
Η βασική διαφορά ανάμεσα σ’ ένα ποδοσφαιρικό αγώνα και μια συναυλία είναι πως στη συναυλία πηγαίνεις ως ηττημένος, ενώ το μόνο που ζητάς από ένα ματς είναι να ζήσεις την ψευδαίσθηση της νίκης. Γιατί αν μια συναυλία μετατρέπει τις πληγές σου σε χρυσά νομίσματα (είμαι χαμένος, αλλά αξίζει τον κόπο), ένας αγώνας τ’ αναποδογυρίζει όλα. Ανάλογα με το σκορ, βέβαια.
Αν μια συναυλία μετατρέπει τις πληγές σου σε χρυσά νομίσματα (είμαι χαμένος, αλλά αξίζει τον κόπο), ένας αγώνας τ’ αναποδογυρίζει όλα. Ανάλογα με το σκορ, βέβαια.
Αυτή την περίεργη σκέψη έκανα κατά τη διάρκεια του αγώνα Ελλάδα-Γαλλία για τα προκριματικά του Euro 2024, χωρίς βαθμολογικό ενδιαφέρον. Φιλοξενήθηκε στο γήπεδο της ΑΕΚ, το βράδυ της Τρίτης. Ήταν η τέταρτη φορά που βρισκόμουν σε ποδοσφαιρική αναμέτρηση και η πρώτη φορά που άρχισα ν’ ανταποκρίνομαι στο μηχανισμό της: δημιουργεί μια ρωγμή στην καθημερινότητα, που διαστέλλεται για ενενήντα λεπτά, κυρίως λόγω της συλλογικής συμμετοχής, μέχρι που κλείνει το σύρτη της, απότομα. Είναι σαν όνειρο. Και είναι κιτς.
Κιτς: η εκκωφαντική μουσική και οι δέσμες από φως πριν τον αγώνα, η ενθουσιώδης φωνή του εκφωνητή, οι αναγγελίες των παικτών, οι εθνικοί ύμνοι, οι ιαχές μας. Αλλά και ο μαύρος ατσάλινος δικέφαλος αετός, πάνω στον τρούλο της Αγιάς Σοφιάς, λες και έχει γαντζωθεί σ’ ένα πεταμένο γιγάντιο δοχείο νυκτός, έξω από το ομώνυμο στάδιο. Όπως και οι θύρες με τοπωνύμια από τη Μικρά Ασία: Τραπεζούντα, Κερασούντα, Αϊβαλί. "Στο κιτς ο κόσμος των πραγμάτων έρχεται πάνω στον άνθρωπο· παραδίδεται στο διστακτικό άδραγμά του και τελικά πλάθει μέσα σ’ αυτόν τις μορφές του", έγραφε ο Μπένγιαμιν το 1925. Δεν θα διαφωνήσω. Είμαστε πιο κοντά στο κιτς απ’ όσο πιστεύουμε.

Αυτό όμως που δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα είναι αν ένα γήπεδο ποδοσφαίρου μοιάζει με αρένα ή πυραμίδα. Στην περίπτωση πάντως που είναι πυραμίδα, είναι αντεστραμμένη. Βλέπουμε τη βάση της και η κορυφή βρίσκεται κάτω από το έδαφος. Θέλω να πω: υπάρχει κάτι που δεν βλέπουμε. Που είναι κρυμμένο, μυστικό. Δεν εξηγείται αλλιώς η μανία με την μπάλα. Φαίνεται πως μας αφορά άμεσα, διακυβεύεται η σύσταση της ύπαρξής μας, γίνεται ζήτημα ζωής ή θανάτου. Έχει κάτι από την εμπειρία του κινηματογράφου, όταν βγαίνεις από την αίθουσα σαν υπνοβάτης, όπως έλεγε ο Μπουνιουέλ. Μόνο που εδώ, επειδή η χειρονομία είναι πλατύτερη, γίνεται τρομακτική, συγκινητική, γελοία. Έχει μια αυθεντική αμεσότητα που δεν συναντάς συχνά.
Πριν δύο μήνες, ανέβαινα με ταξί στο Ολυμπιακό Στάδιο -προτού κλείσει-, και συναντώντας κόσμο μέσα στ’ αμάξια τους, με πράσινα κασκόλ και σημαίες, ένιωσα, έπειτα από πολύ καιρό, πως είχα την ευκαιρία να συντονιστώ ξανά με την πόλη. Βασικά, ένιωσα αθώος και δούλος.
Πριν δύο μήνες, ανέβαινα με ταξί στο Ολυμπιακό Στάδιο -προτού κλείσει-, και συναντώντας κόσμο μέσα στ’ αμάξια τους, με πράσινα κασκόλ και σημαίες, ένιωσα, έπειτα από πολύ καιρό, πως είχα την ευκαιρία να συντονιστώ ξανά με την πόλη. Βασικά, ένιωσα αθώος και δούλος. Δύο πράγματα δηλαδή που απεχθάνομαι. Ειδικά μάλιστα επειδή όλο το σκηνικό θύμιζε ευφορία μαγειρεμένη στην κατσαρόλα της δεκαετίας του ’80. Ίσως έφταιγε ο δρόμος. Η λεωφόρος Κηφισίας, μαζί με τη Συγγρού και, κυρίως, τη λεωφόρος Ποσειδώνος, είναι σαν να έχουν μείνει πίσω, ξεχασμένες, στα πιο αλλόκοτα αθηναϊκά χρόνια του προηγούμενου αιώνα.
Αλήθεια, τι είδαμε τελικά στον αγώνα που έληξε ισόπαλος; Μια ομάδα που έπαιζε σαν ν’ ακούς συμφωνική ορχήστρα, η οποία είχε κάνει αμέτρητες πρόβες και ήξερε απ’ έξω την παρτιτούρα, με την πριμαντόνα της (Εμπαπέ) να μπαίνει αλλαγή κάπου στο δεύτερο ημίχρονο. Με δύο γκολ (Κολό Μουανί, Φοφανά) και γκρίνια για ένα τρίτο που δεν μέτρησε, στην "εκπνοή του αγώνα", όπως συνηθίζουν να λένε οι αθλητικογράφοι. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο η χαρά και η απόλαυση να βλέπεις την πρώην παγκόσμια πρωταθλήτρια να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου. Η Γαλλία παράγει έναν συγκεκριμένο ήχο μέσα στο γήπεδο. Καθαρό, κρυστάλλινο. Είτε το θέλουμε είτε όχι.
Και η αντίπαλη ομάδα; Λίγο ξεκούρδιστη, χωρίς πολλές πρόβες, αρκετή αστάθεια (μ’ εξαίρεση τα χέρια του Βλαχοδήμου), δύο γκολ (Μπακασέτας, Ιωαννίδης) και μπόλικη τύχη. Εν ολίγοις, κάπως πανκ. Αλλά, είναι γνωστό πόσο μας αρέσει το πανκ: "Είναι σύρτες του ονείρου και υποχωρούν σε κάθε ελαφρά πίεση της ορμής που ακουμπάει πάνω τους".