Ενώ το αλμοδοβαρικό «Magical Girl» βάζει πλώρη για τον Χρυσό Αλέξανδρο, οι Έλληνες επιστρατεύουν από βρικόλακες ως τα ελγίνεια για να μιλήσουν για ιστορία και πολιτική.
Αν η νέα γενιά και τα υπαρξιακά άγχη της ήταν το κυρίαρχο μοτίβο των πρώτων φεστιβαλικών ημερών, χθες και σήμερα επιστρατεύτηκαν πραγματικά γεγονότα και ένα… βαμπίρ για να μας μιλήσουν περί πολιτικής ιστορίας. Ξεκινώντας από μια μικρού μήκους η οποία προήχθη (λιγάκι εκβιαστικά) σε 72λεπτο ενδιαφέρον, αλλά ξεπερασμένης σημειολογίας κινηματογραφικό πείραμα, το «Πολκ» των Νίκου Νικολόπουλου και Βλαδίμηρου Νικολούζου χρησιμοποιεί τη γνωστή δολοφονία του Αμερικανού ανταποκριτή στη Θεσσαλονίκη του ’48 ως αφορμή για ένα αφηγηματικά δαιδαλώδες οδοιπορικό πάνω στη μνήμη, τις χρονικές συμπτώσεις και τις ιστορικές αναγκαιότητες.
Κάτι ανάλογο επιχειρεί (πολύ αποτελεσματικότερα) και ο Εσθονός Μάρτι Χέλντε με το στιλιζαρισμένα ασπρόμαυρο «Πλευρικοί Άνεμοι» του διαγωνιστικού τμήματος, ένα πρωτότυπο κολάζ «ακίνητων» ταμπλό βιβάν, στο εσωτερικό των οποίων η κάμερα «εισβάλλει» με μακριά, τελετουργικά τράβελινγκ. Ενώ παρακολουθούμε την ιστορία μιας γυναίκας η οποία το 1941 εξορίστηκε μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες της από τις χώρες ης Βαλτικής στη Σιβηρία, ακούμε αποσπάσματα από τα συγκινητικά γράμματα που έστελνε όλα τα χρόνια ως την αποσταλινοποίηση στο σύζυγό της.
Σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φετινό διεθνές διαγωνιστικό πρόγραμμα, όπου καμιά ταινία δεν μας έχει μέχρι στιγμής απογοητεύσει, το «Magical Girl» του Ισπανού Κάρλος Βερμούτ αποδείχτηκε ένα από τα ισχυρά φαβορί των σαββατιάτικων βραβείων. Πρόκειται για ένα πειραγμένο θρίλερ που με αλμοδοβαρικό πικρό χιούμορ, σκηνοθετική ακρίβεια και μια ιστορία διασταυρούμενων τραγικών παρεξηγήσεων θίγει μελαγχολικά τη σύγχρονη αστική μοναξιά και τις καταπιεσμένες επιθυμίες που τη συντηρούν.
Ειρωνικοί, αλλά και έντονα αλληγορικοί, είναι οι κινηματογραφικοί τόνοι και της «Νορβηγίας» του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Βεσλεμέ, της μιας από τις δυο ελληνικές συμμετοχές στο διεθνές διαγωνιστικό (ακολουθεί το «Forget me not» του Γιάννη Φάγκρα). Σ’ αυτήν ο Βαγγέλης Μουρίκης – βαμπίρ περιφέρεται στην Αθήνα του 1984, αμολάει cool νικολαϊδικές ατάκες, χορεύει διαρκώς και βλέπει με τον Μάρκο Λεζέ παλιές βιντεοταινίες του τελευταίου, σε ένα cult πανηγύρι απενοχοποιημένων 80s αναφορών, το οποίο εκτροχιάζεται εντελώς όταν επιχειρεί, στο τελευταίο του μισάωρο, να μετατραπεί σε πολιτικοκοινωνική παραβολή πάνω στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Αυτή η τελευταία παρουσιάζεται ζοφερή (φτώχεια, διαδηλώσεις, διεφθαρμένοι πολιτικοί) στην αγγλόφωνη, ελληνοαμερικανική παραγωγή «Πρόμαχος» των Κέρτε και Τζον Βόρχις, ένα καλών προθέσεων, αλλά πλήρους αφέλειας μυθοπλαστικό δράμα υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα. Διαφημιστική αισθητική, φωσκολικές μελοδραματικές εντάσεις, κακοί Βρετανοί, ηρωικοί Έλληνες και ο Τζιανκάρλο Τζιανίνι σε cameo εμφάνιση ως διευθυντής του μουσείου της Ακρόπολης.