Πολύ δυνατές εντυπώσεις άφησαν τρεις εξαιρετικοί -διεθνώς καταξιωμένοι και/ή πολλά υποσχόμενοι- νέοι Έλληνες καλλιτέχνες σε πρόσφατες συναυλιακές εμφανίσεις τους.
Στις 22/3, η αίθουσα "Άρης Γαρουφαλής" του Ωδείου Αθηνών γέμισε ασφυκτικά για το ρεσιτάλ ενός πρώην αποφοίτου του (2014), του βαθύφωνου Αλέξανδρου Σταυρακάκη. Ο 34χρονος τραγουδιστής ανήκει από το 2018 στο μόνιμο θίασο της Όπερας Ζέμπερ της Δρέσδης, κέρδισε το Α’ Βραβείο στον περίφημο διεθνή διαγωνισμό "Τσαϊκόφσκι" (2019), ενώ έχει ξεκινήσει ήδη μία λαμπρή σταδιοδρομία σε μείζονα λυρικά θέατρα του εξωτερικού, από το Βερολίνο και τη Μόσχα έως το Παλέρμο και την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης!
Η σπάνια αυτή αθηναϊκή εμφάνιση, υπό τη συνοδεία του καλού πιανίστα Δημήτρη Βεζύρογλου, δεν αφορούσε την όπερα αλλά το έντεχνο τραγούδι, είδος για το οποίο τρέφει ιδιαίτερη αγάπη. Το ωριαίο ρεσιτάλ αρθρώθηκε γύρω από δύο μείζονες κύκλους του γερμανικού και ρωσικού ρεπερτορίου, το "Κύκνειο άσμα" του Σούμπερτ και τα "Τραγούδια και χορούς του θανάτου" του Μούσοργκσκι. Στο εξαιρετικά δομημένο πρόγραμμα, το κάθε μέρος άνοιγε με ένα πιανιστικό κομμάτι, για να ακολουθήσουν ένα τραγούδι και ο (αποσπασματικός ή πλήρης) κύκλος τραγουδιών.
Το πρώτο μέρος ήταν αφιερωμένο στον Σούμπερτ. Μετά από μία ρυθμικά ακριβή ανάγνωση της "Κατοικίας" στη μεταγραφή για σόλο πιάνο του Λιστ, ο "Οδοιπόρος" λειτούργησε ως εισαγωγή στον συναισθηματικά φορτισμένο κόσμο του Αυστριακού συνθέτη, αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του οποίου αποτέλεσε το δεύτερο μισό (6 τραγούδια) από το "Κύκνειο άσμα" σε ποίηση Χάινε. Από τις πρώτες κιόλας νότες, τους πρώτους στίχους, έγιναν αντιληπτές η ποιότητα και ο ηχοχρωματικός πλούτος της φωνής του Σταυρακάκη, η άρτια εκφορά της γερμανικής γλώσσας, οι περιγραφικές αρετές του τραγουδιού του. Βέβαια, η αρκετά αναλυτική ερμηνεία στηρίχθηκε περισσότερο στην ομορφιά του τίμπρου και τις αυξομειώσεις δυναμικής, παρά στις νοηματικές και αφηγηματικές εκλεπτύνσεις. Ήταν η -υπέροχη, ακμαία- φωνή και όχι η αφήγηση που συνιστούσε εν προκειμένω το κύριο εκφραστικό μέσο. Όπου αποτολμήθηκαν πιο εξπρεσιονιστικές διακινδυνεύσεις (π.χ. στον "Σωσία"), το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό…
Καμία ένσταση, αντιθέτως, για το αφιερωμένο στον Μούσοργκσκι δεύτερο μέρος. Η ρωσική -εκ μητρός- καταγωγή του Σταυρακάκη εξηγούσε όχι μόνο την ανεπίληπτη εκφορά αλλά και την πλήρη κατανόηση και νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου, που μεταδόθηκε αβίαστα, με μυριάδες αποχρώσεις και μοναδική εκφραστικότητα. Μετά το δραματικών αντιθέσεων πιανιστικό "Ιντερμέτζο" που απέδωσε άρτια ο Βεζύρογλου, η σύντομη φωνητική σύνθεση "Τα φύλλα θρόισαν λυπημένα" έδειξε πόσο ταιριάζει η ρωσική μελαγχολία στο μαλακό ηχόχρωμα και την ιδιοσυγκρασία του τραγουδιστή. Ήταν, όμως, στα περίφημα -και τόσο σπάνια ακουόμενα στη χώρα μας- "Τραγούδια και χορούς του θανάτου", που θαύμασε κανείς την πληρότητα της ερμηνείας. Με πόση θεατρικότητα και αφηγηματική ευφράδεια, με πόσες διακυμάνσεις έντασης και εκλεπτύνσεις (από το έπος στην ειρωνεία και την ελεγεία), με τι ποιότητα φραστικής αποδόθηκε ο μείζων, τετραμερής κύκλος, στην ουσία μία αλληλουχία 4 αυτοτελών δραματικών σκηνών, που συχνά απαιτούν περισσότερους του ενός -ενίοτε καρατερίστικους- ρόλους!
Ανταποκρινόμενος στις θερμές επευφημίες του κοινού, ο εκλεκτός βαθύφωνος αποφόρτισε την ατμόσφαιρα με το διάσημο, κωμικό "Τραγούδι του ψύλλου" του Μούσοργκσκι.
Η επόμενη εμφάνιση του Σταυρακάκη στη χώρα μας θα είναι ως σολίστ στο "Ρέκβιεμ" του Βέρντι το καλοκαίρι, στην πρώτη από τις δύο συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Σε ό,τι αφορά την όπερα, θα χρειασθεί μάλλον να αναμείνουμε αρκετά ακόμη, αφού η Εθνική Λυρική Σκηνή δεν φαίνεται -μυστηριωδώς!- να ενδιαφέρεται να αξιοποιήσει έναν καλλιτέχνη με τόσο προφανείς και αδιαμφισβήτητες φωνητικές και σκηνικές χάρες…
Λίγες μέρες αργότερα (27/3), ένας άλλος εξίσου ταλαντούχος μουσικός, ο 26χρονος φλαουτίστας Στάθης Καραπάνος αποτέλεσε τον βασικό πόλο έλξης σε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό την Λίζα Ξανθοπούλου στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Στο σύνολο αυτό είχε διατελέσει κορυφαίος στα φλάουτα την περίοδο 2017/2018.
Εγκατεστημένος έκτοτε στο εξωτερικό, ο πολυβραβευμένος σολίστ κάνει μια αξιοπρόσεκτη διεθνή καριέρα, με σωρεία εμφανίσεων με σημαντικές ορχήστρες και αρχιμουσικούς, συμμετοχές σε βραβευμένα ηχογραφήματα, ενώ διακονεί με συνέπεια και τη μουσική δωματίου, συνεργαζόμενος με διακεκριμένους ομότεχνους του!
Της εμφάνισης με την ΚΟΑ (που επαναλήφθηκε μετά από μερικές μέρες στο Μεσολόγγι) είχε προηγηθεί η σύμπραξή του σε συναυλία της "Underground Youth Orchestra" στο αθηναϊκό Μέγαρο (12/3), όπου μαζί με την διάσημη αρπίστρια της Φιλαρμονικής του Βερολίνου Μαρί-Πιερ Λανγκλαμέ ερμήνευσαν το "Κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα" του Μότσαρτ και την σύνθεση "Dilemme" του Πετιζιράρ.
Στον Πειραιά, ο Καραπάνος αναμετρήθηκε με ένα έργο που ερμηνεύει εσχάτως, συχνά, σε Ελλάδα και εξωτερικό, την 15λεπτη "Σουίτα από το μπαλέτο ‘Ζορμπάς’" του Μίκη Θεοδωράκη, που μετέγραψε για φλάουτο και ορχήστρα [2019] μαζί με τον Αχιλλέα Γουάστωρ. Η απλότητα και καθηλωτική περιγραφική δύναμη της μουσικής του "Ζορμπά" δικαιώθηκαν στη συγκεκριμένη μεταγραφή περισσότερο στα αργά μέρη και τα λυρικά σόλι – στα γρήγορα μέρη ο ευαίσθητος ήχος του φλάουτου καλείτο ν’ αντιπαλέψει τον πιο συμπαγή ορχηστρικό ήχο και την ενίοτε θορυβώδη -και όχι πάντοτε ακριβή- μουσική διεύθυνση.
Με την εξαίρεση κάποιων μικροολισθημάτων στα γρήγορα περάσματα του μέρους ελεύθερης δεξιοτεχνίας, ο Καραπάνος έλαμψε με την πτητικότητα του ήχου του, την προσεγμένη φραστική και την άφθαστη μουσικότητα του παιξίματός του, αρετές που καλό θα ήταν να υπηρετούν ένα ρεπερτόριο μεγαλύτερων αξιώσεων... Εκτός προγράμματος, ο σολίστ απέδωσε εκφραστικά ένα κομμάτι (τάνγκο) του Πιατσόλα.
Το υπό τον τίτλο "Λογοτεχνία και μουσική" πρόγραμμα άνοιξε με μία στρωτή ανάγνωση της Εισαγωγής στην όπερα "Ο Κουρέας της Σεβίλλης" του Ροσσίνι, που διέθετε χιούμορ, αφηγηματική σαφήνεια, καλή ρυθμική ανέλιξη του περίφημου κρεσέντο αλλά και ένα αδόκητα …πομπώδες, "συμφωνικό" φινάλε!
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την Εισαγωγή και 4 ορχηστρικά αποσπάσματα από τη σκηνική μουσική που συνέθεσε ο Μέντελσον για θεατρικό ανέβασμα της σαιξπηρικής κωμωδίας "Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας" - ένα συμφωνικό αριστούργημα που, δυστυχώς, προσφέρεται σπανιότατα σε αίθουσες συναυλιών.
Η Θεσσαλονικιά αρχιμουσικός διέπλασε μια συνολικά καλή εκτέλεση, που αξιοποίησε τη μεγάλη φόρμα της ΚΟΑ, τον εστιασμένο ήχο των υπό τον Γραμματικόπουλο εγχόρδων, τα πάντα ποιητικά ξύλινα (με κορυφαίο το φλάουτο του Γιάρκε), τα σταθερά χάλκινα πνευστά. Αν το Νυχτερινό ήχησε με τη δέουσα αισθαντικότητα, λόγω και της θαυμάσιας απόδοσης της εναρκτήριας λυρικής μελωδίας από κόρνο (Σίσκος) και φαγκότο (Λιοδάκης), αν το Γαμήλιο εμβατήριο ήχησε με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια (υπό τις έξοχες ανακρούσεις της τρομπέτας του Μπαλαμού), το πανέμορφο Σκέρτσο στερήθηκε της τόσο κρίσιμης χάρης και αιθέριας ελαφράδας…
Ομοίως ισχυρό αποτύπωμα άφησε το προ διμήνου (10/2) ρεσιτάλ της νεαρής υψιφώνου Αικατερίνης-Καρολίνας (Κάριν) Σάντμαϊερ στην εξαιρετικής ακουστικής αίθουσα του "Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή" στο Παγκράτι. Ήταν το πρώτο μιας σειράς 3 ρεσιτάλ νέων και αριστούχων διπλωματούχων του, που διοργάνωσε εκεί, υπό τον τίτλο "Ήχος και σιωπή", το Ωδείο Αθηνών.
Η παρουσία στην εντυπωσιακή εξέταση μονωδίας στο Ωδείο (25/1), που οδήγησε στην απονομή διπλώματος με "Άριστα και Α’ βραβείο", μάς παρακίνησε στο να την ξανακούσουμε σ’ένα πρόγραμμα με τραγούδια και αποσπάσματα που όπερες, που σε μεγάλο βαθμό αναπαρήγαγε -διευρύνοντας!- αυτό του πτυχίου της.
Σε μιαν εποχή φωνητικής ένδειας στο ελληνικό λυρικό τραγούδι, η ύπαρξη μιας φωνής μεγάλης, πλούσιας, αβίαστης, όπως αυτή της Σάντμαϊερ, συνιστά πραγματική πολυτέλεια. Στο βαθμό που συγκεράζει την (δεξιο)τεχνική ασφάλεια με τη μουσικότητα, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά ερεθιστικό. Η δε μαθητεία πλάι σε μία καλλιτέχνιδα του κύρους, της σοβαρότητας και της αυστηρότητας της Ιουλίας Τρούσσα επιβάλλει την εκ παραλλήλου διακονία όπερας και έντεχνου τραγουδιού, όπως φάνηκε και από το πρόγραμμα.
Το μεγαλύτερο σκέλος του πρώτου μέρους του κάλυψαν ρομαντικά τραγούδια των Μέντελσον, Σούμαν, Μπραμς και Βολφ. Η άριστη γνώση και χρήση της γλώσσας λόγω της -εκ πατρός- γερμανικής καταγωγής εξηγούσε την άνεση και την αυτοπεποίθηση των ερμηνειών. Παρότι η φωνή ηχούσε ίσως "τεράστια" για το γερμανικό Lied, η ικανότητα χρωματισμών και η δύναμη της αφήγησης τραβούσαν διαρκώς την προσοχή. Ιδιαίτερη φροντίδα στην προφορά και εκφορά του λόγου παρατηρήθηκε, όμως, τόσο στα ζεύγη ιταλικών τραγουδιών του Μότσαρτ με τα οποία άνοιξε η βραδιά (αλλά και σε ένα από τα "Rispetti" του Βολφ-Φερράρι που δόθηκε στο Ωδείο) όσο και σε αυτά ελληνικών (των Τσαλαχούρη και Καλομοίρη – την περίφημη "Κατάρα") με τα οποία ολοκληρώθηκε.
Η κρυστάλλινη καθαρότητα της άρθρωσης και …άλλων γλωσσών εντυπωσίασε στο οπερατικό σκέλος του ρεσιτάλ. Πλάι σε ιταλικές άριες ("Αντρέα Σενιέ" του Τζορντάνο, "Μαντάμα Μπάττερφλαϊ" του Πουτσίνι, αλλά και τη δυσκολότατη άρια κοντσέρτου του Μότσαρτ "Misera, dove son" στις εξετάσεις του Ωδείου) και άριες από γερμανικές όπερες ("Λόενγκριν" του Βάγκνερ) και -εκτός προγράμματος- οπερέτες ("Νυχτερίδα" του Γ. Στράους υιού), η υψίφωνος δεν δίστασε να ερμηνεύσει και άριες του γαλλικού (τη σπανιότατη "Σαπφώ" του Μασνέ) αλλά και σλάβικου δραματολογίου ("Ρούσαλκα" του Ντβόρζακ στο Ίδρυμα Γουλανδρή, "Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ" του Σοστακόβιτς στο Ωδείο Αθηνών). Δεν ήταν, όμως, το μόνο.
Η προσεκτική ακρόαση κατέδειξε ένα πρωτίστως λυρικό τίμπρο, με σαφές δραματικό υπόβαθρο (θαυμάσια υψηλή περιοχή παρά κάποιες μικροαστάθειες, ζεστές χαμηλές νότες), κατάλληλο να υποστηρίξει στο μέλλον βαρύτερες αναθέσεις. Πέρα από κατανόηση της αισθητικής και της υφολογικής ιδιαιτερότητας του κάθε ρεπερτορίου, το τραγούδι της Σάντμαϊερ διαθέτει μια σπάνια συναισθηματική αμεσότητα και ένταση, μιαν αδιευκρίνιστα "φυσική" δραματική αλήθεια και γενναιοδωρία, που ταιριάζει "γάντι" στις βεριστικές ηρωίδες (συγκλονιστικό "Mamma morta"!) αλλά μπορεί να υπηρετήσει και τη γαλλική δραματική εξαγγελία. Από καθαρά φωνητικής πλευράς, προς το παρόν, η Ρούσαλκα ηχεί πιο ταιριαστή στο ηχόχρωμα από την Έλζα, από πλευράς ταμπεραμέντου η Ροζαλίντε ή οι μοτσάρτιες ηρωίδες αποτελούν ασφαλέστερη αφετηρία από την Κατερίνα Ισμαήλοβα…
Η παρουσία σε αμφότερα τα προγράμματα του εμπειρότατου Θάνου Μαργέτη δεν εξασφάλισε μόνο άρτια πιανιστική συνοδεία αλλά και τη διαρκή (υπο)στήριξη της τραγουδίστριας στο πλαίσιο ενός ισότιμου διαλόγου, που μετέδιδε γλαφυρά περιεχόμενο και διαθέσεις της μουσικής.
Συμπερασματικά, αυτή η πρώτη γνωριμία με μία προικισμένη καλλιτέχνιδα ενίσχυσε την πεποίθηση ότι θα είναι κρίμα -για την ίδια και το ελληνικό λυρικό τραγούδι- να πάει χαμένο ένα τέτοιο ταλέντο! Ας ελπίσουμε ότι η περισσότερη δουλειά (π.χ. σε επίπεδο θεατρικότητας, κινησιολογίας, έκφρασης), η ωρίμανση και οι προσεκτικές ρεπερτοριακές επιλογές θα αποτελέσουν οδηγό για την αναγκαία εξέλιξη της Σάντμαϊερ.
Υπότιτλος κεντρικής φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ που έδωσε με γερμανικά και ρωσικά τραγούδια ο βαθύφωνος Αλέξανδρος Σταυρακάκης, υπό τη συνοδεία του πιανίστα Δημήτρη Βεζύρογλου (Αίθουσα "Άρης Γαρουφαλής" Ωδείου Αθηνών, 22/3)