
Πιάνοντας την αφήγηση από τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, η σειρά «Maid» μας συστήνει την 25χρονη Άλεξ ξαπλωμένη δίπλα στον Σον, σύντροφό της και πατέρα της κόρης της, ο οποίος, σε ένα ακόμα ξέσπασμά του, έχει μόλις κάνει μια τρύπα στον τοίχο, με την μπουνιά του να περνά ξυστά από το κεφάλι της. Μόλις σιγουρευτεί ότι εκείνος έχει αποκοιμηθεί, θα πάρει στην αγκαλιά της τη δίχρονη Μάντι, και ακροπατώντας θα φύγει από το τροχόσπιτο στο οποίο μένουν, αποφασισμένη να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή για εκείνη και την κόρη της. Έτσι ξεκινά και το μακρύ και επίπονο ταξίδι τους προς τη λυτρωτική ασφάλεια και την ουσιαστική ελευθερία, ένα ταξίδι που, αν και μυθοπλαστικό, έχει αληθοφάνεια που τσακίζει κόκαλα.

Η Άλεξ και η Μάντι θα περάσουν νύχτες στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, σε λιμάνια, σε σπίτια φίλων και σε έναν ξενώνα φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών, όσο η πρώτη δίνει μια άνιση μάχη με έναν αόρατο εχθρό: το κράτος και τους νόμους του. Για να βρει ένα σπίτι για τις δυο τους, η Άλεξ θα πρέπει να εργαστεί. Ως single μητέρα, για να βρει δουλειά θα πρέπει πρώτα να βρει για τη Μάντι έναν κρατικό παιδικό σταθμό, εκεί, όμως, θα πρέπει να παρουσιάσει απόδειξη μισθοδοσίας. Η Άλεξ θα δουλέψει τελικά για ελάχιστα χρήματα ως καθαρίστρια σε σπίτια (ή «οικιακή βοηθός» όπως μεταφράζεται ο τίτλος της σειράς), παλεύοντας να τα βγάλει πέρα μέρα με τη μέρα.
Η μεγαλύτερη πάλη, όμως, είναι να αποδείξει ότι, ως θύμα ψυχολογικής βίας, χρειάζεται όντως βοήθεια, κινδυνεύοντας μάλιστα να χάσει ακόμα και την πλήρη κηδεμονία της Μάντι: για το δικαστήριο, μία μαμά που απομακρύνει το παιδί από το σπίτι του είναι πιο ακατάλληλη ως κηδεμόνας από έναν μπαμπά με προβλήματα αλκοολισμού και διαχείρισης θυμού, που όμως δεν κακοποίησε ποτέ σωματικά ούτε τη γυναίκα του ούτε το παιδί του. Ακόμα. Αυτή η λέξη είναι και η χρυσή (ή μάλλον σκοτεινή) τομή στο τι ορίζεται ως κακοποίηση. Η σειρά υπογραμμίζει ότι για το δικαστήριο τα σημάδια στο σώμα μιας γυναίκας είναι η απαραίτητη απόδειξη βίας, ένα βαρύ «παράσημο» που πρέπει να φέρει για να διεκδικήσει όσα της αξίζουν –αν είναι «τυχερή» (sic) και δεν είναι ήδη πολύ αργά–, ενώ τα σημάδια στην ψυχή του θύματος (στην περίπτωση της Άλεξ χαραγμένα ήδη από τα παιδικά της χρόνια) είναι τόσο αόρατα όσο και ασήμαντα, αφού για εκείνους η καταπίεση δεν πονάει το ίδιο με μια μελανιά.

Η σειρά εμπνέεται από το best seller βιβλίο της Στέφανι Λαντ «Maid: Hard Work, Low Pay and a Mother's Will to Survive», το οποίο μεταφέρεται σε δέκα επεισόδια στο Netflix. Με τις προεκτάσεις της ενδοοικογενειακής κακοποίησης στο επίκεντρο, η σειρά (ίσως ηθελημένα) δεν έχει ξεκάθαρο ύφος. Προσεγγίζοντας τα κοινωνικά και (γραφειο)κρατικά εμπόδια που αντιμετωπίζει μια γυναίκα εκτεθειμένη στον κίνδυνο, τη φτώχεια, την ανεργία, τον εθισμό και τις ψυχικές νόσους, το «Maid» δεν διστάζει να υιοθετήσει ανά στιγμές κωμικό (οι δυσνόητοι νομικοί όροι που μεταφράζονται στα… «νομικίστικα», οι προσθαφαιρέσεις δολαρίων που εμφανίζονται στην οθόνη σε κάθε συναλλαγή της Άλεξ), ακόμα και φανταστικό ύφος (η σκηνή της «βύθισης» της Άλεξ στον καναπέ του Σον, το «πηγάδι» στο οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένη).
Αυτό που καταφέρνει επιδέξια είναι να αποφύγει το δακρύβρεχτο μελό. Και το πετυχαίνει κυρίως χάρη στην πρωταγωνίστρια Μάργκαρετ Κουάλεϊ («The Leftovers»,«Once Upon a Time... In Hollywood»). Όσο η petite σιλουέτα της καλείται να σηκώσει τα βάρη κάθε εμπλεκομένου στη ζωή της Άλεξ (να δείξει κατανόηση για τον εθισμό του συντρόφου της, συγχώρεση για τα λάθη του πατέρα της, υπευθυνότητα προς την ψυχικά ανήμπορη μητέρα της που πάσχει από διπολική διαταραχή-ερμηνευμένη από την πραγματική της μητέρα Άντι ΜακΝτάουελ), η Κουάλεϊ με τη λιτή και ειλικρινή ερμηνευτική της προσέγγιση ως μια γυναίκα που πρέπει να βρει τη δύναμη να παλέψει μόνη της, λάμπει σε κάθε σκοτεινό πλάνο βάζοντας το όνομά της ψηλά στη λίστα με τις ικανές ηθοποιούς της γενιάς της.