Aρκούν οι διακοπές σε ένα ειδυλλιακό θέρετρο στη Χαβάη για να αγγίξεις την παραδείσια ευτυχία; Για τους κοινούς θνητούς, για τους οποίους ένα τέτοιο ταξίδι αποτελεί όνειρο ζωής, μάλλον ναι, όχι όμως και για τους επισκέπτες του resort «White Lotus», που καταφθάνουν στο τροπικό νησί γεμάτοι μπαγκάζια, λεφτά και προνόμια. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα ξεδιπλώνεται ήδη από την πρώτη σκηνή, όταν αποκαλύπτεται πως ένας θάνατος έχει σημειωθεί στο resort – δεν θα επανέλθουμε, όμως, σε αυτό μέχρι τα τελευταία λεπτά του φινάλε, καθώς η τραγικωμωδία του Μάικ Γουάιτ για το HBO (διαθέσιμη on demand από τη Vodafone TV) δεν εξελίσσεται ως ένα κοινό murder mystery. Η δυσφορία τουριστών, εργαζομένων και θεατών ξεκινά από μέσα τους και όχι από τα γεγονότα, τα οποία εκτυλίσσονται αργά, όπως κυλά ένα πενθήμερο διακοπών, με τις τριβές να κλιμακώνονται συνεχώς.
Οι παραθεριστές και τα προβλήματά τους στέκονται συνεχώς απέναντι στους «σεζονίτες» εργαζόμενους, οι οποίοι σύμφωνα με τον διευθυντή τους Αρμόντ πρέπει να είναι «άχρωμοι και χωρίς ταυτότητα», λευκά (αν και εθνοτικά ποικιλόμορφα) χαρτιά, που όσοι πληρώνουν διόλου ευκαταφρόνητα ποσά μπορούν να γράψουν ελεύθερα πάνω τους. Και αυτό ακριβώς κάνουν με τις παράλογες απαιτήσεις τους που μεταμορφώνονται ξαφνικά σε «δράματα»: Το δωμάτιο των νεόνυμφων είναι απλώς πολύ λουξ αντί για γελοιωδώς λουξ· η αρχηγός της οικογένειας Μοσμπάχερ, Νικόλ, ανησυχεί πως ο λευκός γιος της είναι η νέα μειονότητα. η Τάνια Μακουάν, που έχει έρθει με στόχο να σκορπίσει τις στάχτες της μητέρας της, βρίσκει παρηγοριά στη «σοφή», μαύρη μασέρ Μπελίντα, αφήνοντάς την άθελά της να πιστεύει πως θα τη βοηθήσει επαγγελματικά. Οι χαρακτήρες του «White» είναι αφόρητοι, τους αντιμετωπίζει όμως με τόση κατανόηση ώστε να μη γίνονται καρικατούρες, ούτε υπάρχουν ξεκάθαροι «καλοί» και «κακοί». Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν έπαιζαν στο «The Good Place», θα διαπίστωναν ότι βρίσκονταν στο «κακό μέρος» και πως, όπως αποδεικνύεται στο φινάλε, δεν έχουν τρόπο να ξεφύγουν από τα χαρτιά που τους έχει μοιράσει η τάξη, το γένος και το έθνος τους – όπως και κανείς μας σε μια καπιταλιστική κοινωνία λωτοφάγων.