
Δεν είναι τυχαίο πως όταν κάποιος αναφέρει τον όρο "rom-com", είναι συγκεκριμένες οι ταινίες (και τα ονόματα) που έρχονται στο μυαλό. Και όλες χρονολογούνται μερικές δεκαετίες πίσω. Ας πούμε πως το "Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι" (1989) έστρωσε τον δρόμο για τα 90s, τα οποία καθόρισαν το είδος όπως καμία άλλη κινηματογραφική εποχή, με ενδεικτικά τα "Pretty Woman" (1990), "Έχετε Μήνυμα στον Υπολογιστή σας" (1998) και "Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ" (1999). Σαν η Μεγκ Ράιαν και η Τζούλια Ρόμπερτς να ήταν σε αποστολή με στόχο να εμφυσήσουν τόνους ρομαντισμού σε ένα παγκόσμιο (γυναικείο) κοινό, μέσω ενός ετεροκανονικού παραμυθιού που λέει ότι "μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα που δεν ταίριαζαν καθόλου, αντιμετώπισαν όλα τα εμπόδια που βρέθηκαν στον δρόμο τους και έζησαν αυτοί καλά - και εμείς καλύτερα".
Τις επόμενες δεκαετίες, αυτός ο μύθος κατέρρευσε. Λίγο τα νεότερα φεμινιστικά κινήματα, λίγο οι παγκόσμιες και πάσης φύσεως κρίσεις, ανάγκασαν το μιντιακό τοπίο σε προσαρμογή. Έτσι είδαμε την άνοδο άλλων ειδών και την επικράτηση αφηγημάτων που αντικατοπτρίζουν μια πιο ρεαλιστική, ενίοτε πεσιμιστική πραγματικότητα. Σε αυτήν την τάξη πραγμάτων, το πρόσφατο "Nobody Wants This" αποτελεί εξαίρεση και υπόσχεται ένα νοσταλγικό τριπ, στο οποίο αξίζει να αφεθεί κανείς χωρίς ενοχές. Ο Άνταμ Μπρόντι, το απόλυτο εφηβικό crush μας από την εποχή του "The O.C.", ενσαρκώνει ένα ακόμα dream boy (αυτήν την φορά σε ενήλικη, "θρησκευτική" εκδοχή) και έχει απέναντί του την αιώνια Βερόνικα Μαρς, Κρίστεν Μπελ. Ένας ραβίνος και μια εξωστρεφής podcaster ερωτεύονται. Και ξέρουμε από το πρώτο επεισόδιο, πως θα καταλήξουν μαζί.

Η απολαυστική χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών σε συνδυασμό με όλα τα συστατικά μιας καλής rom-com (όπως ένα κινηματογραφικό πρώτο φιλί και ένα υπέργλυκο soundtrack), εγγυώνται μια απόλυτα feel-good θέαση. Η σειρά της Έριν Φόστερ κουβαλάει κάτι από την αίγλη των παλιών ταινιών του είδους και εναρμονίζεται παράλληλα με τη μοντέρνα εποχή και τους νέους όρους του dating. Και ενώ σε αντίθεση με άλλα rom-coms, το συγκεκριμένο είναι βγαλμένο από τη ζωή (της δημιουργού), σκοπός του δεν είναι να μας πείσει πως το happy end είναι αληθινό ούτε να μας ενθαρρύνει να το αναζητήσουμε. Από την πλοκή μέχρι το πολύ στοχευμένο καστ, το "Nobody Wants This" μας υπενθύμισε πως υπήρξαμε κάποτε αθεράπευτα ρομαντικά παιδιά, μια πτυχή που μπορεί να κουβαλήσαμε με μεγάλη ντροπή και να προσπαθήσαμε πολύ να ξεφορτωθούμε, μαθαίνοντας πως δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτήν στην ενήλικη ζωή.
Έτσι, η γοητεία ενός είδους ξεχασμένου και παρωχημένου, το οποίο δίχασε και απορρίφθηκε ως προβλέψιμο και επιφανειακό, επανήλθε. Πολλοί ίσως αναρωτηθούν: γιατί να παρακολουθήσω μια ιστορία όταν ήδη ξέρω το τέλος της; Και κάποιοι άλλοι θα απαντήσουν: ακριβώς γι’ αυτό. Κάθε θεατής στρέφεται στο σινεμά και την τηλεόραση αναζητώντας κάτι διαφορετικό. Αντιπερισπασμούς, φαντασία, αδρεναλίνη. Πολλοί αναζητούν ασφάλεια ή μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Στο πρώτο επεισόδιο του "Mad Men" - μιας σειράς στην απέναντι μεριά του φάσματος - o πρωταγωνιστής, Ντον, λέει πως "η ευτυχία είναι μια πινακίδα στην άκρη του δρόμου που σου λέει πως όλα θα πάνε καλά". Ξέρεις πως είναι ψέμα, όμως πιστεύοντάς το, έστω για λίγο, περνάς υπέροχα.