
9 χρόνια είχε να παιχθεί η «Κάρμεν» στο Ηρώδειο, διάστημα πολύ μεγάλο για ένα τόσο αγαπημένο έργο. Εύλογα, ουδείς εξεπλάγη από το ότι δεν έπεφτε κυριολεκτικά καρφίτσα στο ρωμαϊκό κοίλο και στις 4 παραστάσεις της νέας παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

9 χρόνια είχε να παιχθεί η «Κάρμεν» στο Ηρώδειο και σχεδόν 6 στα «Ολύμπια», διάστημα πολύ μεγάλο για ένα τόσο αγαπημένο έργο. Εύλογα, ουδείς εξεπλάγη από το ότι δεν έπεφτε κυριολεκτικά καρφίτσα στο ρωμαϊκό κοίλο και στις 4 προγραμματισμένες παραστάσεις της νέας παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, που ανεβλήθη πέρσι λόγω capital controls. Τα καλοκαιρινά sold out είναι, βέβαια, σχεδόν αυτονόητα για την ΕΛΣ -τουλάχιστον επί θητείας του Μύρωνα Μιχαηλίδη- και πάντοτε ευπρόσδεκτα.
Η φετινή παραγωγή είχε τη φιλοδοξία να θυμίσει γιατί η συγκεκριμένη «κωμική όπερα» (opéra comique) είχε ταράξει τα …μουσικοθεατρικά νερά της εποχής της! Αναθέτοντας τη σκηνοθεσία στον Στήβεν Λάνγκριτζ, έναν απο τους πιο γνωστούς -και έγκυρους- εκπροσώπους των σύγχρονων προσεγγίσεων του παραδοσιακού λυρικού ρεπερτορίου, η Λυρική ήξερε τι να περιμένει.
Ο εκλεκτός, σκεπτόμενος Βρετανός σκηνοθέτης χάρισε μιαν επίκαιρη «Κάρμεν», τοποθετώντας τη δράση στο σήμερα, και δη στα πολιορκούμενα από μετανάστες ευρωπαϊκά θαλάσσια σύνορα. Ο σκηνικός τόπος (κοντέϊνερς, συρμάτινοι φράχτες, φυλάκια, κάδοι απορριμάτων) σηματοδότησε τη μεταφορά από τη Σεβίλλη του πρωτοτύπου στους ισπανικούς θύλακες της Θέουτα και της Μελίγια στα παράλια της Βόρειας Αφρικής ή ακόμη στη Μυτιλήνη ή κάποιο άλλο ελληνικό νησί… Οι παραμεθόριες στρατιωτικές δυνάμεις κλήθηκαν ν’αντιμετωπίσουν και τις περιπέτειες της Κάρμεν και των συντρόφων της. Το πέρασμα αυτών στην παρανομία (Β’ πράξη), εν προκειμένω το λαθρεμπόριο ανθρώπων/ μεταναστών, χάρισε έναν πρόσκαιρα σφιχτό πυρήνα σε μια δραματουργικά ατελώς επεξεργασμένη σύλληψη: η σκληρή, συναισθηματικά ψυχρή θεώρηση με αφορμή το προσφυγικό και τη φτώχεια ως περιβάλλον στο οποίο ανθούν νέες Κάρμεν προσπέρασε την εστίαση στο πρόσωπο και τους συμβολισμούς του στο πεδίο της κάθε μορφής ελευθερίας.
Στις μοντέρνες σκηνοθεσίες είναι, συνήθως, εξαιρετικά δύσκολο ν’αποδοθούν με ακρίβεια όλες οι πτυχές ενός έργου με συγκεκριμένες -ιστορικές και όχι μόνο- αναφορές. Αποφεύγοντας κάθε πινελιά φολκλόρ, η οπτικοποίηση μιας τέτοιας προσέγγισης είχε οπωσδήποτε συνέπεια και ειρμό, έστω και αν δύσκολα ανταποκρινόταν στα γούστα του ευρέος κοινού: τα σκηνικά και τα -σημερινά, συχνά ευτελή- κοστούμια (αποκλειστικά μαύρα για την κεντρική ηρωίδα!) του Γιώργου Σουγλίδη, οι υποβλητικοί, παγεροί φωτισμοί του Τζουζέππε ντι Ιόριο και οι θαυμάσιες ημιαφαιρετικές βιντεοπροβολές επί των κοντέϊνερς (θάλασσα, αίμα, σκουπίδια, καπνός, ανθρώπινες σκιές) του Τόμας Μπέργκμαν συνέβαλαν καθοριστικά στη ρευστότητα της αφήγησης, μάλλον όμως εξαντλώντας την!
Περισσότερο εντυπωσίασαν διάφορα ευρήματα του Λάνγκριτζ: η εκτύλιξη της δράσης σαν φλας-μπακ του καταδικασμένου για τη δολοφονία της Κάρμεν Ντον Ζοζέ, που επέτρεψε την επί σκηνής εμφάνιση όλων των πρωταγωνιστών, αξιοποιώντας ευφυώς τα περιλαμβανόμενα στην ορχηστρική εισαγωγή μουσικά θέματα των χαρακτήρων˙ η παρακολούθηση των ταυρομαχιών από τηλεοράσεις, με την επιλεκτική είσοδο στο θέαμα μόνο ορισμένων «εκλεκτών»˙ το εντυπωσιακό σκην(οθετ)ικά φινάλε με τη μετατροπή του συρμάτινου τοίχου που οριοθετούσε την αρένα σε «φυλακή»/τόπο αναμέτρησης των τραγικών ηρώων.
Αντιθέτως, παρά την γενικά καλή κίνηση ιδίως στις σκηνές πλήθους, λιγότερο επεξεργασμένη πρόβαλε η θεατρική καθοδήγηση του συνόλου της διανομής. Όπως συχνά συμβαίνει, η απόδοση των προσωπογραφιών αφέθηκε στην αντίληψη ή/και τα ιδιαίτερα χαρίσματα ενός εκάστου των μονωδών.

Αν κάτι θύμισε, παραδόξως, τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της «Κάρμεν» ήταν μάλλον η μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, η μακράν καλύτερη της σαιζόν που μόλις έφθασε στο τέλος της! Διευθύνοντας χωρίς παρτιτούρα και σιγοτραγουδώντας καθ’όλην την 3ωρη διάρκεια του έργου, ο πολύπειρος αρχιμουσικός ανέδειξε το σπάνιο πλούτο και την ομορφιά της μουσικής, φωτίζοντας κάθε λεπτομέρεια, διασφαλίζοντας συνάμα μιαν πρωτοφανή αφηγηματική ευφράδεια. Άλλοτε απαλή/τρυφερή, άλλοτε αιχμηρή, πάντοτε ρυθμικά σφριγηλή, εμφατικά μελωδική, ακριβής και σβέλτη, η μουσική του διεύθυνση αποτέλεσε τον αδιαπραγμάτευτα κεντρικό άξονα του ακροάματος αλλά και εν τέλει το μεγάλο πρωταγωνιστή της βραδιάς, κλέβοντας την παράσταση τόσο από το σκηνοθέτη όσο και από τους μονωδούς! Μόνο έπαινοι πρέπουν στην Ορχήστρα της ΕΛΣ, με εξαιρετικά ισορροπημένες και συγκεντρωμένες υποομάδες και κορυφαία τα ξύλινα με μπροστάρη τους έναν επιβλητικό Θόδωρο Μαυρομμάτη στο φλάουτο…
Το άλλο σημαντικό πλεονέκτημα της διεύθυνσης του Καρυτινού ήταν η -μέσω αριστοτεχνικών διακυμάνσεων δυναμικής- λεπταίσθητη στάθμιση των ηχητικών όγκων, η οποία επέτρεψε να …ακουσθεί και εκτιμηθεί το τραγούδι του συνόλου των δύο διανομών, ιδίως όταν αυτό ανταποκρινόταν οριακώς στα φωνητικά ζητούμενα των ρόλων.
Η παράσταση δόθηκε με δύο διανομές, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες, τις οποίες παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα (24/7) και στις 27/7. Η πρώτη διανομή διέθετε πιο ισχυρά τίμπρα και μεγαλύτερη σκηνική εξωστρέφεια, η δεύτερη καλύτερη άρθρωση της γαλλικής, περισσότερο μέτρο και λεπτότερες υποκριτικές αποχρώσεις. Ήταν δε πολύ ευχάριστο να διαπιστώνει κανείς ότι, συνολικά, οι Έλληνες τραγουδιστές είχαν εντελέστερη προφορά των γαλλικών -παράγοντας καθοριστικός στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο- από τους μετακεκλημένους καλλιτέχνες (πλην της δεύτερης Κάρμεν!).
Υψηλού διεθνούς επιπέδου υπήρξε το πρωταγωνιστικό ζεύγος (Ρινάτ Σαχάμ και Λεονάρντο Καπάλμπο) της πρώτης διανομής. Ο ρόλος της Κάρμεν δεν κρύβει μυστικά για την Ισραηλινή μεσόφωνο με την εκρηκτική σκηνική παρουσία, την έντονη προσωπικότητα και το θερμό, αισθησιακό φωνητικό ηχόχρωμα, παρά την αδύναμη υψηλή περιοχή. Ο διεθνώς ανερχόμενος Ιταλοαμερικανός τενόρος ανέλαβε πρόσφατα τον -σχετικά βαρύ για τη λυρική φωνή του- ρόλο του Ντον Ζοζέ, όπου αξιοποιεί στο έπακρο μια φωνή μεσογειακής σαγήνης, ομοιογενή σε όλην της την έκταση και μια στέρεη τεχνική. Ατυχώς, η υπόκρισή του είναι ακόμη αδέξια, με αποτέλεσμα το φινάλε του έργου (όπου ούτε η Σαχάμ απέφυγε υπερβολές) να εκτραπεί σε καρικατούρα...
Αντιθέτως, ο ‘Ελληνας ομόλογός του Δημήτρης Πακσόγλου, εξίσου φερέγγυος φωνητικά, εντυπωσίασε με το δραματικά πληρέστερο πορτρέτο του Ντον Ζοζέ, φωτίζοντας θαυμάσια την εξέλιξη του ήρωα από τον αφελή, ερωτευμένο δεκανέα στον παράφορα ζηλιάρη εραστή. Ταίριαξε δε καλά με την Γαλλίδα μεσόφωνο Ζεραλντίν Σωβέ, που ανέδειξε πρωτίστως, με την πιο κομψή, λιγότερο ζωώδη παρουσία της και την άρτια νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου, την αγέρωχη πλευρά του χαρακτήρα. Το συναισθηματικά φορτισμένο φινάλε με την εσωτερικότητα του παιξίματος αμφοτέρων μάς έκανε να σκεφθούμε τι αντίκτυπο θα είχε η ερμηνεία τους σε κλειστή αίθουσα.
Άνισα αποδόθηκαν οι έτεροι κεντρικοί ρόλοι κάθε διανομής. Με προσεγμένο τραγούδι, άρθρωση και υπόκριση, η Μικαέλλα της υψιφώνου Άννας Στυλιανάκη επικράτησε κατά κράτος της Ισπανίδας Σαϊόα Ερνάντεθ, η δυναμική παρουσία και το μεταλλικό ηχόχρωμα της οποίας ελάχιστα ταίριαζαν στις απαιτήσεις του ρόλου. Αντίστοιχα, και χωρίς να διαθέτει την τεσσιτούρα του Εσκαμίγιο, ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης εκμεταλλεύθηκε την αδιαμφισβήτητη σκηνική του αύρα και το ακμαίο, φωνογενές τίμπρο του για να ενσαρκώσει ένα μάτσο ταυρομάχο, έτη φωτός ανώτερο του θαμπού Ιταλού Ομάρ Καμάτα, που είχε ν’αντιπαραθέσει μόνο την πιο καθαρή εκφορά του λόγου. Οι μετακλήσεις τέτοιων ξένων τραγουδιστών πρόβαλαν ακατανόητες και φυσικά αχρείαστες!
Από τους δευτεραγωνιστικούς ρόλους κρατάει κανείς τον σταθερά φερέγγυο Θουνίγα του μπάσου Πέτρου Μαγουλά, κυρίως όμως τον έξοχο, καλοτραγουδισμένο Μοράλες του βαρύτονου Νίκου Κοτενίδη, στο ξεκίνημα μιας ελπιδοφόρου διεθνούς σταδιοδρομίας. Από τα ζεύγη των συνοδοιπόρων της Κάρμεν (τσιγγάνων – λαθρεμπόρων), με αρκετά ολισθήματα στο κουϊντέτο της Β’ πράξης, ξεχώρισαν για τον καλύτερο συντονισμό και το μεταξύ τους δέσιμο περισσότερο αυτά της β’ διανομής (Κόκκα/Κριτσωτάκη και Σελητσανιώτης/Κεχρής), παρότι τις καλύτερες ατομικές εντυπώσεις άφησαν, στην α’ διανομή, η υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου (Φρασκίτα) και ο τενόρος Αλέξανδρος Τσιλογιάννης (Ρεμεντάδο).
Μία ακόμη επιτυχημένη εμφάνιση καταγράφεται στο ενεργητικό της Χορωδίας και της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ, αμφότερες με φροντισμένο τραγούδι και αρκετά θεατρική συμμετοχή.
Credit φωτογραφιών: Stefanos (κεντρική φωτογραφία και δύο πρώτα μέρη του κολλάζ) / Χάρης Ακριβιάδης (2η φωτογραφία και δεξιό μέρος κολλάζ)