
Τις παγιωμένες πλέον (καλές και κακές…) συνήθειες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών επιβεβαίωσαν οι δύο πρώτες τακτικές συναυλίες της για τη φετινή καλλιτεχνική περίοδο στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής.

Ως συνήθως, καλύτερες συνολικά εντυπώσεις άφησε η δεύτερη συναυλία της 21/10, με έργα εκπατρισθέντων συνθετών, κατά την οποία επικεφαλής της βρέθηκε ξένος αρχιμουσικός, ο Εσθονός Μήκελ Κύτσον. Ένα σχεδόν χρόνο μετά την πρώτη του Αθηναϊκή εμφάνιση, κλήθηκε να διευθύνει αρχικά και πάλι μία ελληνική σύνθεση, τη γνωστή «Μικρασιατική Ραψωδία» του Κωνσταντινίδη. Η προσφερθείσα εκτέλεση ξεχώρισε πρωτίστως για την καθαρότητα προβολής του μουσικού συντακτικού, παρά για τη βιωματική κατανόηση του περιεχομένου της. Ευτυχώς, τα ξύλινα πνευστά απέδωσαν επιτυχημένα τους παραδοσιακούς, δημοτικοφανείς σκοπούς, που δεσπόζουν στη μπολιασμένη με ιμπρεσιονιστικά ηχοχρώματα εθνικοσχολική γραφή.
Ακολούθως, ένας ακόμη γνώριμος της ΚΟΑ, ο Λίνους Ροτ ερμήνευσε το περίφημο «Κοντσέρτο για βιολί» του Κόρνγκολντ. Έχοντας ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις στο ρεπερτόριο του 20ού αιώνα, ο Γερμανός βιολιστής ανέδειξε με ήχο αψεγάδιαστης ορθοτονίας, θαυμάσια φραστική και ρευστότητα αφήγησης το μελωδικό πλούτο μιας παρτιτούρας γεμάτης από θέματα της χολλυγουντιανής κινηματογραφικής μουσικής, που εξασφάλισε στον Αυστριακό συνθέτη μια θέση στην αιωνιότητα. Υπό μία διακριτική -πλην φροντισμένη- ορχηστρική συνοδεία, ο σολίστ πρόβαλε έξοχα το νοσταλγικό λυρισμό του έργου, αποφεύγοντας ευπρόσδεκτα υπερβολικούς συναισθηματισμούς, ενώ η δεξιοτεχνική του ασφάλεια έλαμψε στο φινάλε, όπως και στην εκτός προγράμματος 3η Σονάτα για σόλο βιολί («Μπαλάντα») του Υζαΰ.
Ολόκληρο το δεύτερο μέρος κάλυψε το «Κοντσέρτο για ορχήστρα» του Μπάρτοκ, μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις που γράφτηκαν τον περασμένο αιώνα. Η εξαιρετικά αναλυτική διεύθυνση του Κύτσον καθοδήγησε με ασφάλεια τους Έλληνες μουσικούς, που ανταπεξήλθαν επιτυχώς -αν και οριακά- στις τεράστιες απαιτήσεις του εμβληματικού αυτού μοντερνιστικού έργου. Καθοριστικά συνέβαλαν με τις δραματουργικά καίριες παρεμβάσεις τους τα πνευστά, τόσο -και κυρίως- τα ξύλινα (Γιάννης Οικονόμου, Στάθης Κιοσόγλου, Πιλαφτσή, Λιοδάκης) όσο και τα σταθερά χάλκινα. Βέβαια, η ανάγκη συνεχούς εγρήγορσης, ρυθμικής ακρίβειας και επίδειξης σβέλτων αντανακλαστικών στοίχισε στην -ατελή- ανάδειξη των διαφορετικών διαθέσεων του έργου, και δη της ιδιότυπης ποιητικής και νοσταλγίας του, που έμειναν λίγο στην επιφάνεια...

Εξίσου ενδιαφέρουσα υπήρξε η αναμέτρηση της ΚΟΑ στην πρώτη συναυλία της χρονιάς (7/10), υπό τη διεύθυνση του Στέφανου Τσιαλή, με μία ακόμα μνημειώδη σύνθεση, το ορχηστρικό «Πρελούδιο και Θάνατος της Ιζόλδης» από την όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ. Το σύνολο παραμένει ανεπαρκώς εξοικειωμένο με το έργο του σπουδαίου Γερμανού συνθέτη, παρά τις κατά καιρούς συναυλιακές εμπειρίες. Η ανάγνωση κύλησε γενικώς στρωτά, χωρίς λάθη, παρότι τα έγχορδα του συνόλου -τα οποία, ως γνωστό, έχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης- ήλθαν πολύ συχνά στα όρια τους. Εύλογα, οι αλλεπάλληλες μελωδικές εκκινήσεις του Πρελουδίου ηχούσαν διεκπεραιωτικές, χωρίς δραματικό βάρος, ενώ η γενικόλογη φραστική και τα γρήγορα τέμπι του αρχιμουσικού στο «Θάνατο της Ιζόλδης» δεν επέτρεψαν την κρισιμότατη εν προκειμένω νοηματοδότηση της μουσικής με την αναγκαία συναισθηματική ένταση!
Οι ανεπαρκείς διαφοροποιήσεις ταχυτήτων επηρέασαν και την ποιότητα του διαλόγου με τον σολίστ Αλεξέϊ Στάντλερ στο «Κοντσέρτο για βιολοντσέλο» του Σούμαν, που δόθηκε στη συνέχεια, πολλώ δε μάλλον που τα τρία μέρη του παίζονται χωρίς διακοπή. Η σχετική απειρία του ταλαντούχου, μόλις 25χρονου Ρώσου τσελίστα δικαιολογεί τη μη ακόμη κατασταλαγμένη ερμηνευτική οπτική του στο συγκεκριμένο έργο, όπως και την έλλειψη εκφραστικότητας. Μολονότι δεν ήταν απαλλαγμένος από τονικές αστάθειες, ο γεμάτος ήχος του υπηρέτησε, πάντως, καλά τον πληθωρικό λυρισμό του κοντσέρτου, ενώ με δεξιοτεχνική ασφάλεια παίχθηκε η καντέντσα του καταληκτικού «sehr lebhaft».
Η αδρομερής εκφραστική διαφοροποίηση (σε φραστική, εκλεπτύνσεις, λεπτομέρειες γραφής) των τεσσάρων, εξίσου ζωηρών μερών χαρακτήρισε, τέλος, την εκτέλεση της ανάλαφρης, χαριτωμένης 8ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, με την οποία έκλεισε η βραδιά. Καθοδηγώντας ένα ασυνήθιστα μεγάλο ορχηστρικό κλιμάκιο, ο Τσιαλής άντλησε παίξιμο σφριγηλό: όμως, τα έγχορδα δεν διέθεταν εκείνη τη διαφάνεια και κομψότητα ήχου που θα δικαίωνε τη φωτεινή διάθεση και το χιούμορ του έργου, ενώ και ορισμένα ξύλινα πνευστά δεν ήσαν αλάνθαστα (ιδίως στο μενουέτο όπου τα κόρνα των Σίσκου/Γούναρη έκλεψαν την παράσταση από το κλαρινέτο του Στ. Κιοσόγλου στο μεταξύ τους διάλογο). Με δεδομένες την κατανόηση από τον αρχιμουσικό του μπετοβενικού σύμπαντος αλλά και τις μέχρι τώρα επιδόσεις του, οι προσδοκίες μας δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως…
Περισσότερο όμως από μία ακόμη μέτρια συναυλία (πιθανότατα -αλλά αδικαιολόγητα- ατελώς προετοιμασμένη μετά από το ταξίδι της ΚΟΑ στο Βέλγιο), εντύπωση προκάλεσαν δύο δηλώσεις του διευθυντή του συνόλου! Αν η παρότρυνση προς μερίδα των θεατών να χειροκροτούν μετά από το πρώτο κιόλας μέρος της μπετοβενικής συμφωνίας «αν τους άρεσε» είναι πολλαπλά επικίνδυνη (και σίγουρα ξένη προς την παιδευτική αποστολή που οφείλουν να έχουν οι εμφανίσεις της πρώτης ορχήστρας της χώρας), η πρόσκληση στο -όχι πολυάριθμο- κοινό να διαδώσει/διαφημίσει τις συναυλίες της δεν πρέπει να υποκαταστήσει τις προσπάθειες για σοβαρότερη και μεθοδικότερη επικοινωνία των δραστηριοτήτων της Κρατικής προς άλλες κατευθύνσεις. Αρκεί, βέβαια, το σύνολο να συνειδητοποιήσει, επιτέλους, και την ανάγκη σταθεροποίησης της απόδοσής του σε υψηλότερα επίπεδα, τα οποία -έστω και σποραδικά- έχει αποδειχθεί ότι είναι δυνατό να επιτευχθούν…