
Οι δύο μέρες που περιμέναμε περισσότερο μέσα στο καλοκαίρι έφτασαν και ήταν σίγουρα καλύτερες απ' ό,τι μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε.
Day 1

Την προηγούμενη φορά που οι Judas Priest έπαιζαν στα Rockwave εδάφη, η προηγούμενη μπάντα από αυτούς ήταν οι Black Rebel Motorcycle Club και η επόμενη οι Prodigy! Ακριβώς στην αντίθετη λογική από αυτή του σχιζοφρενικού μουσικού χωνευτηριού, φέτος τα πράγματα ήταν όσο πιο συνεκτικά θα μπορούσαν να είναι. Μια μέρα 100% heavy metal.
Η καινούργια διαρρύθμιση του χώρου που σήμαινε ότι η Vibe Stage τοποθετήθηκε στην ανατολική είσοδο, πλάγια και απέναντι της βασικής σκηνής, ενίσχυε την αίσθηση της ενιαίας συναυλίας. Όπου κι αν καθόσουν, είχες πάντα επαφή με το τι συμβαίνει και κυρίως τι ακούγεται στις σκηνές, σε συνδυασμό και με την εξαιρετική εικόνα και σκηνοθεσία από τις οθόνες. Έτσι όταν, γύρω στις 3:30, βγήκαν στη μικρή σκηνή οι Jacks Full ήταν σαν να παίζουν μπροστά σε λαοθάλασσα. Και με αυτό το attitude το αντιμετώπισαν κι οι ίδιοι, ένα εξαιρετικό power trio, με τον μπασίστα και τραγουδιστή Μιχάλη Απάρτογλου να κινείται σαν εκκολαπτόμενος rock star ενώ με το παχύ μπάσο του παρείχε την ασφάλεια στον κιθαρίστα Νίκο Σπάθα (γιο του μεγάλου Γιάννη Σπάθα των Socrates) να απλώσει τις δυνατότητές του σε ένα ύφος heavy rock που έφερνε στο μυαλό Down και Black Label Society. Επιβράβευση το πρώτο μικρό pit που άνοιξε από τα νεότερα μέλη του κοινού. Η συνέχεια με τους Null O' Zero είχε κάποια θέματα στον ήχο (ειδικά στην αρχή και στην κατανομή των φωνητικών) καθώς και στην σκηνική παρουσία που ήταν κάπως αμήχανη αλλά τελικά το αμερικανοτραφές heavy metal τους βγήκε νικητής. Προκλήσεις άλλου τύπου δέχτηκαν οι Foray Between Ocean οι οποίοι ήταν και το μοναδικό σχετικά παράταιρο όνομα με την πληθωρική μίξη metalcore, deathcore, μοντέρνου black/death με ολίγο από nu metal. Ο εξαιρετικός frontman Γιάννης Τούσας ήξερε ότι δεν θα ξανακούσουμε σε όλο το διήμερο τσιρίδες ή growls οπότε φρόντισε να μας τα δώσει όλα με τη μία. Ένας τύπος ακριβώς μπροστά μας είπε "δεν ακούγονται αλλά είναι γεροί" σχολιάζοντας την διαχρονική δυστοκία του ήχου στις ελληνικές μπάντες.

Και είναι κρίμα διότι ακριβώς μετά, στην Terra Stage, οι Accept είχαν ίσως τον κορυφαίο ήχο του διημέρου. Ένα μασίφ, τευτονικό heavy metal θαύμα που ήταν αδύνατο να μην σε παρασύρει. Ευλογημένοι από την προσθήκη του Mark Tornillo στο ρόλο του τραγουδιστή, οι Accept ζουν μια δεύτερη νιότη κι έτσι στο set τους τα κομμάτια των τελευταίων δίσκων («Die by the Sword», «Analog Man», «Teutonic Terror») συναγωνίζονταν σε δυναμική τα classics («Restless and Wild», «Balls to the Wall», «Fast as a Shark»). Αρχηγός του party ο αδιανόητα fit για την ηλικία των 58, Wolf Hoffmann και η λέξη «party» μόνο τυχαία δεν είναι. Οι Accept είναι αυτοί που έχουν πατεντάρει το συναυλιακό «ωωω-ωωω-ωωω» και μας το έδειξαν στο «Princess of the Dawn» και το «Metal Heart», ενώ τα δύο τελευταία κομμάτια, η διασκευή στο «I'm a Rebel» και το «Burning» μας θύμισαν ότι το heavy metal είναι κι αυτό παιδί του rock'n'roll.

Στη συνέχεια οι Saxon στην ν-οστή εμφάνισή τους στην Ελλάδα ήταν για άλλη μια φορά απολαυστικοί. Πιο σκληροί αλλά και πιο χύμα από τους Accept, ξεκίνησαν με το πόδι πατημένο στο γκάζι («Thunderbolt»), συνέχισαν με το... χέρι πατημένο στο γκάζι («Motorcycle Man») και γενικά δεν μας άφησαν να ηρεμήσουμε. Ο Biff Byford είναι μια ζωντανή θεότητα του χώρου, ένας γνήσιος rock entertainer, που κρατάει τη φλόγα του αλήτικου, βρετανικού heavy metal αναμμένη, ειδικά μετά την οριστική απώλεια των Motorhead. Σε αυτούς άλλωστε αφιέρωσαν το «They Played Rock'n'Roll» σε μια εύλογα συγκινητική στιγμή. Χαρακτηριστική ήταν και η φάση όπου ο Biff μας ρώτησε αν θέλουμε να παίξουν το «Ride Like the Wind» (τη διασκευή στο ομότιτλο classic του Christopher Cross που είχαν κυκλοφορήσει οι Saxon πριν 30 χρόνια) και όταν η απάντηση ήταν εμφανώς καταφατική, μας είπε ότι δεν παίζουν με click tracks. Κι αυτοί, analog men trapped in a digital world, τελικά. Η κορύφωση του τέλους με τα classics «Wheels of Steel» και «Denim and Leather» ήταν η παρακαταθήκη τους μέχρι την επόμενη (n+1οστή) εμφάνισή τους που σίγουρα θα έρθει.

Είχε έρθει όμως η ώρα που ένα μεγάλο μέρος του κοινού περίμενε όσο τίποτα. Η ώρα των Sabaton. Αν κάποιοι αναρωτιούνταν πώς είναι δυνατόν να παίζουν ψηλότερα στο bill από τα ιερά τέρατα που προηγήθηκαν, η απάντηση ήταν τα άπειρα Sabaton t-shirts αλλά και ο ασταμάτητος παλμός σε όλη τη διάρκεια του set τους. Μια οπτικοακουστική Eurovision-ική εμπειρία, με προσεγμένα videos που λειτουργούσαν και ως karaoke βοηθήματα, συντονισμένες χορευτικές κινήσεις από την μπάντα, ελαφρύ stand-up comedy από τον Joakim Broden και φυσικά το τανκ πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο το drum kit. Πολεμική ιστορία και χοροπηδηχτές europower μελωδίες ταιριάζουν μεταξύ τους περισσότερο από όσοι πολλοί από μας πιστεύουν τελικά. Στο τέλος μάλιστα η αναφορά τους στην επέτειο του Όχι που ακολουθήθηκε από το video με την ελληνική σημαία επιβεβαίωσαν το bonding με το ελληνικό κοινό. Αν και όσοι ήταν σε κάποια από τις προηγούμενες εμφανίσεις τους στη χώρα μας το ξέρουν καλύτερα.

Για όλα όμως τα τεκταινόμενα της πρώτης μέρας, υπήρχε ένας άνθρωπος στο χώρο που μπορούσε να νιώσει πραγματικά περήφανος. Ο Metal God himself, ο μοναδικός Rob Halford που όταν επιτέλους βγήκε με αργά βήματα στη σκηνή συνοδεύοντας τη νέα, εξαιρετικά λειτουργική εκδοχή των Judas Priest - με τον παραγωγό τους Andy Sneap να έχει αντικαταστήσει τον πάσχοντα από Parkinson's Glenn Tipton και τον Richie Faulkner να απομιμείται το στυλ του K.K. Downing από κάθε άποψη - δημιούργησε το συναίσθημα του απόλυτου δέους. Αν το ερώτημα ήταν κατά πόσο μπορεί να αποδώσει τα metal classics του καταλόγου των Judas Priest στην ηλικία των 67, η απάντηση ήταν ένα βροντερό ΝΑΙ, με κάποιες μικρές σημειώσεις που έχουν να κάνουν με την τεχνική υποβοήθηση για να διατηρείται η ηχώ της φωνής του ως τα πέρατα της γης και με το ότι πάσαρε τεχνηέντως όλα τα ρεφρέν στο κοινό. Φυσικά οι αργόσυρτες κινήσεις του, το ρομποτικό του βάδισμα και τα κοντινά της κάμερας δημιούργησαν ένα συναίσθημα ελαφριάς θλίψης - πόσες ακόμα τέτοιες συναντήσεις θα έχουμε την ευτυχία να ζήσουμε;

Μην νομίζετε όμως ότι προλάβαινες να κάνεις τέτοιες σκέψεις με ένα set list σαν αυτό που έπαιξαν. Πλάι στα αθάνατα «You've Got Another Thing Comin'» και «Hell Bent For Leather» (στο οποίο προβλεπόμενα ο Halford ανέβασε την Harley στη σκηνή), ακούσαμε το «Grinder», το «Sinner» (το «Sinner» ξαναλέω), το «Tyrant», το «Saints in Hell», το αργόσυρτο «Night Comes Down» ή το guilty pleasure «Turbo Lover», κλασσικές μεν αναπάντεχες δε συνθέσεις που αποτέλεσαν τη χαρά του fan. Επίσης ακούσαμε τρία κομμάτια από το τελευταίο album «Firepower», τα οποία είχαν μεγαλύτερη ανταπόκριση από τα παραπάνω, ειδικά το ηρωικό mid tempo «Rising From Ruins».
Και ασφαλώς στο τέλος ακούσαμε αυτά που έπρεπε. Πρώτα το λατρεμένο του ελληνικού κοινού «Painkiller» το οποίο δικαιολογημένα προλόγισε ο drummer Scott Travis στον οποίο οφείλεται το «Stargazer»-style εισαγωγικό drum roll ενώ στα solo οι οθόνες έδειχναν τον Glenn Tipton σε σέπια φίλτρο δημιουργώντας ένα περίεργο συναίσθημα αποχαιρετισμού παρότι ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός. Και στο encore την τριάδα από το «British Steel» album που τους καθιέρωσε ως metal gods: το, εχμ, «Metal Gods», το «Breaking the Law» και το «Living After Midnight». Έτσι, επαναλαμβάνοντας όλοι σαν mantra το ποίημα «living after midnight/rocking till the dawn», έκλεισε όπως ακριβώς έπρεπε η πρώτη μέρα ενός διημέρου που έμοιαζε σαν να έχει σκοπό να δικαιώσει όλους αυτούς που ξέρουν ότι τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ενέργεια και την έκλυση συναισθημάτων που προκαλεί μια metal συναυλία. Και δεν ξέραμε ακόμα τι μας περίμενε την επόμενη...

Day 2
Η δεύτερη μέρα του φετινού Rockwave ήταν διαφορετική από την πρώτη. Η προσέλευση ήταν τουλάχιστον τριπλάσια, οι μπάντες που προηγήθηκαν του main act ήταν πολύ υποδεέστερες της πρώτης μέρας και γενικώς δεν υπήρχε η αίσθηση συνέχειας του event. Οι ελάχιστοι όμως που ήταν εκεί στην αρχή της μέρας είδαν και μια ομοιότητα. Και οι δύο μέρες του festival άνοιξαν με ένα φοβερό ελληνικό power trio. Οι Rollin' Dice ήταν καταπληκτικοί στις 2 το μεσημέρι. Με τα πόδια πατημένα για τα καλά στα 70s (Led Zeppelin) και στα 60s (Jimi Hendrix) αλλά τα φτερά ανοιγμένα στο μέλλον, θύμισαν την ενέργεια που είχαν μπάντες όπως οι The Answer όταν ξεκινούσαν. Εκεί όμως που πραγματικά ξεχώρισαν ήταν με την τόλμη τους να διασκευάσουν το «I Want You (She's So Heavy)» των Beatles προσθέτοντας μια βαρύτερη, ψυχοτροπική πτυχή.
Η συνέχεια καθυστέρησε αρκετά με τους W.E.B. να βγαίνουν τρία τέταρτα αργότερα, με πλήρη εξάρτυση και το απαραίτητο black metal βάψιμο. Η μπάντα έχει εμπειρία και επαγγελματισμό και μπόρεσε να κάνει το δύσκολο, εύκολο. Να ταιριάξει με τη μεσημεριανή ραστώνη το σκοτεινό, black/goth metal τους που βασίζεται στο πώς τα συμφωνικά ηχογραφημένα στοιχεία γεμίζουν το χώρο, στη λογική συγκροτημάτων όπως οι Dimmu Borgir ή οι Septicflesh. Παρόλα αυτά, ο Sakis Darkface είχε τον έλεγχο του κοινού, πρόσταξε και πέτυχε ένα εντυπωσιακό για την ώρα wall of death, ενώ η Hel Pyre σε μπάσο και δεύτερα φωνητικά ήταν επίσης πόλος έλξης. Μέχρι εδώ, όλα καλά.

Γιατί η συνέχεια ήταν ένα μικρό test υπομονής - αν είχες όντως το νου σου στις σκηνές. Πρώτοι στη μεγάλη σκηνή οι Monument. Το σχήμα από το Ανατολικό Λονδίνο (όπως οι Iron Maiden) έπαιζαν με διπλά κιθαριστικά riffs, καλπάζον μπάσο και γρήγορες NWOBHM ταχύτητες (όπως οι Iron Maiden), είχαν τραγουδιστή με τάση για απότομες αναβάσεις στις ψηλές οκτάβες (όπως οι Iron Maiden), αλλά τα τραγούδια τους δεν μπορούν με τίποτα να τα φτιάξουν... όπως οι Iron Maiden. Κι έτσι τελικά κατέληξαν, αντί για αδιάφοροι, σχεδόν εκνευριστικοί. Γιατί είναι ζωντανή απόδειξη ότι κοπιάροντας τη συνταγή δεν σημαίνει ότι εξασφαλίζεις το αποτέλεσμα. Για να μην είμαστε άδικοι όμως, είχαν ένα μεγάλο μέρος του Maiden κοινού που είχε κατασκηνώσει στις μπροστινές σειρές μαζί τους, ο ελληνικής καταγωγής τραγουδιστής Peter Ellis (μίλησε και στη γλώσσα μας) ήταν πολύ συμπαθής ενώ το τελευταίο κομμάτι «Lionheart» έδειξε ότι ίσως τελικά έχουν κάτι γνήσιο και δυνατό μέσα τους.
Για τους The Raven Age που μας γύρισαν τα κεφάλια προς τη Vibe Stage η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε να πούμε πάρα πολλά. Δυστυχώς το γεγονός ότι στη μπάντα παίζει κιθάρα ο George Harris, γιος του Steve Harris των Iron Maiden, μας θύμισε τις στιγμές απόλυτης αμηχανίας που ζήσαμε την τελευταία φορά που οι Maiden ήταν στην Μαλακάσα και υπομέναμε το show της αδερφής του George, Lauren Harris. Τουλάχιστον οι Raven Age ήταν ένα κανονικό heavy metal συγκρότημα από την Αγγλία με νεανική ορμή, η οποία όμως καιγόταν τελείως στα ζαχαρένια μελωδικά ρεφρέν. Η βρετανική τους ταυτότητα σημαίνει ότι τους έλειψε ο αντίστοιχος γυμναστηριακός όγκος των αμερικανών mainstream metal συναδέλφων κι έτσι μετά από πολύ λίγο απλά οι περισσότεροι επιδιδόμασταν στο ευχάριστο socializing που πρόσφερε η συνεχής προσέλευση κόσμου.

Η επιστροφή στην Terra Stage και το σχήμα των Tremonti, προσωπικό όχημα του κιθαρίστα των Alter Bridge και πρώην Creed, Mark Tremonti, ήταν μια ανακούφιση. Αν τα παραπάνω ονόματα προϊδεάζουν για εμπορικές καταστάσεις, η τετραμελής μπάντα έδειξε ότι έχει σαφώς το αμερικανικό metal στο μυαλό της, όπως αυτό εκφράστηκε από τους Metallica του «Black Album» ή τους Godsmack. Ο Tremonti είναι καλός frontman, αλλά καλύτερος κιθαρίστας και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα κομμάτια να μην έχουν πολλά τσιγκέλια για να κερδίσουν τους χιλιάδες δυνητικούς ακροατές που βρίσκονταν μπροστά τους, όμως συνολικά ήταν μια αξιοπρεπέστατη παρουσία.

Η αγωνία της αναμονής για την εμφάνιση των Iron Maiden είχε αρχίσει να απλώνεται παντού και αυτό από μόνο του έκανε το έργο των Volbeat εξαιρετικά δυσχερές. Μιλάμε για ένα συγκρότημα από αυτά που έχουν κάνει τη διαφορά την τελευταία δεκαετία στα metal δρώμενα παγκοσμίως, με την πρωτότυπη επιμειξία 50s bubblegum pop μελωδιών, Elvis Presley και Johnny Cash στυλ, 90s punk ενέργειας και thrash metal ηχητικής βάσης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δίπλα στον Δανό frontman Michael Poulsen στέκεται τα τελευταία χρόνια ο Rob Caggiano, που εκτός από πρώην κιθαρίστας στους Anthrax είναι και υπεύθυνος για το συνολικό ηχητικό αποτύπωμα της μπάντας. Οι Volbeat έπαιξαν όπως έπρεπε να παίξουν, ασταμάτητα, χαμογελαστά, φέρνοντας μια party ατμόσφαιρα στο μεταλλικό χώρο - έπαιξαν μάλιστα μέρος του «I Only Wanna Be With You» της Dusty Springfield. Η απόδοσή τους ήταν εξαιρετική, ο ενθουσιασμός τους φαινόταν από την άλλη άκρη του Terra Stage, όμως από την όλη τους εμφάνιση περίμενες κάτι παραπάνω. Τώρα που είδαν τι θα πει ελληνικό κοινό, μας χρωστάνε ένα καλό headline show σε κλειστό χώρο.

Με αυτά και με αυτά, είχε αρχίσει πλέον να πέφτει ο ήλιος και η προσοχή όλων να στρέφεται στη βασική σκηνή, μετρώντας τα δευτερόλεπτα ως την προγραμματισμένη ώρα έναρξης των 9:30. Μια ώρα που παρότι Άγγλοι, οι Iron Maiden επέλεξαν συνειδητά να μην τηρήσουν καθώς υπήρχαν οχήματα κολλημένα στην Εθνική Οδό, αφού το live συνέπεσε με την καθιερωμένη έξοδο του σαββατοκύριακου. Θα ήταν κρίμα κάποιος να έχει πληρώσει εισιτήριο και να μην δει αυτό το υπέροχο... πράγμα που ετοίμαζαν οι Iron Maiden. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα βρίσκει κανείς τις σωστές λέξεις για να περιγράψει αυτό που συνέβη ανάμεσα στις 22:12 και τις 00:05.
Μπορεί να αναφερθεί κατ' αρχάς στο show και να πει πόσο εντυπωσιακό ήταν το spitfire πάνω από τα κεφάλια τους στο «Aces High» που έδωσε την έναρξη, πόσο κατανυκτική ήταν η ατμόσφαιρα με τους σταυρούς στο «Sign of the Cross», πόσο ωραίος ήταν ο Ίκαρος πίσω από τα φλογοβόλα του Dickinson στο «Flight of Icarus» ή πόσο ψαρωτικά ξεπετάχτηκε ένας κερατόμορφος Eddie στο μέσο του «Iron Maiden». Μπορεί κανείς να μιλήσει για εκπληκτική απόδοση και δέσιμο της μπάντας που σε ηλικίες άνω των 60 συνεχίζουν να μην χάνουν νότα - ειδικότερα δε να αναφερθεί στο φαινόμενο του Nicko McBrain που στα 66 του «έβγαλε» το απαιτητικό «Where Eagles Dare» για πλάκα. Μπορεί επίσης να αναφερθεί στο φοβερό setlist που τίμησε το αγαπημένο πολλών οπαδών «Piece of Mind» album καθώς και στα δύο κομμάτια της εποχής Blaze Bayley («The Clansman», «Sign of the Cross») που επέλεξαν και τα οποία με έναν περίεργο τρόπο ήταν τα highlights της εμφάνισης. Μπορεί επίσης να μιλήσει για τις φωτοβολίδες και τα καπνογόνα που λαμπάδιαζαν τον τρεμάμενο από συνεχή «ωωω-ωωω-ωωω» ουρανό σε όλα τα classics («The Trooper», «2 Minutes to Midnight», «The Number of the Beast», «Fear of the Dark», «Hallowed Be Thy Name»).

Ό,τι όμως και να πει κανείς είναι λίγο μπροστά στην παρουσία του Bruce Dickinson. Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι έχουμε ξαναδεί στην Ελλάδα ΠΟΤΕ τέτοια εμφάνιση frontman μπάντας. Προφανώς παίζει ρόλο και ενισχύει τον όποιο συναισθηματισμό η γνώση ότι σε λίγες μέρες θα κλείσει τα 60 και ότι έχει ξεπεράσει έναν αρκετά σοβαρό καρκίνο λίγα χρόνια πριν. Ακόμα κι έτσι όμως, η αεικίνητη φιγούρα του και η κρυστάλλινη φωνή του παρέπεμπαν σε θεό όχι άνθρωπο. Και ακριβώς επειδή καταλάβαινες ότι είναι άνθρωπος με συναίσθημα, παιδικότητα (πραγματικά έκανε σαν μικρό παιδί ξιφασκώντας εναντίον ενός τρίμετρου Eddie που εμφανίστηκε στο «The Trooper», πετώντας φλόγες αριστερά-δεξιά στο «Flight of Icarus» και χοροπηδώντας πάνω στο αόρατο άλογό του στο «Run to the Hills») και μια έμφυτη αίσθηση ηθικής, αυτό που μετέδιδε μπορούσε να φέρει γνήσια δάκρυα στα μάτια.

Γι' αυτό και η μοναδική στιγμή που μίλησε στο κοινό (πέρα από τα απαραίτητα «scream for me Athens») εξηγώντας το concept της επιλογής των κομματιών που βασίζονταν, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, στην εμπειρία του πολέμου και δίνοντας πάσα στο «The Clansman», θα μας μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη. Το τέλος της εμφάνισής τους, με τον Steve Harris να σηκώνει τις γροθιές με τρομερό ενθουσιασμό λες και δεν έχει ξανακάνει τόσο μεγάλη συναυλία στη ζωή του και τον Dickinson να μας «πειράζει» τραγουδώντας στίχους του «Alexander the Great», που ακολουθήθηκε παραδοσιακά από το «Always Look on the Bright Side of Life» των Monty Python, μας χάρισε τρομερά αποθέματα χαράς, συγκίνησης και συναισθημάτων. Και την αίσθηση ότι βιώσαμε μια από τις σπουδαιότερες ζωντανές μουσικές εμπειρίες της ζωής μας. Μπορεί και την ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΟΛΩΝ.
ΥΓ. Αυτή η αίσθηση βοήθησε τους πάντες (πάνω από 36.000, υπενθυμίζω) να είναι ψύχραιμοι στην έξοδο από το χώρο. Η διοργάνωση όφειλε να είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένη για τέτοια κοσμοσυρροή. Και δεν μιλάω για την ταλαιπωρία που είναι με τον τρόπο της μέρος οποιασδήποτε συναυλιακής εμπειρίας, αλλά αναφέρομαι σε θέματα μίνιμουμ ασφάλειας, όπως για παράδειγμα η έξοδος από την Ανατολική Πύλη χωρίς ίχνος φωτισμού μέσα από αυτοσχέδια μονοπάτια που έζεχναν κοπριά. Την επόμενη φορά, θα πρέπει να γίνουν κι άλλα βήματα βελτίωσης του χώρου και των παροχών του, γιατί καλώς ή κακώς το Terravibe παραμένει ο βασικός συναυλιακός χώρος της Ελλάδας.
