
Μόλις τρεις μήνες μετρά στον αέρα η νέα streaming υπηρεσία της Apple, η Apple TV+, και είναι λογικό να μην έχει να επιδείξει ακόμη επαρκή βιβλιοθήκη τηλεοπτικών σειρών και ταινιών (εξ ου και το χαμηλό κόστος της μηνιαίας συνδρομής, μόλις στα € 4,99). Το υποψήφιο για τρεις Χρυσές Σφαίρες «The Morning Show», το «See» με τον Τζέισον Μομόα και το «Dickinson», βιογραφία της Αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλι Ντίκινσον, είναι τα προγράμματα που το κοινό έχει ξεχωρίσει από το περιεχόμενο της Apple TV+, όμως σε μια δεύτερη ανάγνωση είναι οι σειρές αυτές που έχτισαν μια ασφαλή ζώνη γύρω από την Apple TV+: μιλάμε δηλαδή για τίμιες παραγωγές, που όμως δεν τολμούν κάτι παραπάνω.
Και κάπου εκεί εμφανίζεται το «Little America», μια σειρά-ανθολογία οκτώ επεισοδίων εμπνευσμένη από αληθινές ιστορίες μεταναστών, που από διάφορα μέρη του πλανήτη βρέθηκαν σε διαφορετικές γωνιές της Αμερικής με σκοπό να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο. Μήπως αυτή είναι η σειρά που θα κάνει τη μεγάλη διαφορά στην Apple TV+ και θα τη βγάλει έξω από τη ζώνη ασφαλείας της; Δυστυχώς όχι. Η σειρά παραδίνεται ηθελημένα σε μια απολίτικη στάση, με αποτέλεσμα το νόημα να γυρίζει μπούμερανγκ και, δυστυχώς, να υπονομεύει μια κατά τα άλλα αξιόλογη ιδέα.
Η σειρά θέλει να πείσει πως οι μετανάστες-πρωταγωνιστές ουσιαστικά δεν αντιμετωπίζουν εμπόδια, αλλά είναι τυχεροί που μπορούν να εκμεταλλευτούν μερικές από τις πολλές ευκαιρίες που προσφέρει απλόχερα η μεγάλη Αμερική.
Η ιστορία του μικρού Καμπίρ που αναγκάστηκε να αναλάβει πολλές ευθύνες όταν οι γονείς του απελάθηκαν στην Ινδία, η φτωχή ισπανόφωνη Μαρισόλ που μπήκε σε ομάδα σκουός μόνο και μόνο για να πάρει δωρεάν καινούργια παπούτσια κι έφτασε μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες εκπροσωπώντας τις ΗΠΑ, ο Νιγηριανός φοιτητής με τις καουμπόικες μπότες, οι οποίες του έδωσαν την αυτοπεποίθηση να κυνηγήσει το όνειρό του και να γίνει καθηγητής Οικονομικών στη Λουιζιάνα, και ο Ιρανός Φαράζ που θα παλέψει (κυριολεκτικά) με βράχους για να αποκτήσει ένα κομμάτι γης, όπου θα χτίσει το σπίτι των ονείρων του, είναι μερικά αληθινά success stories που βροντοφωνάζουν το απόλυτο αμερικανικό μότο «δούλεψε σκληρά και θα ανταμειφθείς».

Μόλις δύο ιστορίες παρουσιάζουν πρόσωπα που βρέθηκαν αναγκαστικά στην Αμερική: η Κινέζα Άι που πουλήθηκε σε μικρή ηλικία σε ένα άκληρο ζευγάρι Αμερικάνων, όταν η μητέρα της έμεινε έγκυος σε αγόρι (η πολιτική του ενός παιδιού της Κίνας), και ο ομοφυλόφιλος Ραφίκ από τη Συρία που ζήτησε άσυλο για να γλιτώσει από τις βίαιες ομοφοβικές επιθέσεις των συμπατριωτών του. Και στις δύο περιπτώσεις όμως τα πάντα είναι επιφανειακά: μια free υπερλούξ κρουαζιέρα στην Αλάσκα αρκεί για να σβήσει το φόβο της απόρριψης που κουβαλάς χρόνια, ενώ τα gay friendly μπαρ και οι στίχοι της Κέλι Κλάρκσον θα σε κάνουν να δεχτείς με χαρά το γεγονός ότι, για να είσαι ευτυχής κι ελεύθερος, πρέπει να ζεις μακριά από την οικογένειά σου.

Τέλος, έχουμε και τη Γαλλίδα Σιλβιέν, τη μοναδική λευκή μετανάστρια που –φυσικά– δεν αντιμετωπίζει κάποιο γραφειοκρατικό ή ρατσιστικό πρόβλημα, βρίσκεται στην Αμερική σε ένα κέντρο διαλογισμού για να τα βρει με τον εαυτό της και καταλήγει να βρει τον έρωτα, αλλά και την Μπεατρίς από την Ουγκάντα, που για να καταφέρει να πουλήσει τα νόστιμα κουλουράκια της το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να ντυθεί με παραδοσιακές φορεσιές της πατρίδας της και να γυρίζει στους δρόμους με το καλάθι στο κεφάλι της, διότι το «εξωτικό θέαμα πουλάει». Ρατσιστικό; Καθόλου. Ίσα ίσα, τεράστια ευκαιρία.
Σε αυτό συνοψίζεται και το κύριο πρόβλημα της σειράς: θέλει να πείσει πως οι μετανάστες-πρωταγωνιστές ουσιαστικά δεν αντιμετωπίζουν εμπόδια, αλλά είναι τυχεροί που μπορούν να εκμεταλλευτούν μερικές από τις πολλές ευκαιρίες που προσφέρει απλόχερα η μεγάλη Αμερική, χτίζοντας έτσι ένα νοητό, αόρατο (ή και όχι) τείχος, που κρατά τους θεατές πέρα και μακριά από κάθε πραγματικότητα...