
Μοιάζει απίστευτο πώς μια ταινία η οποία ξεκίνησε γυρίσματα το 1970 φτάνει εν τέλει στην ολοκλήρωσή της σχεδόν 50 χρόνια μετά, και 33 από το θάνατο του εμπνευστή της, Όρσον Γουέλς. Αδιανόητο επίσης το γεγονός πως η «νέα» ταινία του ανθρώπου που καθόρισε την 7η τέχνη με ταινίες όπως «Ο Πολίτης Κέιν» (1941), «Η Κυρία από τη Σανγκάη» (1947) και το «Άγγιγμα του Κακού» (1958), βρίσκει διανομή στις μικρές και όχι στις μεγάλες αίθουσες.

Η «Άλλη Πλευρά του Ανέμου» ξεκίνησε την οδύσσειά της τη δεκαετία του '70, όταν και γυρίστηκε στην ολότητά της αλλά δε μονταρίστηκε ποτέ. Ο ίδιος ο Γουέλς δούλευε πάνω στην ταινία αποσπασματικά έως το θάνατό του, ουδέποτε όμως εκείνη έφτασε σε μορφή κατάλληλη για κυκλοφορία. Παρά τις προσπάθειες πολλών έκτοτε να συγκεντρωθούν χρήματα και υλικό ώστε να ενωθούν τα κομμάτια της ταινίας, μεταξύ των οποίων οι σκηνοθέτες Γουές Άντερσον («Οικογένεια Τενενμπάουμ», «Το Νησί των Σκύλων») και Νόα Μπάουμπαχ («Frances Ha»), χρειάστηκε να επέμβει το Netflix για να τη διασώσει από τη λήθη. Η διαδικτυακή πλατφόρμα έβαλε το χέρι στην τσέπη, και υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση των συντελεστών της ταινίας Φρανκ Μάρσαλ (παραγωγός) και Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (ηθοποιός), το κύκνειο άσμα του Γουέλς απέκτησε πνοή. Έτσι, σχεδόν δύο μήνες μετά την πρεμιέρα της στο 75ο Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία φτάνει στους δέκτες των συνδρομητών του Netflix.
Στην «Πλευρά...» παρακολουθούμε την τελευταία μέρα εν ζωή ενός διάσημου σκηνοθέτη, του Τζέικ Χάναφορντ, ο οποίος διοργανώνει ένα πάρτι προβολής υλικού της νέας του ταινίας η οποία ονομάζεται επίσης «Η Άλλη Πλευρά του Ανέμου» και βρίσκεται σε γυρίσματα. Ο Γουέλς ακολουθώντας τη λογική της ταινίας - μέσα σε ταινία, απεικονίζει εκτενείς σεκάνς από το φιλμ του Χάναφορντ, ένα ηθελημένα επιτηδευμένο λαβ στόρι χωρίς διαλόγους ανάμεσα σε δύο χίπηδες. Κάτι ανάμεσα στο «Zabriskie Point» (1970, Μικελάντζελο Αντονιόνι) και το «The Last Movie» (1971, Ντένις Χόπερ). Κατά τη διάρκεια της ημέρας ο σκηνοθέτης περιτριγυρίζεται από συνεργάτες, δημοσιογράφους και κριτικούς, οι οποίοι προσπαθούν να τον προσεγγίσουν για να ικανοποιήσουν τους εγωιστικούς σκοπούς τους.

Εάν η «Πλευρά...» κυκλοφορούσε στα τέλη του '70 θα μιλάγαμε για την πιο εκκεντρική και πειραματική ταινία στη φιλμογραφία του Γουέλς. Με αυτήν ο σκηνοθέτης ήθελε να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή της κινηματογραφικής πρωτοπορίας, καθώς σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του τον είχαν απορρίψει ως δημιουργό εκείνη την περίοδο, και να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σινεμά. Την ουσία των προθέσεών του, αλλά και την κοσμοθεωρία του για τον κινηματογράφο, μπορούμε να απολαύσουμε δια στόματός του στο καταπληκτικό ντοκιμαντέρ «F for Fake» (1973) που ολοκλήρωσε παράλληλα με τα γυρίσματα της «Πλευράς...». Εκεί επεξηγεί πανέξυπνα πώς «μιλώντας» κανείς τη γλώσσα του σινεμά μπορεί να κατασκευάσει τους δικούς του αληθοφανείς κόσμους, και να κάνει το θεατή συμμέτοχο στην «απάτη».
Μια ακόμα βασική ιδέα στη σκηνοθετική προσέγγιση της «Πλευράς...» είναι αυτή του «θεϊκού ατυχήματος». Ο Γουέλς πίστευε ακράδαντα πως οι ταινίες ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς ατυχημάτων, με τον σκηνοθέτη να είναι ο επιβλέπων της κατάστασης, αυτός που αποφασίζει εάν το ατύχημα θα οδηγήσει κάπου αλλού την ταινία ή θα το κόψει στο μοντάζ. Έτσι ήθελε να γυρίσει ένα φιλμ το οποίο ακολουθώντας μια σταθερή πλοκή, μέσω του αυτοσχεδιασμού των ηθοποιών αλλά και του συνεργείου, θα δημιουργούταν πρόσφορο έδαφος για να προκληθούν αυτά τα ατυχήματα τα οποία θα έδιναν ζωντάνια στην ταινία.

Για αυτό λοιπόν η «Πλευρά...» έχει τη μορφή mockumentary, με τους θεατές να παρακολουθούν τη φρενίτιδα που επικρατεί σε ένα σετ γυρισμάτων και τον σκηνοθέτη περιτριγυρισμένο από ηθοποιούς, βοηθούς, φωτογράφους και μια κριτικό κινηματογράφου (η Πολίν Κιλ ίσως;), χωρίς όμως κάποιος από αυτούς να είναι υπαρκτό πρόσωπο. Για να δώσει μεγαλύτερη διάσταση στην ψευδαίσθηση όμως, ο Γουελς προσέλαβε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους γνωστούς επαγγελματίες του σινεμά. Στο ρόλο του σκηνοθέτη - σταρ βρίσκεται ο σπουδαίος Τζον Χιούστον («Το Γεράκι της Μάλτας», «Η Βρόμικη Πόλη», «Κάτω από το Ηφαίστειο»), ενώ ως δεξί του χέρι ο επίσης εξαιρετικός σκηνοθέτης Πίτερ Μπογκντάνοβιτς («The Last Picture Show»).
Με τα γρήγορα cuts, τις νευρικές κινήσεις της κάμερας και το «ηλεκτρισμένο» παίξιμο των ηθοποιών, η ταινία μεταδίδει την τρέλα που επικρατεί στο μικρόκοσμο του κινηματογράφου. Πραγματιστές, ονειροπαρμένοι, διανοούμενοι και αλαζόνες όλοι συναντιούνται στο μεγαλειώδες πάρτι του Χάναφορντ, ο οποίος φέρεται όχι τυχαία σαν άλλος Όρσον Γουέλς. Το σημείο όμως όπου πάσχει η ταινία είναι στην αφήγηση. Καθώς μιλάμε για ένα φιλμ το οποίο δεν ολοκληρώθηκε από τον δημιουργό του και συντέθηκε επί της ουσίας στο μοντάζ τρίτων, η εξέλιξή του είναι κατακερματισμένη και δίχως συναισθηματικό βάρος. Το αξιοθαύμαστο της «Πλευράς...» είναι οι ιδέες του Γουέλς για το σινεμά, ο αβίαστος τρόπος με τον οποίο τα πλάνα εκπέμπουν μαγεία, αλλά και το πάθος που διατρέχει κάθε κάδρο.

Έχουν πραγματική σημασία όμως όλα αυτά σε ένα απολύτως προσωπικό έργο; Απέναντί μας έχουμε έναν Γουελς που εξομολογείται και κριτικάρει μια βιομηχανία που όσο θερμά τον αποθέωσε τόσο ψυχρά του φέρθηκε σχεδόν αμέσως. Σε όλη του την καριέρα εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να βιώνει την ταινία, να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας του γυρίσματος και να αδιαφορεί για την εμπορικότητα αυτού που ετοιμάζει, αρκεί να του έφερνε νέες προκλήσεις. Η στάση αυτή δυσκόλεψε αφάνταστα την καριέρα του, αλλά μας θυμίζει πως για πολλούς σκηνοθέτες οι ταινίες είναι μια τρέλα. Και σαν τρέλα που είναι, μπορούν συχνά να μοιάζουν ασυνάρτητες. Έτσι, ναι, «Η Άλλη Πλευρά του Ανέμου» είναι μια μπερδεμένη αυτοαναφορική ταινία με αφήγηση δύσκολη να την ακολουθήσεις, είναι όμως και μια μοναδική ματιά στη φαντασία ενός σπουδαίου σκηνοθετικού μυαλού.