Follow us

Κυπριακό κρασί

Αφήνοντας πίσω τους το κακό παρελθόν, οι νέοι οινοποιοί της Κύπρου κάνουν άλματα. Ο Δημήτρης Αντωνόπουλος πήγε στο νησί για τον 4ο Κυπριακό Διαγωνισμό Οίνου, είδε και δοκίμασε πολλά, και διαλέγει την αφρόκρεμα.

Κυπριακό κρασί

Στην Κύπρο πήγα για πρώτη φορά πριν από δεκατρία χρόνια. Κάθισα μια εβδομάδα, γύρισα όλο το νησί, αλλά κρασί σχεδόν δεν ήπια. Με τους ερεθιστικούς μεζέδες που παρήλαυναν κατά στάδια στα τραπέζια, έπινα την ωραία μπίρα της ΚΕΟ. Ήταν πολύ πίσω το κυπριακό κρασί τότε, δεν πινόταν από τους wine lovers της Ευρώπης και τα τάνκερ από τις χώρες του σοβιετικού μπλοκ, που γέμιζαν φθηνό κρασί με σωλήνες, είχαν σταματήσει να έρχονται μετά τη κατάρρευσή του.

Το μόνο κρασί που ήπια ευχαρίστως εκείνη την περίοδο ήταν το Fino της ΚΕΟ, ένα συμπαθέστατο ξηρό sherry επιπέδου, όταν ακόμη η Κύπρος έφτιαχνε τη σπανιόλικη σπεσιαλιτέ για την εγγλέζικη αγορά. Μετά το 1996 τέλειωσε κι αυτό, με τους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατοχύρωση του ονόματος sherry αποκλειστικά από τους Ισπανούς.

Κι εγώ, εν έτει 2009, αρχές Μαρτίου, βρίσκομαι στο όμορφο οινοποιείο Κυ­πε­­ρούντας, στο ομώνυμο χωριό, 1.200 μέτρα και υψόμετρο πάνω στο Τρόοδος, και κάνω κάθετη γευσιγνωσία στον εξαιρετικό λευκό «Πετρίτη» σε όλες τις χρονιές του, από το 2002 έως το 2007!

Μοιάζει εκ πρώτης όψεως σενάριο επιστημονικής φαντασίας, είναι όμως μια απτή πραγματικότητα που όσον αφορά το αμπελουργικό και τεχνολογικό της μέρος οφείλεται κυρίως σε μία από τις δύο κορυφαίες οινικές προσωπικότητες της Κύπρου, τον οινολόγο Μηνά Μηνά.

Μέσα στην παγκοσμιοποιούμενη αγορά κρασιού και με όλο το σέβας στην αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία των Cabernet Sauvignon και Chardonnay, είναι μεγάλη η έξαψη όταν ανακαλύπτεις ένα πολύ ωραίο κρασί από άγνωστες αυτόχθονες, τοπικές ποικιλίες σταφυλιού. Γι’ αυτό θεωρώ την κάθετη γευσιγνωσία του «Πετρίτη», φτια­γμένου από Ξυνιστέρι, αποκαλυπτική μιας κορυφαίας όψης του κυπριακού κρασιού. Δεν βρίσκεις εύκολα λευκά κρασιά που να μπορούν να διατηρήσουν τη φρεσκάδα τους και να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους για επτά και πλέον χρόνια.

Στη σαφώς πιο προηγμένη οινικά Ελλάδα, μόνο το σαντορινιό Ασύρτικο μπορεί να ισχυριστεί με άνεση ότι έχει τόσο μεγάλη ή και μεγαλύτερη δυνατότητα παλαίωσης.

Κυπριακό κρασί

Όταν μιλάμε για Ξυνιστέρι εννοούμε κυρίως κρασιά χωρίς παλαίωση σε βαρέλι, στην περίπτωση του «Πετρίτη» όμως ο οινολόγος της Κυπερούντας παλιώνει ένα 15% του κρασιού σε χρησιμοποιημένα βαρέλια. Σίγουρα αυτό δίνει στον «Πετρίτη» στερεή δομή, όπως αποδεικνύεται από τις παλιές χρονιές του, δεν μιλάμε όμως για αίσθηση blockbuster, αλλά για φινέτσα και πολυπλοκότητα που διατρέχει το χρόνο σχεδόν αβρόχοις ποσί. Εντυπωσιάστηκα από τον «Πετρίτη» του 2002, γιατί μυρίζοντάς τον ένιωσα να γαργαλάνε τη μύτη μου κομψά αρώματα λευκών λουλουδιών και γλυκών αμυγδάλων, που «έβαφαν» επίσης τη γεύση τους, ενώ οι γουλιές του είχαν το δώρο του χρόνου αποτυπωμένο σε μια τυπάδικη λεμονάτη mineralite.

Στο 2003 ήταν λίγο κλειστό, αλλά στο 2004, στις μυρωδιές του 2002 είχαν προστεθεί βότανα σαν τον ευκάλυπτο, ενώ το στόμα ήταν πυκνό, με μια όμορφη υπόνοια βαρελιού, «καραμελάτο» αλλά και δροσερό. Στο 2005 άρχισα να νιώθω δίπλα στα ανθώδη και φρουτώδη αρώματά του μια ξεχωριστή μυρωδιά κυδωνιού που στο 2006 έγινε σαν λουκούμι με γεύση κυδώνι.

Αλλά και το στόμα του είναι «γλυκόπιοτο» και ηπιό­τατα βανιλέ, σαν μια σταλαγματιά ωριμότητας στην προφανή στιλιστική του φρεσκάδα, που κάνει αυτό το εξαιρετικό Ξυνιστέρι πιο σοφιστικέ. Ο «Πετρίτης» του 2007 είναι μια χαρά, ένιωσα όμως ότι πρέπει να του δώσουμε αβάτζο τουλάχιστον ένα χρόνο, ώστε το προφανές δυναμικό του να «γράψει» με τρόπο πιο σοφιστικέ. Για να σας δώσω μια ακόμη πιο συγκεκριμένη αίσθηση, οι βαθμολογίες που έβαζα στους «Πετρίτες» ήταν στη γειτονιά του 85/100.

Μετά τη γευσιγνωσία πήγαμε μαζί με τον Μηνά Μηνά να φάμε σε μια εξαιρετική ταβέρνα στο χωριό Αγρός (έχετε δοκιμάσει ποτέ αγκινάρες καραμελωμένες με χυμό πορτοκαλιού; – για ταβέρνα μιλάμε!). Εκεί, τρώγοντας και πίνοντας, γνώρισα τον άλλο άνθρωπο που βάζει τη σφραγίδα του στη σημερινή εξέλιξη του κυπριακού κρασιού, υπογράφοντας ή οινοποιώντας μερικά από τα καλύτερα κόκκινά της. Ο Σοφοκλής Βλασίδης, με σπουδές οινολογίας στο καλιφορνέζικο Davis, έχει πάθος με το Μαραθεύτικο.

Παραγνωρισμένη ποικιλία, επειδή είναι πολύ δύσκολη στην καλλιέργειά της· από τις ελάχιστες που δεν είναι ερμαφρόδιτες ώστε να αυτογονιμοποιούνται, έτσι τα θηλυκά λουλούδια της πρέπει να βρεθούν ανάμεσα σε αμπέλια άλλων ποικιλιών για να γονιμοποιηθούν από τη γύρη τους (αν σε ένα αμπελοτεμάχιο είναι φυτεμένα μόνο φυτά Μαραθεύτικου, δεν θα κάνουν ποτέ σταφύλια).

Πίνοντας όμως «Μαραθεύτικο Βλασίδη ’04» νιώθεις να ορμάει από το ποτήρι ένα παχύ μπουκέτο δαμάσκηνου ντυμένο με βανίλια και από πίσω του ωραίο βαρέλι. Και οι γουλιές; Α, οι γουλιές του μες στο φρούτο, πεντανόστιμες, βουτηγμένες σε φρουτένιο μελάνι, με τανίνες σθεναρές αλλά μαλακωμένες και μια πικράδα βαμμένη στο άρωμα του, κλασικού και του amarena, βύσσινου. Εντυπωσιάστηκα κατόπιν από το «Μαθαρεύτικο ’07» του Κτήματος Αργυρίδη (Μεγάλο Χρυσό στον 4ο Κυπριακό Διαγωνισμό Οίνου), το οποίο πάλι ο Βλασίδης οινοποιεί: άγριο μετάξι, κομψή δύναμη, βαθύ φρούτο (βουτιά σε βύσσινο και δαμάσκηνο), τανίνες ποιότητας που μουδιάζουν το στόμα και επίγευση διαρκείας.

Ναι, αυτά τα κρασιά σού μένουν. Έχουν στην ούγια τους τις σύγχρονες οινοποιητικές τεχνικές που αξιοποιούν το εγγενές δυναμικό τους, αλλά και μια ιδιοτυπία που αφήνει για καιρό τη γεύση τους στη μνήμη.

Το οινοποιητικό τοπίο

Βρέθηκα στην Κύπρο για τον 4ο Κυπριακό Διαγωνισμό Οίνου και είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ οινοποιεία και να δοκιμάσω κρασιά βραβευμένα και μη. Θα σας μεταφέρω λίγο ακόμη από τον αφρό όσων κατάφερα να δω και να γευτώ μέσα σε τρεις μέρες. Υπάρχουν κατ’ αρχάς ωραία οινοποιεία μέσα σε πανέμορφα χωριά.

Υποδειγματικό το κτίριο του Κτήματος Αργυρίδη στη Βάσα Κοιλανίου· μείγμα αρχοντικού –με βενετσιάνικες καμάρες, νεο-βυζαντινές ζωγραφικές, παλιές φωτογραφίες– και μπουτίκ οινοποιείου: είναι το απόλυτο must κάθε οινοφιλικής επίσκεψης στην Κύπρο. Από τα υπόλοιπα κρασιά του, το βαρελάτο Chardonnay διεθνούς επιπέδου και το νοστιμότατο Mourvedre μες στο μαύρο φρούτο και τις ωραίες τανίνες.

Από το πρωτοπόρο οινοποιείο Κυπαρούντας αγναντεύεις αμπέλια, υδροδοτικές λίμνες και βουνά, από τα 1.200 μέτρα μέχρι να φτάσει το βλέμμα σου στη Λεμεσό και τη θάλασσα. Συνειδητοποιείς ταυτόχρονα ότι οι κλιματικές αλλαγές είναι πλέον πραγματικότητα, γεγονός που οδηγεί τους παραγωγούς να ψάχνουν σταφύλια στα 1.200 μέτρα· με τη ζέστη που κάνει στην Κύπρο, η καλή πρώτη ύλη θέλει τη δροσιά του βουνού προκειμένου να ανακουφιστεί.

Ο Μηνάς Μηνάς φτιάχνει ένα αρμονικό, βανιλάτο αλλά και έντονα φρουτώδες Chardonnay που κερδίζει πόντους τρία χρόνια μετά τη σοδειά του, κι ένα στιβαρό, δυναμικό Cabernet Sauvignon διεθνών προδιαγραφών.

Το Shiraz του Χατζηαντωνά το πρωτοδοκίμασα φέτος στο «Sale & Pepe» και ομολογώ εντυπωσιάστηκα. Στην Παρεκκλησιά της Λεμεσού βρέθηκα να δοκιμάζω τα κρασιά του σε ένα όμορφο πέτρινο οινοποιείο που την πολυτελή αίθουσά του γευσιγνωσίας, με ποτήρια Riedel και λιβανέζικη μουσική υπόκρουση, θα τη ζήλευαν καλά ξενοδοχεία.

Μέσα σε αυτό το νεοκοσμίτικο περιβάλλον εκτίμησα το Chardonnay του, την κομψότατη δύναμη του βουτηγμένου στο βύσσινο και το κατράμι αυστραλέζικου στιλ Shiraz του, αλλά και το πιο γήινο σθένος ενός Cabernet-Shiraz. Το κοσμοπολίτικο πνεύμα του Χατζηαντωνά εκφράζεται και με χαριτωμένα ιδιαίτερα κρασιά, σαν τη φινετσάτη οργανική Σουλτανίνα (ημίγλυκος) ή το πολύ επιτυχημένο ημιαφρώδες τριανταφυλλο-βερικοκένιο Μοσχάτο, στο στιλ του Asti.

Aνάμεσα στα 13 Χρυσά και Μεγάλα Χρυσά του 4ου Κυπριακού Διαγωνισμού Οίνου, τα 7 κρασιά ήταν γλυκά και τα 4 από αυτά Κουμανταρίες. Το ερυθρό γλυκό ονομαστό κρασί της Μεγαλονήσου μπορεί να είναι συγκλονιστικό, αν κρίνω από τη φανταστική κομανταρία «St Nicholas» της ΕΤΚΟ (σαν παλιωμένο ρούμι, καφές και πετιμέζι μαζί). Άξια στέκονται δίπλα της η «St Barnabas» (ΣΟΔΑΠ), η «St John» (ΚΕΟ) και η πιο μοντέρνα «Legacy» (Λαμπούρης).

Το άλλο οινοποιείο-φαινόμενο, αφού κέρδισε 3 χρυσά μετάλλια για τα γλυκά του κρασιά, είναι της «Αγίας Μαύρης» στο Κοιλάνι. Ο «Μοσχάτος» τους είναι ένα εξαιρετικό σφύζον αστεράκι, που μέσα στην τρυφερή γλύκα του μπλέκονται πανέμορφα αρώματα βανίλιας, τριαντάφυλλων, πορτοκαλιών, καραμέλας, αμυγδάλων και αμυγδαλωτών.

Σημ: Ελάχιστα είναι τα κυπριακά κρασιά που βρίσκεις στην Ελλάδα. Κάποιος να εισάγει τα καλά, παρακαλώ!

Επίσης...

Κρασί και BBQ: συνδυασμός φωτιά

Όταν σκεφτόμαστε barbeque, το μυαλό μπορεί αυτομάτως να ταιριάζει τα ζουμερά κρεατικά με την εικόνα μιας παγωμένης μπύρας να ιδρώνει πλάι τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το βουτυράτο καραμέλωμα με το οποίο προικίζεται το κρέας απ’ το λίπος του κι η μυρωδάτη κάπνα που παίρνει μαζί του απ’ τα κάρβουνα, στήνουν ιδανικό καμβά για πεντανόστιμα οινικά παντρέματα, που μπορούν να ξεκλειδώσουν νέους γευστικούς ορίζοντες. Αρκεί να βρούμε τα σωστά κλειδιά!

Περισσότερα από

Κρασί

Τα οινικά αστέρια των Χρυσών Σκούφων 2022

Tο Κτήμα Γεροβασιλείου έφερε αρωματική και γευστική φινέτσα στο dinner de gala, με τις πιο εκλεκτές ετικέτες του να συμπληρώνουν τις σπουδαίες γεύσεις της μοναδικής βραδιάς.

Πάστα και κρασί: μια σχέση αγάπης

Από τη μακαρονάδα «της στιγμής» στο σπίτι, ως τις «γευστικές-creatίοns» των καλών ιταλικών εστιατορίων, η καρδιά και ο ουρανίσκος των Ελλήνων συγκινείται πάντοτε στη θέα, την οσμή, την ιδέα της πάστα. Και τι καλύτερο, τι πιο γαργαλιστικό για να την συνοδεύσει, από ένα καλό μπουκάλι κρασί; Ιδίως αν είναι, βέβαια, το σωστό μπουκάλι κρασί.

Κέικ Κρασιού

Πώς θα φτιάξεις κέικ κρασιού.

Σουπιές Κρασάτες στο Φούρνο

Η συνταγή για σουπιές κρασάτες στο φούρνο.

Το Peloponnese Wine Festival δηλώνει παρουσία στις 21/2

Το οινικό event, που συγκεντρώνει εκατοντάδες οινόφιλους, θα διεξαχθεί στο ξενοδοχείο Royal Olympic της Αθήνας, τη Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου…

Η οινική εκπαίδευση συναντά τη φιλοξενία

Τα κορυφαία προγράμματα σπουδών του «Le Monde» εμπλουτίζονται εγκαινιάζοντας τη νέα συνεργασία του κορυφαίου εκπαιδευτικού ομίλου με τον παγκόσμιο πρωτοπόρο της εκπαίδευσης οίνων και αποσταγμάτων WSET.

My Xmas Pairings: Tα αγαπημένα μας κρασιά συμπληρώνουν τις γεύσεις των γιορτινών μας πιάτων

Μαζί με τα My market, σας βοηθάμε με την οργάνωσή του, ετοιμάζοντας ένα πλήρες μενού για το εορταστικό τραπέζι.