Ντοκιμαντερίστας και ακαδημαϊκός, ο 44χρονος Ελβετός
Ολιβιέ Ζισουά εξηγεί στον Χρήστο Μήτση πώς μέσα από την ελληνική ποίηση οδηγήθηκε στην ιστορία της Μακρονήσου, την οποία αποφάσισε να αφηγηθεί με έναν πρωτότυπο τρόπο στο «Σαν Πέτρινα Λιοντάρια στη Μπασιά της Νύχτας».
Πώς ξεκίνησε η ιδέα
μιας ταινίας για τη Μακρόνησο βασισμένης σε ποιήματα κρατουμένων της;
Το 2009 βρήκα σε ένα παριζιάνικο βιβλιοπωλείο μια μετάφραση του «Πέτρινου χρόνου» του Γιάννη Ρίτσου. Συγκινήθηκα βαθιά από τη δύναμη των στίχων, οι οποίοι γέννησαν μέσα μου πολύ δυνατές, βίαιες εικόνες. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γυρίσω μια μικρού μήκους όπου αυτές οι εικόνες θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με τις εικόνες του στρατοπέδου όπως είναι σήμερα. Ξεκινήσαμε μια πιο λεπτομερή έρευνα και καταλήξαμε στο «Σαν Πέτρινα Λιοντάρια…».
Και τα υπόλοιπα ποιήματα (του Τάσου Λειβαδίτη και του Μενέλαου Λουντέμη) που ακούγονται στην ταινία;
Με την Ελένη Γιώτη (βοηθό σκηνοθέτη και λογοτεχνική σύμβουλο) βρήκαμε πολλά ποιήματα που αφορούν το νησί, αλλά αρχίσαμε να επιλέγουμε μόνο όταν τέλειωσε το γύρισμα και είχαμε έτοιμο το οπτικό υλικό. Καταλήξαμε σε όσα αφορούσαν αυστηρά τα γεγονότα του στρατοπέδου και αποτύπωναν γλαφυρά τη σκοτεινή αίσθηση αυτών των δύσκολων καιρών.
Πώς επιλέξατε το υπόλοιπο υλικό (γαλλόφωνο voice over, φωτογραφίες αρχείου, προπαγανδιστικά ηχητικά αποσπάσματα);
Συγκεντρώσαμε κάθε είδους ντοκουμέντο. Ο όγκος ήταν τεράστιος και έπρεπε να γίνει μια επιλογή, καθώς δεν μπορείς να αποτυπώσεις σε μια ταινία όλες τις διαστάσεις των ιστορικών γεγονότων. Από τη στιγμή που δεν πρόκειται λοιπόν για ένα πληροφοριακό ντοκιμαντέρ –η γραπτή έρευνα μπορεί να συνεισφέρει αποδοτικότερα σ’ αυτόν τον τομέα–, αποφασίσαμε να εστιάσουμε στον «ψυχρό πόλεμο» ποιητικού και προπαγανδιστικού λόγου. Το voice over, από την άλλη, κουβαλά τη δική μου –χρονολογικά, πολιτιστικά και ψυχολογικά– αποστασιοποιημένη άποψη πάνω στα όσα συνέβησαν. Είναι η ματιά ενός ξένου, γι’ αυτό και η αφήγηση ακούγεται όταν βλέπουμε πλάνα του νησιού από το λιμάνι του Λαυρίου, από «ασφαλή» απόσταση δηλαδή.
Η αντιπαράθεση ποίησης και προπαγάνδας, αλλά και σύγχρονων εικόνων με ντοκουμέντα εποχής τι συναισθήματα επιδιώκετε να ξυπνήσει στον θεατή;
Επιχειρήσαμε να κάνουμε ένα είδος «κινηματογραφικής αρχαιολογίας». Τα αργά τράβελινγκ προσπαθούν να «ανακρίνουν» τις σιωπηλές πέτρες. Να τις κάνουν να μιλήσουν για όλα όσα έχουν δει. Επιπλέον, τα «άδεια» πλάνα δίνουν στον θεατή τη δυνατότητα να γεμίσει τα κενά με δικές του εικόνες. Η ταινία επιδιώκει να μεταφέρει σ’ αυτόν την αίσθηση του εγκλεισμού, να νιώσει και αυτός αιχμάλωτος σε μια φιλμική φυλακή δηλαδή, και να καταλάβει όπως και οι κρατούμενοι πως ο περιορισμός του είναι ταυτόχρονα και η δύναμή του.
Η ταινία επαναφέρει επώδυνες μνήμες. Πιστεύετε ότι αυτή η εποχή επιτάσσει να θυμόμαστε ή μας ζητά να ξεχάσουμε για να προχωρήσουμε μπροστά;
Όταν ξεκίνησα να προετοιμάζω την ταινία, πριν από τέσσερα χρόνια, η ελληνική κρίση δεν είχε ξεσπάσει ακόμη. Ανησυχώ και εγώ με όσα γίνονται στη χώρα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, την άνοδο του εθνικισμού, τα οικονομικά μέτρα… Αλλά η απάντηση στο τραύμα δεν είναι η λήθη, γιατί το τραύμα το κουβαλάμε μέσα μας και δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Η μνήμη είναι, κατά τη γνώμη μου, η μόνη ασφαλής οδός για ένα μέλλον το οποίο δεν θα επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος.