίς να μιλήσουν για το παρελθόν, βιώνοντας σιωπηλά το βαρύ πένθος.
Το τραγικό συμβάν του ναυαγίου του Τάναϊς σήμανε και την εξόντωση ολόκληρης της εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης, πράγμα άγνωστο για τους πολλούς. Την δεκαετία του 1970 αν μιλούσες με κάποιον κάτοικο στο παλιό λιμάνι των Χανίων, θα σου έλεγε "Υπήρχαν ποτέ Εβραίοι εδώ; δεν το ξέραμε". Αυτό μου το διηγήθηκε η κυρία Ντόνα Λίλιαν Καπόν, η οποία μας ενέπνευσε να κάνουμε αυτήν την ταινία. Τριάντα χρόνια ήταν αρκετά για να σβηστεί από τη μνήμη των ντόπιων η ύπαρξη των Κρητών Εβραίων, η οποία μετρούσε πάνω από δύο χιλιετίες παρουσίας πάνω στο νησί.
Ευτυχώς είχαμε στα χέρια μας αρκετό υλικό από ιστορικούς ερευνητές και απόγονους των θυμάτων των Κρητών αντιστασιακών. Η μόνη σωζόμενη συναγωγή στην Κρήτη, η Ετζ Χαγίμ που βρίσκεται στα Χανιά, μας διέθεσε το αρχείο της, καθώς και κάποιοι Εβραίοι της Κρήτης, που επέζησαν μιας και οι οικογένειες τους έχοντας πληροφορίες πως κάτι κακό θα συνέβαινε, είχαν διαφύγει έγκαιρα από το νησί. Όλοι αυτοί που ανέφερα, βοήθησαν σημαντικά στην έρευνα μας.
Μέσα στο Τάναϊς, οι Γερμανοί είχαν επιβιβάσει και άγνωστο μα μεγάλο αριθμό Ιταλών στρατιωτών αιχμαλώτων. Για τους Ιταλούς στρατιώτες του Τάναϊς ελάχιστα γνωρίζουμε. Ούτε βέβαια και για τους περίπου 2500 Ιταλούς στρατιώτες που χάθηκαν στα ανοιχτά της Σούδας σε αντίστοιχο ναυάγιο (ναυάγιο MS Sinfra , Οκτώβριος 1943). Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν σωρό να θάψουν, ο θάνατος δυστυχώς για αυτούς που μένουν πίσω, έχει μια ακόμα πιο τραγική διάσταση.

Η επιλογή του Θανάση Παπακωνσταντίνου για τη μουσική του ντοκιμαντέρ φέρνει έναν λαϊκό και ποιητικό τόνο. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παρέλαβε από μένα ένα mail, το οποίο πάνω κάτω έλεγε:
"Αγαπητέ κύριε Παπακωνσταντίνου,
Δεν με γνωρίζετε αλλά σας αποστέλλω συνημμένα τη χειρόγραφη μαθητική έκθεση ενός έφηβου εβραιόπουλου, του Μάρκου Ισχακή, που έχασε τη ζωή του μαζί με την οικογένεια και όλη την μικρή γειτονιά του, το 1944 στο ατμόπλοιο Τάναϊς, το οποίο τους μετέφερε σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εάν αυτό που θα διαβάσετε, σας συγκινήσει, θα χαρώ ιδιαίτερα να επικοινωνήσουμε".
Και έτσι, το τραγούδι "Μάρκος" σε στίχους και μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου, γράφτηκε για το ντοκιμαντέρ και με αυτό κλείνει η ταινία.
Το ντοκιμαντέρ ανασύρει μία ιστορία κατοχής, απώλειας, βίαιης μετακίνησης, ζητήματα που είναι πολύ επίκαιρα. Πού νιώθετε ότι "τοποθετείται" μέσα στην σημερινή πραγματικότητα.
Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, το γεγονός πως ενώ ζούμε στην εποχή της ταχύτητας και της πληροφορίας, η ανθρωπότητα πορεύεται περισσότερο από ποτέ με την πεποίθηση ότι "ο ξένος είναι εχθρός". Δεν χρειάζεται να το παραδεχθούμε, το αποτέλεσμα αυτής της ενσυνείδητης ή ασυνείδητης σκέψης, είναι ο κόσμος που ζούμε σήμερα. Παιδιά, που αν τύχει και γλυτώσουν τα πυρά, παραδίδονται στην πείνα και στην εξαθλίωση, άνθρωποι εκτοπισμένοι ή παγιδευμένοι σε μια κόλαση δίχως αύριο.
Σε κάθε συνέντευξη, η τελευταία ερώτηση που έθετα στον άνθρωπο που καθόταν απέναντι μου ήταν "πώς βλέπετε την σημερινή κατάσταση". Οι απαντήσεις που λάμβανα, ήταν τραγικά όμοιες. Κάνεις δεν ήταν αισιόδοξος για το σήμερα και το αύριο. Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα το 2022, τότε μιλούσαμε για την Ουκρανία, και είναι τρομακτικό πόσο ο κόσμος άλλαξε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο.
Η ταινία τοποθετείται στην ανάγκη να φροντίσουμε το παρόν και το μέλλον μας. Αυτό δεν γίνεται χωρίς το βλέμμα μας να στρέφεται και στο παρελθόν. Όσο είναι καθήκον η φωνή μας απέναντι σε κάθε φρικαλεότητα, άλλο τόσο καθήκον μας είναι και η διατήρηση της μνήμης. Αυτής της μνήμης που συχνά οι κοινωνίες ανακαλούν επιλεκτικά, όταν δεν είναι ξεκάθαρη η θέση της. Για να μην αποτύχουμε ξανά ως άνθρωποι και ως ανθρωπότητα.