
Έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και, πλέον, μου φαίνεται σαν κάτι που συνέβη πάρα πολύ παλιά, αλλά και πάρα πολύ πρόσφατα. Ίσως επειδή ξέρουμε καλά πως τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε.
Ήταν λοιπόν κάποτε δύο αγόρια που βγήκαν μια βόλτα στα Εξάρχεια. Ήταν Σάββατο βράδυ. Ο ένας γιόρταζε. Λίγο μετά τις εννιά, ο άλλος σκοτώθηκε. Αυτή είναι η ιστορία. Η πιο πικρή ιστορία της πρόσφατης αθηναϊκής μας ζωής.
Ο Νίκος Ρωμανός δεν έχασε μόνο τον κολλητό του στις 6 Δεκέμβρη του 2008. Δεν είδε μόνο τον συμμαθητή του να πέφτει νεκρός από μια σφαίρα στην καρδιά. Εκείνη την "αποφράδα νύχτα", που θα έλεγε και ο Σαχτούρης, μια τεράστια πέτρα ήρθε και κόλλησε πάνω στους ώμους του. Ακόμα την κουβαλάει. Η πέτρα έχει όνομα. Ονομάζεται: "Η ενοχή του επιζώντα". Βρήκαν, λέει, το δακτυλικό του αποτύπωμα στο καμένο διαμέρισμα των Αμπελοκήπων και τον χώσανε ξανά στη φυλακή. Επειδή έκανε το λάθος να μη δεχτεί αυτός τη σφαίρα.
"Ήταν μόνο 15 χρόνων". Αυτό το σύνθημα, που γράφτηκε στους τοίχους της πόλης από διαφορετικά χέρια, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν ξεθωριάζει με τίποτα. Αντιθέτως, διαστέλλεται μέσα μας και μας πνίγει, ειδικά αυτές τις μέρες, ίσως επειδή τα παιδιά μας, που γεννήθηκαν δύο-τρία χρόνια αργότερα, πλησιάζουν αυτήν την ηλικία, η οποία ξαφνικά παίρνει το σχήμα μιας απειλητικής σκιάς που θέλει να μας καταπιεί. Τελικά, έκανα λάθος: κάποιες φορές έχουμε ανάγκη από επετείους. Από αφυπνίσεις. Από μια υπενθύμιση. Σαν χτύπημα από ατσάλι.
Τις προάλλες, είδα ένα βίντεο στο YouTube. Ανέβηκε πριν εννιά χρόνια. Δεν είχα ιδέα. Λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ένας τύπος βγαίνει με την κάμερά του από ένα διαμέρισμα στην Ανδρέα Μεταξά και κατεβαίνει τη Ζωοδόχου Πηγής: μίζερος διάδρομος ορόφου, κατάβαση με παλιό ασανσέρ, άνοιγμα εξώπορτας πολυκατοικίας, δρόμος με πορτοκαλί φωτισμό που θυμίζει Βηρυτό. Πάνω στην εικόνα, εμφανίζεται η ακριβής ώρα: 21:34.
Στη Ζωοδόχου Πηγής, τ’ αμάξια έχουν μπλοκαριστεί. Ο τύπος περπατάει στο δεξί πεζοδρόμιο, περνάει τη Μάνης, ακούγεται μια φωνή να λέει: "Αν σε δουν με την κάμερα, κάηκες". Στο βάθος, έχουν ανάψει φωτιές.
Φτάνει στο ύψος της Τζαβέλλα. Τρεις αναμμένοι κάδοι στη μέση του δρόμου και τρία μαυροντυμένα αγόρια στον πεζόδρομο. Το ένα αγόρι, με κοτσίδα, σπρώχνει το δεύτερο αγόρι που δείχνει τελείως χαμένο. Πρόσωπο παιδικό. Τα μαλλιά του είναι μαύρα, πυκνά. Κάτι λέει. Ίσως λέει: "Οι μπάτσοι τον φάγανε". Ο τρίτος, λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία, τους χωρίζει.
Η κάμερα αφήνει τ’ αγόρια και τραβάει τους κάδους που φλέγονται. Βρισκόμαστε στο δεύτερο λεπτό του βίντεο. Το βίντεο διαρκεί είκοσι λεπτά. Καταγράφει ό,τι περιμένει κανείς να καταγραφεί από κείνη τη νύχτα: η πρώτη πορεία διαμαρτυρίας, οργισμένοι άνθρωποι που κοιτάζουν από το μπαλκόνι, φωνές, φωτιές, τα λευκά κράνη των ματατζήδων σαν σημαδούρες μίσους.
Το βίντεο δεν θα είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν η κάμερα δεν είχε τραβήξει, έστω φευγαλέα, το αναστατωμένο πρόσωπο του Νίκου Ρωμανού, αποτυπώνοντας για πάντα τη στιγμή που η ζωή ενός δεκαπεντάχρονου παίρνει επικίνδυνη στροφή. Ο Μπαζέν έλεγε πως η κινούμενη εικόνα είναι το μοναδικό μέσο που μπορεί να καταγράψει με αμεσότητα τη μετάβαση από τη ζωή στο θάνατο. Εδώ όμως συμβαίνει το αντίστροφο. Μέσα από το θάνατο, ένα αγόρι έχει μόλις ξαναγεννηθεί.
Θα γνωρίσουμε για τα καλά αυτό το αγόρι, μ’ ένα πρόσωπο γεμάτο μώλωπες, τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά την αποτυχημένη ληστεία στο Βελβεντό. Φυλακίστηκε και ύστερα από δικαστήρια, απεργίες πείνας και ταλαιπωρίες, αποφυλακίστηκε το ’19. Μέχρι πρότινος, δεν είχε απασχολήσει ξανά τις αρχές.
Λένε πως το αποτύπωμά του βρέθηκε σε μια σακούλα νάιλον, μάρκα Σάνιτας, χρώμα μπλε και μαύρο, με λευκά κορδόνια σύσφιγξης. Είναι αλήθεια. Μόνο που κάνανε ένα μικρό, απερίσκεπτο λάθος. Το δακτυλικό αποτύπωμα είναι δικό μας.