
Επιστρέφοντας στις ρίζες του λαϊκού τραγουδιού με την αναδρομή στο έργο του Χρήστου Νικολόπουλου και έχοντας ως παρτενέρ τη Φωτεινή Δάρρα, ο Αντώνης Ρέμος προτείνει και φέτος… διαφοροποίηση.

Ο Αντώνης Ρέμος θα μπορούσε να συνεχίσει απτόητος τη –στρωμένη με λουλούδια– διαδρομή του στις πίστες, χρησιμοποιώντας τις επιτυχίες του (και το ευρύ κοινό, που τον λατρεύει) στην υπηρεσία ενός παλιού μοντέλου διασκέδασης. Ωστόσο τα τρία τελευταία χρόνια επιχειρεί να διαφοροποιηθεί παρουσιάζοντας (καλύτερα, τολμώντας) άλλες προτάσεις. Μπορείς να δεις από διαφορετικά πρίσματα αυτή την επιλογή, η αίσθηση όμως που σου μένει έντονα είναι ότι ο Ρέμος εκφράζει την επιθυμία ενός καλλιτέχνη που έχει περάσει από τη λαίλαπα των μπουζουκιών στα ’90s και τα ’00s να πει τα τραγούδια του σε ένα «καθαρό» περιβάλλον, χωρίς παρεμβολές από τις «ζημιές» των θαμώνων.
Κι όχι μόνο τα δικά του τραγούδια, αλλά ένα ολόκληρο πρόγραμμα μέσα από το οποίο θέλει να καταθέσει την προσωπική του καλλιτεχνική άποψη. Φέτος, λοιπόν, σε συνθήκη μουσικής σκηνής (που τη δοκίμασε και πέρσι με τον Ζουγανέλη), η επιθυμία του δείχνει να είναι η σύνδεση του ρεπερτορίου του με τα κλασικά λαϊκά τραγούδια που έχει γράψει επί μια πεντηκονταετία ο Χρήστος Νικολόπουλος, αλλά και η συνύπαρξη με μια παρτενέρ διαφορετικού ύφους, τη Φωτεινή Δάρρα.
Η γραμμή που ενώνει τα σημεία του νέου, του παλιού λαϊκού και του έντεχνου περνά από νέες ενορχηστρώσεις (το «Θα ’πρεπε» μου θύμισε το ρεμίξ των Massive Attack στο «Face a la mer» των Negresses Vertes), από τα λυρικά εκφραστικά μέσα με τα οποία προσεγγίζει διαφορετικά είδη η Δάρρα και από το προφανές highlight που είναι μια ωριαία αναδρομή στο έργο του Νικολόπουλου, με τον ίδιο να παίζει μπουζούκι (και να τραγουδάει το «Και φούμα-φούμα») και τους δύο ερμηνευτές να ανταλλάσσουν πάσες με τα τραγούδια του.
Τα σατιρικά σκετς του Λευτέρη Ελευθερίου και του Αντώνη Κρόμπα, και τα τραγούδια που λένε τα «δεύτερα» ονόματα (η Τζωρτζίνα Καραχάλιου δεν χρειάζεται να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να ξεχωρίσει), συμπληρώνουν το ύφος ενός εγχειρήματος με το οποίο ο Ρέμος απομακρύνεται από τη δεδομένη για χρόνια εικόνα του.