Με αφορμή τις εμφανίσεις με τους Bogaz Musique στη «Σφίγγα» από αύριο Παρασκευή 2/12, η Ελένη Τσαλιγοπούλου περιγράφει ως post μικρασιάτικο τον ήχο που έχει διαμορφώσει με την ορχήστρα, χαρακτηρίζει το τραγούδι «γιατρικό» και δηλώνει ότι θα πετάξει πάλι τα παπούτσια της για να «καεί» μαζί μας.
Πώς θα περιέγραφες τον ήχο που έχετε φτιάξει με τους Bogaz Musique;
Post μικρασιάτικο! Ακριβώς αυτό! Από το 2011 που πρωτοσυναντηθήκαμε μέχρι τώρα προσπαθούμε να φτιάξουμε σιγά σιγά έναν ήχο που να είναι κι ενδιαφέρων, και άκρως επικοινωνιακός σε ένα πρόγραμμα. Η παράδοση, το ρεμπέτικο, οι μουσικές της Σμύρνης και της Ιωνίας είναι η ρίζα μου. Αυτή η ορχήστρα δημιουργεί για μένα μια άλλου είδους φόρμα για να πατήσω επάνω της. Αυτό που χαίρομαι είναι ότι οι Bogaz Musique δεν είναι λαϊκοί μουσικοί. Έχουν πολλά διαφορετικά ακούσματα. Έτσι με έκαναν να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τις μουσικές ρίζες μου. Ένας λαϊκός μουσικός βλέπει το λαϊκό τραγούδι από μια συγκεκριμένη οπτική – κι εγώ με την ευρεία έννοια λαϊκή τραγουδίστρια θεωρούμαι και θα μπορούσα να παραμείνω σε αυτήν την οπτική. Με τους Bogaz Musique ανακαλύπτω και μιαν άλλη πλευρά. Διότι δεν έχει σημασία να παίξεις έτσι απλά ένα παλιό τραγούδι, αλλά να το μεταφράσεις για να το μεταφέρεις στο σήμερα.
Τι φτιάχνει μια ατμόσφαιρα μουσικής γιορτής όπως αυτή που υπόσχεστε στη «Σφίγγα»;
Η επικοινωνία που υπάρχει σε ένα χώρο αυτού του μεγέθους. Κι επικοινωνία για μένα σημαίνει να τον «κάψεις» τον άλλον με τη δύναμη του τραγουδιού. Τώρα είμαι κι εγώ σε αυτήν τη φάση, θέλω να «καώ» μαζί με τους θεατές. Θέλω να τους βάλω μέσα στην ιστορία που αφηγούμαι, να τους κάνω να δουν το πρόγραμμα σαν ένα δρώμενο, όπου θα καταλήξουμε να τραγουδάμε, να φωνάζουμε, να ουρλιάζουμε μαζί!
Άρα αυτό σημαίνει ότι θα ξαναπετάξεις τα παπούτσια σου.
Το πιο αστείο είναι ότι επειδή ο κόσμος ξέρει ότι βγάζω τα παπούτσια μου, αν κάποια βραδιά δεν το κάνω ή αργήσω πάρα πολύ, θεωρούν ότι δεν περνάω καλά. Αν και ο ρόλος μου είναι να τους κάνω εγώ να περάσουν καλά, εκείνοι νοιάζονται αν περνάω εγώ καλά. Είναι φοβερό επίτευγμα αυτό.
Λύνεται, λοιπόν, ο κόσμος τις νύχτες;
Ασφαλώς! Διότι το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Δύο πράγματα έχουμε κερδίσει από την κρίση, όχι μόνο την τωρινή, αλλά από όσες έχουμε περάσει στην Ιστορία μας. Στο πεδίο της τέχνης, όσοι ασχολούνται με αυτή μέσα στην κρίση εξελίσσονται μοχθώντας περισσότερο. Στα μαγαζιά, από την άλλη, βλέπεις ότι ακόμη και συνοφρυωμένος να έρθει κάποιος, ακόμη κι αν κρατάει λίγα λεφτά στην τσέπη του, έρχεται για να ξεδώσει, για να ξεχάσει τα πάντα μέσα σε δύο τρεις ώρες. Το τραγούδι σε κάνει να φεύγεις από το σώμα σου, είναι κάτι σαν γιατρικό. Εγώ το θεωρώ κάτι ιερό.
Διακρίνεις ότι η κρίση έχει εξελίξει τους μουσικούς καλλιτέχνες;
Υπάρχουν κάποιοι που παραμένουν φοβισμένοι, που παραμένουν στην κυριολεξία, που δεν είναι πρόθυμοι να προσφέρουν αυτό το γιατρικό που σου ανέφερα... Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα απ’ ό,τι παλιά. Εντοπίζω ανθρώπους που σκέφτονται με την καρδιά και όχι με το ρεαλισμό του hit.