Η Αθήνα των Συγγραφέων | Δημήτρης Μανιάτης: "Οι σημερινοί Αθηναίοι βλέπουν την πόλη τους ως αναγκαίο κακό"

Μια πόλη τη γνωρίζεις όταν την περπατάς. Και ο Δημήτρης Μανιάτης είναι από τους ανθρώπους που όχι μόνο ζουν στην Αθήνα, αλλά την ξέρουν σπιθαμή προς σπιθαμή. Συναντηθήκαμε με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα και μάς μίλησε για την πόλη όπως την έχει βιώσει μέχρι σήμερα.

Δημήτρης Μανιάτης © Λεωνίδας Τούμπανος

"Η καταγωγή μου και από τους δύο γονείς είναι από τη Μύκονο. Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στα Σεπόλια, μια περιοχή με έντονη μυκονιάτικη αναφορά λόγω του ιστορικού καφενείου των Μυκονιατών και λόγω της κοινότητας των Ανωμεριτών Μυκόνου. Πρόλαβα το ιστορικό καφενείο του Στρίμα, παππού του Κώστα Αρβανίτη, ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο έρχονταν τα δέματα των Μυκονιατών από το νησί, τα λεγόμενα αποδοσίδια. Στην περιοχή ήταν και τα γραφεία της εφημερίδα "Μυκονιάτης" του συγχωρεμένου Τάσου Λοΐζου για την οποία πρωτοέκανα σκίτσα σε ηλικία 7-9 ετών. Στα Σεπόλια ήταν έντονη η μυκονιάτικη αναφορά και η αίσθηση της κοινότητας. Τα πράγματα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά καθώς για τους επαρχιώτες της Αθήνας –τους Ναξιώτες του Γαλατσίου, τους Μυκονιάτες των Σεπολίων ή των Αγίων Αναργύρων, τους Καρπάθιους του Πειραιά– είναι πιο εύκολο να πάνε στο νησί και έτσι χάθηκε η ανάγκη της κοινότητας μέσα στον ξένο νέο τόπο που λέγεται Αθήνα. Παραλλήλως δεν είναι πια ξένος τόπος, για τις δικές μας γενιές είναι η πόλη μας".

"Η δεκαετία του 1980 κατά την οποία μεγάλωσα ήταν μια περίοδος ραγδαίας ανοικοδόμησης με νεότευκτες πολυκατοικίες, οι οποίες σταδιακά λόγω αντιπαροχής έδιναν τη θέση τους στα παλαιότερα όμορφα δίπατα σπίτια πολλά από τα οποία πλέον διασώζονται πέριξ των λόφων Σκουζέ και Κολωνού. Υπό αυτή την έννοια ήταν μια περίοδος μεταβατική και για την πόλη και για τη νεολαία της. Υπήρχε η αίσθηση της γειτονιάς, της ανοικοδόμησης αλλά και μια νέα αίσθηση παγκοσμιοποιημένης συμπεριφοράς".

"Με τους φίλους μου έπαιζα στον δρόμο. Είμαι κατεξοχήν παιδί του δρόμου, παιδί του γηπέδου. Στο γηπεδάκι του Τρίτωνα μεγάλωσα, σε αυτό που μεγάλωσε και ο Αντετοκούνμπο. Οι πλατείες είχαν μια αίσθηση δημόσιου χώρου και συγκέντρωναν τη νεολαία. Είτε ήταν η πλατεία Πανταζοπούλου στον Κολωνό είτε του Αγίου Μελετίου ή η πλατεία Κυψέλης που τότε μας φαινόταν πολύ μακριά. Αυτή ήταν η ζωή μας: τα παιχνίδια, αργότερα τα ηλεκτρονικά, το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο. Θεωρώ πολύ μεγάλη τύχη που τα έζησα, χωρίς καμία διάθεση ρομαντικοποίησης".

Δημήτρης Μανιάτης
© Λεωνίδας Τούμπανος

"Οι πρώτες μου επισκέψεις στο κέντρο της Αθήνας ήταν πάντα με τους γονείς μου την περίοδο των Χριστουγέννων και όχι μόνο – τότε που μας φαίνονταν τεράστια τα κτίρια του Μινιόν και του Λαμπρόπουλου. Περνούσαμε από τον Λουμίδη για να πάρουν οι δικοί μου καφέ για το σπίτι, καθόμασταν στο παλιό Νέον ή στο παλιό Μανχάταν ή στο Σύνταγμα ή στου Παπασπύρου. Η Αθήνα στα μάτια ενός μικρού παιδιού, που μεγάλωνε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν μια πολύ όμορφη πόλη με λαμπιόνια, απρόσωπη αλλά την ίδια στιγμή και γοητευτική. Ήταν η εποχή που ο Αθηναίος διαμόρφωνε συμπεριφορά καταναλωτή γιατί υπήρχε ισχυρή μεσαία τάξη αλλά επικρατούσε και μια πιο πρωτόγονη αίσθηση καταναλωτισμού. Δεν είχαν δημιουργηθεί τα e-shop, άρα για οτιδήποτε χρειαζόσουν έπρεπε να κατέβεις στην περιοχή σου είτε στις μεγάλες αγορές. Με αυτό τον τρόπο διατηρούνταν η αίσθηση κοινοτισμού του καταναλωτή, η οποία έχει εξασθενήσει παντελώς – σήμερα έχεις τη δυνατότητα να παραγγείλεις από τον καναπέ σου τα πάντα".

"Οι σημερινοί Αθηναίοι όχι μόνο δεν γνωρίζουν την πόλη, τη μισούν κιόλας. Τη βλέπουν ως προσωρινό ή ως αναγκαίο κακό. Δεν υπάρχει η αίσθηση της συνείδησης της πόλης, η οποία διαμορφώνεται από τρεις τομείς: τη μνήμη, το μέλλον και το παρόν. Η Αθήνα είναι γεμάτη θαμμένα μυστικά. Πριν από μέρες κατέβαινα την Αγίου Κωνσταντίνου στο κομμάτι μετά το Εθνικό Θέατρο. Στην πολυκατοικία που βρίσκεται στη γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Νικηφόρου υπάρχουν σκάγια από τα Δεκεμβριανά. Ο Εμφύλιος, τα Δεκεμβριανά και η Κατοχή είναι ακόμη ζωντανά γύρω μας".

"Δεν υπάρχει η αίσθηση της συνείδησης της πόλης, η οποία διαμορφώνεται από τρεις τομείς: τη μνήμη, το μέλλον και το παρόν".

"Ξεκίνησα να κατεβαίνω στο κέντρο μόνος μου στα δεκατρία μου. Τότε ήταν σκληρή η Ομόνοια, εμείς κατεβαίναμε για τα ηλεκτρονικά του λεγόμενου "κουτσού", που ήταν σε ένα υπόγειο. Η πλατεία Κουμουνδούρου και η Ομόνοια είχε πολύ ψωνιστήρι – είναι πιθανότατα η Ομόνοια που περικλείεται στα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου της εποχής. Την ίδια στιγμή είχαμε μια μελαγχολική Βικτώρια, δύσκολη όταν έπεφταν τα φώτα, με άλλου τύπου κινδύνους από τους σημερινούς. Τότε υπήρχε η αίσθηση της πιάτσας, τώρα είναι ό,τι να ’ναι, επικρατεί γενικά μια παραβατικότητα. Ακούγεται χαζό αλλά στο περπάτημά σου, στη βόλτα σου, μπορούσες να μην μπλέξεις με όλο αυτό γιατί είχε κανόνες. Τώρα είναι χάος. Μπορεί κάποιος ανά πάσα στιγμή να σου πάρει το πορτοφόλι, ακόμη και να σε σκοτώσει. Πλέον είναι σαν να σου πέφτει μετεωρίτης στο κεφάλι".

"Την εποχή που σου περιγράφω υπήρχε ακόμη το υπόλειμμα της πιάτσας, όπως την περιέγραψε ο Ζάχος Παπαζαχαρίου. Στην Ομόνοια –συγκεκριμένα εκεί που είναι σήμερα ο Χόντος– είχα προλάβει να μαζεύονται Κυριακή πρωί οι μπογιατζήδες με τις βούρτσες και να περιμένουν να τους πάρουν για δουλειά. Θυμάμαι τα πηγαδάκια, τους τσακωμούς, τους καυγάδες, ακόμη και το ξύλο μπροστά από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πάνω στην πλατεία Ομονοίας. Οι τελευταίοι που κατέβαιναν και κοιτούσαν και σχολίαζαν τα πρωτοσέλιδα ήταν οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι".

"Ζούμε πλέον την εποχή της κοινωνίας των κινητών, όχι των πολιτών. Μέσα από τα κινητά γίνονται τα πάντα: από το e-banking και την παραγγελία στο delivery, μέχρι τον τσακωμό για τα πολιτικά. Έχει μετακινηθεί εκεί ένας πολιτισμός, ένα είδος δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η δημοκρατία έχει εξελιχθεί σε ένα είδος εκλογικής δημοκρατίας. Είναι επικίνδυνο η δημοκρατία να περιοριστεί στο εκλογικό σκέλος της. Δεν λέω ότι είναι αντιπαραθετικό, θα μπορούσε να είναι συνδυαστικό".

"Στην Ελλάδα επαφίενται πολλά στον συλλέκτη, τον διασώστη, διότι δεν υπάρχει φορέας καταγραφής της εθνικής μουσικής παράδοσης όπως συμβαίνει στο εξωτερικό".

"Έχω μνήμες από την εποχή που κατεβαίναμε με τα πόδια στο Rock City στη Σωκράτους για να πάρουμε κασέτες –Black Sabbath, Led Zeppelin, Uriah Heep, Running Wild, Scorpions, Bon Jovi, Guns ’n‘ Roses– κι από εκεί στην Ηφαίστου στο Μοναστηράκι για κονκάρδες, αρβύλες Dr. Martens, μπότες Wehrmacht, μπουφάν Fly και κασκόλ. Καταλήγαμε για κάνα καφεδάκι στην Αδριανού. Στο Μοναστηράκι υπήρχε πιο έντονη η αίσθηση του γιουσουρούμ το οποίο γινόταν δύο μέρες – έστηναν τους πάγκους και το Σάββατο. Το παζάρι απλωνόταν μέχρι εκεί που τελειώνει η Ερμού και έπιανε την πλατεία Αβυσσηνίας. Δεν έβγαζαν πράγματα μόνο τα παλαιοπωλεία, υπήρχαν και αυτόνομοι πάγκοι".

"Η αγάπη μου για το λαϊκό τραγούδι άρχισε από το σπίτι, ο πατέρας μου άκουγε Καζαντζίδη. Η πρώτη μου ενασχόληση όμως ήταν το ρεμπέτικο: η συνάντησή μου με τον Μιχάλη Γενίτσαρη, με τον Κούλη Σκαρπέλη, οι επισκέψεις μου σε μαγαζιά όπως η Στοά των Αθανάτων, η Μποέμισσα, στα ρεμπετάδικα όπου υπήρχαν κάποιοι παλιοί όπως ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης, η Χαρούλα και βεβαίως η γενιά της αναβίωσης του ρεμπέτικου, ο Μπάμπης Γκολές κ.ά. Όταν πηγαίναμε να βρούμε τον Γενίτσαρη ήμασταν πιτσιρικάδες – μαθητές και φοιτητές. Ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος, εξαιρετικός. Ήξερε να λέει ιστορίες και ήξερε ποιον έχει απέναντί του, ήξερε ποιος ακούει και ποιος όχι. Ο Μιχάλης συγκροτούσε μια ταυτότητα. Ήταν Πειραιώτης, άνθρωπος της αγοράς και δύσκολος".

Δημήτρης Μανιάτης
© Λεωνίδας Τούμπανος

"Η αφετηρία για το ψάξιμό μου σε αυτό το πεδίο ήταν το 1997. Τότε ήταν που μου έκανε δώρο ο θείος μου ο Νίκος τα "Ρεμπέτικα τραγούδια" του Ηλία Πετρόπουλου, ακολούθησε η πρώτη σειρά της Ελευθεροτυπίας με τους τόμους για τον Μάρκο Βαμβακάρη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Βασίλη Τσιτσάνη τους οποίους είχε επιμεληθεί ο Κώστας Χατζηδουλής. Κι έτσι μπήκα στο υλικό και άρχισα να καταλαβαίνω ότι όλο αυτό συγκροτεί ένα πεδίο. Χρωστάμε πολλά στον Χατζηδουλή. Στην Ελλάδα επαφίενται πολλά στον συλλέκτη, τον διασώστη, διότι δεν υπάρχει φορέας καταγραφής της εθνικής μουσικής παράδοσης όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Είναι σπουδαίο ότι ο Χατζηδουλής είχε πάει με κασετόφωνο στην Νταίζη Σταυροπούλου, ότι διέσωσε το τετράδιο του Μανώλη Χιώτη στο οποίο είχε καταγράψει τις σκέψεις του, ότι έχει καταγράψει τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη και τους έχει κάνει βιβλία".

"Η τομή στη ζωή μου ήταν όταν έγραψα τη βιογραφία του Πάνου Γαβαλά, γιατί ήταν ένας σπουδαίος βάρδος, ένα τεράστιο πρόσωπο. Μέσα από εκείνον κατάλαβα τι σημαίνει λαϊκό τραγούδι και νύχτα. Η νύχτα είναι ετερόκλητο παζλ, σύνθεση και συγκρότηση πολλών επιμέρους πραγμάτων, κατορθωμάτων, ματαιώσεων, ιστοριών. Είναι η μικρή ιστορία της Ελλάδας που τέμνεται με την πολύ μεγάλη μεταπολεμική ιστορία. Είναι πρόσωπα που πολλές φορές υπερέβησαν τον εαυτό τους. Είναι η ιστορία των εταιριών αλλά και η σκληρή ιστορία της νύχτας που αφορά το εμπορικό κομμάτι, δηλαδή το χρήμα. Παράλληλα είναι η ιδεολογική διαπάλη, οι προσωπικοί ανταγωνισμοί, η θέση της γυναίκας, η θέση του άντρα. Όλες οι ιστορίες της Ελλάδας συναρθρώνονται μέσα και από το λαϊκό τραγούδι. Κι επειδή αφορούσε πολύ κόσμο καλύπτει ένα πολύ μεγάλο πεδίο".

"Όταν φοιτούσα στο Πάντειο ήταν εποχή έντονης πολιτικοποίησης, κυριαρχίας του Σημίτη και του ΠΑΣΟΚ. Σε εκείνα τα χρόνια χρωστάω ότι εξερεύνησα το Κουκάκι προτού μετασχηματιστεί σε αυτό που είναι σήμερα. Ήταν μαγική περιοχή και παραμένει. Έχει κι αυτό πολλά θαμμένα μυστικά. Για μένα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της αγάπης μου για την ιστορική εποχή του Εμφυλίου και της Κατοχής, καθώς κουβαλάει μνήμες από τότε. Τότε η περιοχή ήταν μικτή, συνυπήρχε ο παλαιός αστικός κόσμος με τον λαϊκό. Πηγαίναμε στον Φελλό στη Δράκου – τότε πρωτογνώρισα τον Θανάση Συλιβό, τον ΛοΓό, τον Μωυσή Ασσέρ, όλη αυτή την παρέα. Στην οδό Ολυμπίου ήταν ο Καλύβας με τα σουβλάκια. Στην παλιά εστία του Παντείου ένας φίλος είχε σαντουιτσάδικο, το οποίο έμενε ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο – εκεί κάναμε ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις. Πηγαίναμε στα μπιλιαρδάδικα της περιοχής, κάναμε παρέα με τα κορίτσια που έβγαιναν τις νύχτες στη Συγγρού".

"Τα βιβλιοπωλεία όπως και η συλλογή βιβλίων μου είναι για μένα εδώ και πολλά χρόνια πολύ βασική μου δραστηριότητα και προσωπική ψυχανάλυση".

"Από το 1999 δουλεύω ως δημοσιογράφος, αρχικά ως freelancer και από το 2005 στην εφημερίδα Τα Νέα. Παρότι έχω φίλους δημοσιογράφους, πάντα οι παρέες μου ήταν κυρίως από άλλους χώρους. Υπήρχε ένας στρατωνισμός στους δημοσιογράφους που δεν μου άρεσε: οι παλιοί έλεγαν ιστορίες και οι νέοι άκουγαν. Αγάπησα την παλιά γενιά και πάντα είχα τα αυτιά μου ανοιχτά στις ιστορίες τους, όμως οι παρέες μου ήταν αλλού. Και αυτό δεν συνέβαινε για να τροφοδοτούμαι και να τροφοδοτώ, αλλά γιατί ο δημοσιογράφος κινδυνεύει να πάθει δημοσιογραφίτιδα".

"Έχω μείνει στο Κολωνάκι για κάποια χρόνια, σε τέσσερις διαφορετικές οδούς. Για μένα υπήρξε μια από τις περιοχές με την έννοια της κοινότητας και της πιάτσας. Μέσα στην υπερβολή του –είχε το γκροτέσκο και το γκλαμ την ίδια στιγμή– μπορούσες να ανταλλάξεις πέντε καλημέρες. Για εμάς τους πολιτικούς συντάκτες παρέμεινε για πάρα πολλά χρόνια και πηγή πολλών πληροφοριών στα καφέ του επειδή είναι κοντά στη Βουλή, στο υπουργείο Εξωτερικών, στις πρεσβείες. Η περιοχή βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μετασχηματισμό, δεν είναι το Κολωνάκι του ’90 ούτε του 2000".

"Το μετρό ενοποίησε τις περιοχές και τα χαρακτηριστικά τους και έτσι βλέπεις ότι ούτε τα Εξάρχεια είναι Εξάρχεια ούτε το Κολωνάκι Κολωνάκι. Πολύ γρήγορα αντιμετατέθηκαν τα πρότυπα των ανθρώπων. Παλιότερα ο Χαϊδαριώτης ή ο Αιγαλεώτης ίσως πήγαιναν μια στο τόσο στο Κολωνάκι για καφέ, πλέον με το μετρό βρίσκονται εκεί σε 12 λεπτά. Άρα δεν υπάρχουν τα παλιά στεγανά των περιοχών. Οι περιοχές έχουν ομογενοποιηθεί και έχουν αλληλεπιδράσει. Το Κολωνάκι είναι λίγο Αιγάλεω και το Αιγάλεω λίγο Κολωνάκι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ένα είναι καλύτερο από το άλλο".

"Πηγαίνω πολύ στα βιβλιοπωλεία. Προχτές πέρασα από την Πολιτεία και πήρα το βιβλίο του Νίκου Βεργέτη. Τα βιβλιοπωλεία όπως και η συλλογή βιβλίων μου είναι για μένα εδώ και πολλά χρόνια πολύ βασική μου δραστηριότητα και προσωπική ψυχανάλυση. Το βιβλίο δεν υποκαθίσταται και πιστεύω ότι θα είναι νικητής στον χρόνο. Βέβαια πρέπει να αντέξουν οι εκδοτικοί οίκοι, αυτό είναι το ζήτημα. Αλλιώς γενικά το βιβλίο θα αντέξει περισσότερο από όλα".

"Στο "Galaxy" με πρωτοπήγε ο Νίκος Μανιός. Τότε ζούσε ακόμη ο Τζίμης Αλαμπάνος ο αδερφός του Γιάννη οπότε υπήρχαν δύο βάρδιες. Μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση ότι οι άνθρωποι έπιναν από τόσο νωρίς, κάτι που ξαναείδα στο παλιό "Low Profile" όπου ο Αντώνης Σουρούνης και άλλοι έπιναν το ουίσκι τους στις δώδεκα το μεσημέρι. Δεν μπορούσα να το καταλάβω τότε, για μένα το ποτό ήταν συνυφασμένο με τη νύχτα. Το "Galaxy" διατηρεί ακόμη συνοδεύει τα ποτά με τη φρυγανιά που θα βάλει στην τοστιέρα, το βουτυράκι, το ωραίο κασεράκι, τις ελιές από την αγορά – αυτό δεν το έχει κανένα μπαρ. Η μπάρα του για μένα είναι τέμενος: μπορείς εκεί να μιλήσεις ή να σκεφτείς και να δουλέψεις μέσα στον εαυτό σου".

"Τώρα μένω στα Σεπόλια. Ο πυρήνας τους είναι τρίτη γενιά μεταναστών και οι συνταξιούχοι. Είναι μια απρόσωπη περιοχή με πολλά σουβλατζίδικα. Το σουβλατζίδικο το οποίο έχει σε μεγάλο βαθμό υποκαταστήσει την ταβέρνα ήταν η πιο εύκολη λύση όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σουβλατζίδικα διαμάντια. Η ταβέρνα έχει αλλάξει χαρακτήρα και σε μεγάλο βαθμό στράφηκε στο γκουρμέ, μια τάση η οποία γιγαντώθηκε κυρίως μετά το 2000. Πρόλαβα πολύ ωραίες ταβέρνες στην Καισαριανή, στο Παγκράτι, κάποιες από τις οποίες με τα χρόνια εγκλωβίστηκαν στον κατάλογο. Ντρέπονταν να γράψουν το σπανακόρυζο με τ' όνομά του και το έγραφαν ριζότο με σπανάκι. Αυτό είναι μικροαστισμός. Και καλούς σεφ έχουμε και καλούς καταλόγους και αν θες να φας σε εστιατόριο που έχει Michelin, θα πας. Είμαι υπέρ των καλών εστιατορίων. Τι γίνεται όμως αν θες να πας στην ταβέρνα, να πάρεις τα παϊδάκια σου, τη σαλάτα σου και να ακούσεις κι έναν Καζαντζίδη;".

Info
Η συλλογή διηγημάτων "Μπρούντζινος" του Δημήτρη Μανιάτη κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Μετρονόμος.

Ευχαριστούμε το "Galaxy" για την παραχώρηση του χώρου του για τις ανάγκες της φωτογράφισης. 

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Athinorama Plus

Με 59 πρωτότυπες εκδηλώσεις συνεχίζεται το This is Athens City Festival 2024

Δείτε τις δωρεάν δράσεις που ετοιμάζει το μεγαλύτερο φεστιβάλ της πόλης τις επόμενες μέρες.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
17/05/2024

Έργα αναβάθμισης του αρχαιολογικού χώρου του Λόγγου στην Έδεσσα

Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού είναι να αναβαθμιστεί το πολιτιστικό και τουριστικό προφίλ της Έδεσσας, ως προορισμού που συνδυάζει πλούσιο μνημειακό απόθεμα όλων των περιόδων, αλλά και απαράμιλλο φυσικό περιβάλλον

Καλό το θέαμα, αλλά τι μένει μετά τα κομφετί;

Μερικές σκέψεις από το Μάλμε στα Εξάρχεια και από τη Νέα Φιλαδέλφεια στη Γάζα.

H Πλατεία Εξαρχείων σχεδόν εξαφανισμένη από τις εργασίες για το μετρό

Η νέα επέκταση του εργοταξίου του μετρό έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από τους κατοίκους, οι οποίοι παραπονιούνται για τον πλέον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο στην Πλατεία Εξαρχείων.

Οι "Ανοιχτές Πόρτες" φέτος στο Κτήμα Αβαντίς θα είναι μία μεγάλη και διπλή γιορτή

Οι φετινές "Ανοιχτές Πόρτες" συμπίπτουν με τα 30 χρόνια του Οινοποιείου για αυτό και το πρόγραμμα στις 18-19 Μαίου τα έχει όλα!

Ολοκλήρωση εργασιών προστασίας στον ναό του Αγίου Αθανασίου Αφιδνών

Οι εργασίες υλοποιήθηκαν σύμφωνα με τις εγκεκριμένες από το ΥΠΠΟ μελέτες για την στερέωση και αποκατάσταση του ναού και την συντήρηση του τοιχογραφικού διακόσμου του.

Τι θα φέρει αυτό το καλοκαίρι στο ΚΠΙΣΝ;

Συναυλίες, θερινό σινεμά, sleepovers με πανσέληνο και υπαίθριες εκθέσεις με ελεύθερη είσοδο δίνουν την αφορμή να κατηφορίσουμε στο πιο δροσερό σημείο της πόλης.