
Μυθοπλασία ή πραγματικότητα; Η αληθοφάνεια ή μη των γεγονότων του "Crown", ήδη από την πρώτη σεζόν (2016), είναι μια μεγάλη, ξεχωριστή κουβέντα. Όμως, το σίγουρο είναι ότι η πέμπτη σεζόν της σειράς, που πιάνει την ιστορία της βρετανικής βασιλικής οικογένειας από το 1992, συνδέει κάπως ειρωνικά την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία: για τη γαλαζοαίματη οικογένεια, σύμφωνα με τα ακριβή λόγια της βασίλισσας Ελισάβετ, το 1992 ήταν ένα "annus horribilis", ενώ για τη δημοφιλή και πολυβραβευμένη σειρά του Netflix, η πέμπτη σεζόν του "The Crown" είναι χωρίς αμφιβολία η πιο αδύναμη.

Τα νέα επεισόδια γυρνούν την ιστορία στις χρονιές 1992-1997, ίσως στην πιο κρίσιμη και δύσκολη εποχή για τη μοναρχία, όταν ο ρόλος και η σημασία του θεσμού αμφισβητούνταν ανοιχτά από τους Βρετανούς. Στο κατώφλι της νέας χιλιετίας, έχουν κάτι να κερδίσουν από ένα "σύστημα" που παραμένει προσκολλημένο σε κανόνες και παραδόσεις εδώ και εκατοντάδες χρόνια; Η μονάρχης βρίσκεται στο θρόνο ήδη πολλά χρόνια και συνεχίζει να κυβερνά με τον τρόπο που της δίδαξαν πριν ακόμα φορέσει το βαρύ στέμμα. Οι αλλαγές, όμως, αναπόφευκτα θα της χτυπήσουν την πόρτα. Η δημόσια εικόνα της οικογένειας καταρρέει και εκείνη καλείται να ανασυνταχθεί, αν θέλει να επιβιώσει.
Κι αν εδώ έρχεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον δημιουργό και σεναριογράφο της σειράς Πίτερ Μόργκαν να κάνει μια ουσιαστική εμβάθυνση στο χαρακτήρα της, εκείνος αποδεικνύεται άτολμος. Η ευκαιρία αυτή περνά ανεκμετάλλευτη, καθώς αυτό το ιστορικό turning point, με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η βασίλισσα, στην οθόνη θα έρθει μόνο μεταφορικά: άλλοτε πιο ελαφρά (η εγκατάσταση δορυφορικής τηλεόρασης στο παλάτι) και άλλοτε πιο δραματικά (ο παροπλισμός της βασιλικής θαλαμηγού), αυτές οι μεταφορές κλέβουν χώρο και χρόνο από κάτι που θα μπορούσε να αναδείξει την υποκριτική της Ιμέλντα Στόντον στον απαιτητικό ρόλο της βασίλισσας – αλλά και τον ίδιο τον Μόργκαν ως statement δημιουργό και όχι ως κάποιον που απλώς παρακολουθεί δειλά ό,τι του επιτρέπουν οι κλειδαρότρυπες του παλατιού.

Η ίδια ατυχής προσέγγιση γίνεται και στους χαρακτήρες του Κάρολου και της Νταϊάνα. Φοβούμενος ίσως ότι θα υποπέσει σε έναν εύκολο κιτρινισμό, αποφεύγει την αλληλεπίδρασή τους on camera· τους κρατάει (βολικά για τον ίδιο) χώρια, με τον Κάρολο (ο Ντόμινικ Γουέστ, όσο κι αν προσπαθεί να υιοθετήσει τις εκφράσεις του προσώπου και τον τόνο της φωνής του πρίγκιπα, παραμένει ακραία πιο γοητευτικός από εκείνον) να δείχνει "σημάδια ζωής" μόνο προς τα τελευταία επεισόδια, όταν διεκδικεί (ακόμα και παρασκηνιακά) πιο ενεργό ρόλο στα καθήκοντα της βασιλικής οικογένειας, και την Νταϊάνα (η Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι της μοιάζει εντυπωσιακά) να απεικονίζεται ως μια αφελής, πικραμένη γυναίκα χωρίς προσωπικότητα και κρίση (η έντονη φιλανθρωπική της δράση απουσιάζει πλήρως), που επηρεάζεται και παρασύρεται από όσους θέλουν να εκμεταλλευτούν τις εκ των έσω πληροφορίες της για το παλάτι.
Αντί, λοιπόν, να επικεντρωθεί στους πρωταγωνιστές, ο Μόργκαν γεμίζει αδικαιολόγητα τον χρόνο με παράπλευρες ιστορίες: η ιστορία των Ρομανόφ και η σχέση της Ελισάβετ με τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν καταλαμβάνουν αδικαιολόγητα ένα ολόκληρο επεισόδιο, όσο και η λεπτομερέστατη ιστορία του Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, ενώ η ιστορία του "απαγορευμένου" έρωτα της πριγκίπισσας Μαργαρίτας είναι ίσως η μόνη που έχει νόημα και κατ’ επέκταση ενδιαφέρον. Σαν την Ελισάβετ του λοιπόν, ο Μόργκαν μοιάζει να δυσκολεύεται να ακολουθήσει έναν νέο δρόμο που αναγκαστικά πρέπει να πάρει η σειρά του, αν θέλει να διατηρήσει τα σκήπτρα. Η ιστορία έδειξε πως η Ελισάβετ τα κατάφερε: το "annus horribilis" ξεπεράστηκε, κρίνοντας από το εγκάρδιο αντίο του λαού της στην κηδεία της, μένει να δούμε αν και το μυθοπλαστικό κλείσιμο αυτής της ιστορίας θα είναι το ίδιο μεγαλοπρεπές.