
Η ιδέα του Αμερικανικού Ονείρου έχει κυριαρχήσει στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο από την αρχή τους. Στις οθόνες μας βλέπουμε συχνά, όχι μόνο με ιστορίες για την εκπλήρωσή του, με άντρες που ξεκινούν από τον "πάτο" και φτάνουν στην κορυφή, αλλά και την διατήρησή του: τη συσσώρευση του πλούτου και την τέλεια ζωή. Έχουν υπάρξει πολλές προσπάθειες αποδόμησης της ιδέας, με το αφήγημα τα τελευταία χρόνια να παίρνει μία πιο επιθετική χροιά. Στον κινηματογράφο, ξεκινώντας με το "Παράσιτα", και συνεχίζοντας με το "Τρίγωνο της Θλίψης", το "Μενού" και στην τηλεόραση, το "Succession" και το "The White Lotus" φαίνεται να προτείνουν μία νέα (μεταφορική) λύση: να φάμε τους πλούσιους.
Με αφορμή την πρεμιέρα της τρίτης σεζόν του "The White Lotus" (διαθέσιμη στο Vodafone TV), της σατιρικής σειράς του Μάικ Γουάιτ, επανεξετάζουμε τους προηγούμενους κύκλους υπό το φως αυτής της νέας τάσης. Η σειρά διαδραματίζεται στα υποκαταστήματα του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου "White Lotus" ανά τον κόσμο. Σε κάθε νέο προορισμό, γινόμαστε μάρτυρες μίας εβδομάδας διακοπών για τους παραθεριστές, που συναναστρέφονται μεταξύ τους και ταλαιπωρούν τους ντόπιους εργαζόμενους. Σε αντίθεση με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον πλούτο στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, οι πρωταγωνιστές του "White Lotus" είναι το αντικείμενο της σάτιρας, χωρίς καμία υπερβολή και εξιδανίκευση. Τους βλέπουμε να εμπλέκονται σε παιχνίδια δύναμης, να επιδεικνύουν ένα επιτελεστικό ενδιαφέρον χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, να είναι υποκριτές, μικροπρεπείς και αποκομμένοι από την πραγματικότητα. Αλλά, περισσότερο απ’ όλα, τους βλέπουμε να φέρνουν συνεχώς την καταστροφή.

Στο τροπικό Μάουι (1ος κύκλος) όλα είχαν να κάνουν με τα χρήματα ως πηγή δύναμης. Μία γυναίκα περνάει τον μήνα του μέλιτός της επαναδιαπραγματευόμενη τη θέση της στον γάμο της, όσο ο σύζυγός της απαιτεί εμμονικά το καλύτερο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Μία βαθύπλουτη κληρονόμος, η Τάνια, χρησιμοποιεί την υπόσχεση μίας επένδυσης για να διεκδικήσει τον ελεύθερο χρόνο και την ενέργεια της υπεύθυνης του σπα του ξενοδοχείου, η οποία ονειρεύεται να ανοίξει το δικό της κέντρο ευεξίας. Μία οικογένεια, που ταξιδεύει μαζί με τη φίλη της μεγαλύτερης κόρης, με τον άντρα που παλεύει να ανακτήσει την απειλούμενη αρρενοπώτητά του σε έναν γάμο με μία γυναίκα που είναι πιο επιτυχημένη επαγγελματικά από αυτόν.
Ως θεατές, νιώθουμε περισσότερη σύνδεση με την κοπέλα που ταξιδεύει με την οικογένεια της κολλητής της – νιώθει ξένη ανάμεσα στους συνταξιδιώτες της και ενοχλείται με τον τρόπο που οι ντόπιοι αναγκάζονται να παρουσιάζουν την κουλτούρα τους ως τουριστικό θέαμα για τους λευκούς, προνομιούχους επισκέπτες. Αλλά ακόμη και η δική της παρέμβαση έχει τραγικές συνέπειες: πείθει έναν εργαζόμενο να κλέψει από την οικογένεια που συνοδεύει, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του.

Η δεύτερη σεζόν, στη Σικελία, μετατοπίζει το επίκεντρο στην εξουσία που ασκείται μέσα από το σεξ. Ανάμεσα σε δύο "φιλικά" ζευγάρια που έχουν πολύ διαφορετικές οπτικές για τον γάμο και τη ζωή, αναπτύσσονται λανθάνοντα παιχνίδια ελέγχου. Παράλληλα, μια σεξεργάτρια και μια μουσικός προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το ξενοδοχείο και τους εύπορους πελάτες του για να επιβιώσουν οικονομικά. Η Τάνια επιστρέφει, ταξιδεύοντας με τον σύζυγό της και τη βοηθό της, αγνοώντας ότι ο άντρας της, ερωτευμένος με κάποιον άλλο, σχεδιάζει τη δολοφονία της για να κληρονομήσει την περιουσία της. Εν τω μεταξύ, μια οικογένεια τριών γενεών ανδρών αναζητά τις ρίζες της στη Σικελία, διατηρώντας τη διαγενεακή πατριαρχική τοξικότητα: ο παππούς είναι παρενοχλητικός, ο πατέρας νυμφομανής, και ο εγγονός, αν και παρουσιάζεται ως "καλό παιδί", αναπαράγει τις ίδιες προβληματικές συμπεριφορές.
Στην τρίτη σεζόν, με ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη, η σειρά βάζει στο μικροσκόπιο την εμμονή της Δύσης με την ανατολική πνευματικότητα, αλλά και τον θάνατο. Στο πρώτο επεισόδιο μπαίνουν τα θεμέλια για μερικές βαθιά προβληματικές σχέσεις (και προσωπικότητες). Σύμφωνα με τον Μαικ Γουάιτ, θα είναι η καλύτερη που έχουμε δει μέχρι τώρα.
Αυτό που διαχωρίζει το "White Lotus" από τις υπόλοιπες αναπαραστάσεις βαθιά προνομιούχων ατόμων, είναι πως δεν φοβάται να κρίνει τους πρωταγωνιστές του για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τη θεσιακότητά τους, τοποθετώντας τους σε ρεαλιστικές καταστάσεις. Οι χαρακτήρες μπορεί να είναι δυστυχισμένοι, να συγκρούονται μεταξύ τους, να βλέπουν τη ζωή τους να διαλύεται, ή ακόμη και να δολοφονούνται. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν είναι υπόλογοι για την άγνοια, τις (εκούσιες ή ακούσιες) μικροεπιθετικότητες και την εκμετάλλευση του προνομίου τους. Έτσι, καταλήγουμε, αντί να τους κοιτάμε με θαυμασμό και ζήλεια για τις "τέλειες" ζωές τους, να νιώθουμε αποστροφή και περιφρόνηση, συναισθήματα όλο και πιο συνηθισμένα για τους θεατές του (τηλεοπτικού) πλούτου.