
Το γεγονός πως ο πιο φιλόξενος χώρος που επισκέφτηκα πριν λίγες μέρες -ήσυχος, δροσερός και δωρεάν- ήταν το εσωτερικό του Αγίου Διονυσίου στην οδό Σκουφά, δεν αποδεικνύει πως είμαι χριστιανός, αλλά πως η Αθήνα δεν έχει δημόσιους χώρους.
Είναι αλήθεια: δεν έχει δημόσιες τουαλέτες, δεν έχει αρκετά πάρκα, δεν έχει σημεία να πιεις νερό, δεν έχει χώρους με κλιματισμό, δεν έχει μέρη να ξεκουραστείς, δεν έχει σημεία να φορτίσεις το κινητό σου.
Αυτά έλεγα στη Χάνα. Αλλά η Χάνα δεν καταλάβαινε. Μόλις είχε έρθει από το Τορόντο και όλα της φαίνονταν φανταστικά. Ο θόρυβος, τα κορναρίσματα, ο κόσμος που περπατούσε ζαλισμένος ψωνίζοντας, τα σκουπίδια που ξεχείλιζαν από τους κάδους, ο καύσωνας. Και σίγουρα, εκείνη τη στιγμή, η Χάνα δεν ενδιαφερόταν για εικόνες με αγίους στο ημίφως του ναού.
Η Αθήνα είναι μια πόλη που σε αφήνει απροστάτευτο. Εκτός αν η πιστωτική σου κάρτα είναι γεμάτη. Τότε, ανοίγουνε οι πύλες του Παραδείσου και γίνεσαι εφήμερος βασιλιάς. Αυτά έλεγα στη Χάνα. Αλλά η Χάνα δεν άκουγε. Κοιτούσε τον τρούλο. Ήταν ψηλή. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα. Φορούσε ένα λεπτό φόρεμα και σανδάλια. "Δεν φεύγουμε;" μου είπε αμέσως μετά. "Είναι λίγο κρίπι εδώ μέσα". Πράγματι, ήταν.
Βγήκαμε ξανά στη Σκουφά. Ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικός. Ίσως επειδή οι κόρες των ματιών μας είχαν μεγαλώσει μέσα στο ναό. Τρέξαμε να βρούμε καταφύγιο στο "Φίλιον". Παραγγείλαμε καφέ. Ακόμα και το "Φίλιον" έδειχνε ξαφνικά συμπαθητικό. Για χρόνια, το απέφευγα. Μου ήταν αδύνατον να συνυπάρξω με την αφρόκρεμα της πνευματικής Αθήνας που σύχναζε εκεί. Τώρα όμως, που όλα αλλάζουν, βρίσκω ελπιδοφόρο όταν ένα μαγαζί αντιστέκεται στην αλλαγή. Ειδικά σε καιρούς που η γεωλογία της πόλης κοντεύει να εξαφανιστεί κάτω από αμέτρητα στέκια που ξεφυτρώνουν, εν μία νυκτί, και προορίζονται αποκλειστικά για τους τουρίστες.
"Τι ωραίο μέρος", είπε η Χάνα, ενώ μας τύλιγε η μεθυστική μυρωδιά του πούρου που κάπνιζε ο κύριος στο διπλανό τραπεζάκι. Μόλις τελειώσαμε, ζήτησα το λογαριασμό. Το "Φίλιον" ήταν πάντα ακριβό. Μα έτσι όπως έχουν ακριβύνει τα πάντα, αυτή τη φορά μού φάνηκε μια χαρά.
Η Αθήνα είναι μια πόλη των λεπτομερειών. Αν εστιάσεις σ’ αυτές, λες και βλέπεις κοντινά πλάνα μικρής διάρκειας, ίσως καταφέρεις ν’ αποφύγεις τη μεγάλη, γενική εικόνα που είναι, τουλάχιστον για τους κατοίκους της, αποκαρδιωτική. Κατά βάση, είναι μια αφιλόξενη πόλη με φιλόξενες χειρονομίες, και γι’ αυτό είναι μια ανοιχτή πόλη, βαθιά συγκινητική και σαγηνευτική.
Ένας μικρός πεζόδρομος στο Σύνταγμα, μια μεταλλική πράσινη καρέκλα με ενσωματωμένο τραπέζι στον Εθνικό Κήπο, ο όγκος του Υμηττού σαν βαρόμετρο της καθημερινότητάς μας, μια φτηνή ταβέρνα σε μια στοά, ο ηλεκτρικός καθώς ανεβαίνει τη γέφυρα στο ύψος των Πετραλώνων, μια βόλτα στον περίβολο του Πολυτεχνείου, τα σκαλιά του Αρχαιολογικού Μουσείου, ακόμα και η Πατησίων, σαν φραγμένη αρτηρία που δεν σταματάει να μας δίνει αίμα, είναι πράγματα που προσπάθησα να δείξω στην καλή μου φίλη, αλλά δεν ξέρω αν τα κατάφερα.
Εκεί κάπου, την άφησα. Μπήκαμε στο μουσείο, τη συνόδευσα μέχρι τον έλεγχο, την αγκάλιασα και είπαμε "Εις το επανιδείν", ενώ περνούσε το σακίδιό της από τις ακτίνες. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, ο ήλιος χανόταν. Πριν τρεις δεκαετίες, καθόμουν στο ίδιο σημείο, ίδια ώρα, κάπως χαμένος, όπως οφείλει να είναι κάποιος που έχει μόλις κλείσει είκοσι. Η Αθήνα μού φαινόταν αχανής τότε. Κοιτούσα την Πατησίων και προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Ακόμα να καταλάβω.