Τον Οκτώβριο του ’17 ανακοινώνεται πως ο γνωστός αθλητικός δημοσιογράφος της Αμερικής Τζιμ Ρόουμ μεταφέρει τη ραδιοφωνική εκπομπή του, «Jim Rome Show» (ή αλλιώς «The Jungle»), στο τηλεοπτικό πλατό του CBS Sports Network. Αυξημένος κατά ένα, ο αριθμός των ραδιοφωνικών-τηλεοπτικών σόου της μακρινής ηπείρου με ταυτόχρονη μετάδοση και στα δύο μέσα (ή μάλλον στα τρία αν συνυπολογίσει κανείς και το κομμάτι των ενεργών social media με τον διαρκή ιντερνετικό σχολιασμό) δείχνει να αρθρώνει τον δικό του λόγο στα μίντια, διεκδικώντας ένα ακροατήριο που θέλει να συνδυάσει την αμεσότητα του τηλεοπτικού γυαλιού με την οικειότητα του ραδιοφωνικού ήχου – και όλα αυτά σε ένα νέο προϊόν που φιλοδοξεί να αντιστρέψει τη φιλοσοφία της τηλεόρασης από lean-back σε lean-forward.
Σε μία αντίστοιχη λογική αλλά σε μία προσομοιωμένη έκδοση, το νέο πρόγραμμα της late night ζώνης του ANT1 η «νέα εκπομπή του Αντώνη Κανάκη» (ναι, δεν υπάρχει ακόμα οριστικός τίτλος) εκπέμπει τηλεοπτικά αλλά πλαισιώνεται ραδιοφωνικά. Πίσω από πικάπ, σε ένα βίντατζ σκηνικό με φόντο δεκάδες βινύλια, κασέτες, πορτρέτα μουσικών και παλιά μηχανήματα ήχου (μέχρι και λειτουργικό μπομπινόφωνο υπάρχει), το ρόστερ του «Ράδιο Αρβύλα» (Αντώνης Κανάκης, Γιάννης Σερβετάς, Χρήστος Κιούσης και Στάθης Παναγιωτόπουλος) μαζί με ένα νέο μέλος, τη Βερονίκη, φοράει ακουστικά και βγαίνει live σε ένα σεναριακό ραδιοφωνικό σόου με καλεσμένους ομιλητές, αισθητά πιο σοβαρό περιεχόμενο, άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό στα social media και τα 33άρια να ντύνουν μουσικά την εκπομπή.
Όλες οι αναφορές από τους παρουσιαστές κινούνται σε μία κριτική του μέσου μέσα από το ίδιο το μέσο.
Ωστόσο, εδώ δεν έχουμε ένα ορίτζιναλ ραδιοφωνικό content που πατά το «on» στο τηλεοπτικό μόνιτορ, ιντριγκάροντας τους ακροατές του με το «αποκαλυπτικό ατού» της εικόνας, όπως συμβαίνει στα αμερικανικά προγράμματα. Οπότε, ποιος ο λόγος αυτής της προσομοίωσης; Εκτός του ότι επικοινωνιακά κάθε νέο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) προϊόν ψάχνει μία δομική αλλαγή με τα υπόλοιπα της κατηγορίας του για να αναγνωριστεί αμέσως ως μοναδικό/ξεχωριστό/ιδιαίτερο, ο ραδιοφωνικός κώδικας που λανσάρεται προϋποθέτει (και μάλιστα κάπως βεβιασμένα) μία «άλλη» τηλεοπτική συνθήκη.
Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρχουν κάμερες και συνεργείο στο πίσω μέρος, μπορεί να προβάλλεται μέσω τηλεοπτικής συχνότητας και να βλέπουμε ένα τηλεοπτικό πλατό, αλλά όλες οι αναφορές από τους παρουσιαστές κινούνται σε μία κριτική του μέσου μέσα από το ίδιο το μέσο («ο ρομαντισμός έχει χαθεί από την τηλεόραση τα τελευταία χρόνια» προλόγισε ο Κανάκης στην πρώτη εκπομπή). Πόσο εφικτό είναι όμως αυτό; Όταν το 1964 ο αποκαλούμενος και ως «μεταφυσικός των media», Μάρσαλ ΜακΛούαν, πρωτοδιατύπωσε τη ρήση «το μέσο είναι το μήνυμα», έβαλε τον τεχνολογικό ντετερμινισμό στα χωράφια της μαζικής επικοινωνίας και χάραξε νέους ορίζοντες στη παγκόσμια ποπ κουλτούρα και τη σύγχρονη σκέψη. Στη θεωρία του, ο φορέας του μηνύματος αναδείχθηκε σημαντικότερος από το ίδιο το περιεχόμενο που εκφράζεται, εφόσον οι δομικές διαφορές ανά μέσο ταυτίζονται με a priori διαφορετικές συνθήκες επικοινωνίας (βαθμός αμεσότητας, παρέμβασης κοκ). Παραφράζοντας μία εικοσαετία αργότερα την κεντρική ιδέα του Μακλούαν, ο φιλόσοφος Νιλ Πόστμαν γράφει πως «το μέσο είναι οι μεταφορές» («Διασκέδαση μέχρι θανάτου», 1985) και προχωρά σε μία αισθητά πιο αιχμηρή κριτική στο τηλεοπτικό μέσο. Για εκείνον, η τηλεόραση όχι μόνο έχει διαφορετικές συνθήκες επικοινωνίας αλλά και εκείνες ρυθμίζουν μία κουλτούρα ενάντια στον κριτικό λόγο με μοναδικό κίνητρο τη διασκέδαση.
Και μιας και αναφέραμε τη διασκέδαση, η νέα τηλεοπτική εκδοχή της ραδιοαρβυλίτικης τετράδας απέχει παρασάγγας από κάθε τι χιουμοριστικό. Περιορισμένοι μόνο σε συγκρατημένα αστεία, οι παρουσιαστές εισάγουν ένα τελείως νέο προφίλ στο κοινό τους – κόντρα στα προγράμματα που τους καθιέρωσαν όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή την αυθόρμητη, πηγαία και αυθεντική επικοινωνία που είχε ξεκινήσει από το ιστορικό «Κομφούζιο», είχε περάσει στους «Α.Μ.Α.Ν.» και τελικά έφτασε (μετά από αρκετά τηλεοπτικά στάδια, αλλαγές κλπ) στο «Ράδιο Αρβύλα», αποτυπώνοντας την έννοια του «τρολ» πριν καν αυτό ακόμα εκφραστεί στα social media, προσπαθούν να ξαναφέρουν στο τηλεοπτικό παρόν, με άλλη κατεύθυνση στο content. Αυτή η «αθωότητα» που συντρόφευε τα πρώτα βήματα της ομάδας επιζητά να ξανασυστηθεί στο τηλεοπτικό κοινό, να βρει νέους (σοβαρούς) κώδικες επικοινωνίες προτάσσοντας τον ανθρωπισμό και τις αναμνήσεις. Θα τα καταφέρει;