Με μια υπερβολικά χαμηλότονη τελετή έναρξης, ηχηρές απουσίες καλεσμένων, γεμάτες αίθουσες κι ένα διεθνές πρόγραμμα που εστιάζει σε νεαρούς ήρωες και σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης επιχειρεί για άλλη μία φορά να αφήσει πίσω τη χλιδή του παρελθόντος και να ρίξει το βάρος στις κινηματογραφικές εικόνες.
Πριν από μία πενταετία θα περιμέναμε τουλάχιστον μιάμιση ώρα μέχρι να τελειώσουν τα ακροβατικά, οι χοροί, τα τραγούδια, οι λόγοι των αμέτρητων επισήμων και να ξεκινήσει η ταινία της επίσημης έναρξης. Το βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής σε δεκαπέντε λεπτά είχαν τελειώσει όλα, με τη χαριτωμένη Πηνελόπη Τσιλίκα («Μικρά Αγγλία») να παρουσιάζει τον διευθυντή Δημήτρη Εϊπίδη και τον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη κι εκείνους να λένε βιαστικά τα… υποχρεωτικά και να αποχωρούν. Ακολούθησε ο «Λευκός Θεός» του Ούγγρου Κορνέλ Μούντρουτσο, το πλήρες έργο του οποίου παρουσιάζεται φέτος στη Θεσσαλονίκη, μια πρωτότυπη και οπτικά εντυπωσιακή κοινωνική αλληγορία με ήρωες τη 13χρονη Λίλι κι εκατοντάδες... σκύλους.
Ήταν η πρώτη μιας σειράς ταινιών με πρωταγωνιστές αποπροσανατολισμένους, μοναχικούς κι εξεγερμένους νεαρούς ήρωες, οι οποίοι προσπαθούν να προσανατολιστούν σε έναν κόσμο που αρνείται να τους καταλάβει, δυσκολευόμενος να καταλάβει ακόμη και τον εαυτό του. Αυτό είναι το κυρίαρχο μοτίβο των περισσότερων επιλογών του φετινού προγράμματος, το οποίο ξεκίνησε ενθουσιωδώς, δικαιώνοντας το βραβείο που απέσπασε ο «Λευκός Θεός» στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα των Κανών.
Νεαροί κάθε ηλικίας προσπαθούν επίσης να ενηλικιωθούν στο βωβό ουκρανικό «Η Φυλή» του Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκι (βραβείο Εβδομάδας Κριτικής στις Κάνες), το λετονικό, ελληνικής συμπαραγωγής «Modris» του Γιούρις Κουρσιέτις και στον τούρκικο «Αμνό» του Κουτλούγ Ατμάν, τρεις λιτές και ρεαλιστικές, πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές προτάσεις. Οι πρώτες δύο μάλιστα, οι οποίες συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό, είναι ήδη τα πρώτα φαβορί για τον Χρυσό Αλέξανδρο του ερχόμενου Σαββάτου.
«Ποιος άλλος, αν όχι οι νέοι;» (θα μπορούσε να γεννήσει ελπίδα), αναρωτιέται εύλογα λοιπόν σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα του φεστιβάλ «Πρώτο Πλάνο» ο Κορνέλ Μούντρουτσο, ο οποίος μαζί με τον Φατίχ Ακίν (μια σκέτη απογοήτευση το φιλόδοξο αγγλόφωνο έπος του για τη γενοκτονία των Αρμενίων «The Cut») ακύρωσαν τελευταία στιγμή την επίσκεψή τους στη συμπρωτεύουσα. Έτσι το μοναδικό μεγάλο όνομα φέτος είναι η Χάνα Σιγκούλα, η οποία θα τιμηθεί αύριο Παρασκευή 7/11 από το φεστιβάλ, που της έχει ετοιμάσει κι ένα μίνι αφιέρωμα.
Άλλωστε η λιτή και σύντομη τελετή έναρξης είχε δώσει το στίγμα «επιστροφή στα βασικά» της 55ης διοργάνωσης, η οποία βλέπει για άλλη μία φορά τις αίθουσές της γεμάτες χάρη τόσο σε ένα δυναμικό, μοντέρνο πρόγραμμα όσο και σε διεθνή φεστιβαλικά must όπως τα αριστουργηματικά «Δυο Ημέρες, Μια Νύχτα» των αδερφών Νταρντέν και «Χειμερία Νάρκη» του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, το χιτσκοκικό «Phoenix» του Κρίστιαν Πέτζολντ, το στιλίστικο, βαρύ δράμα της Σουζάνε Μπίερ «A Second Chance» ή το αντιτζιχαντιστικό «Τιμπουκτού» του Αμπντεραμάν Σισακό.
Από την άλλη, το πιο αδύναμο φεστιβαλικό τμήμα είναι αναμφίβολα αυτό των ελληνικών ταινιών, με μόλις 7 πρεμιέρες και ακόμη 9 φιλμ, τα οποία έχουν ήδη παιχτεί στη χώρα μας – από τις Νύχτες Πρεμιέρας μέχρι και στις αίθουσες. Ανάμεσα σε αυτά τα 9 είναι και η «Έκρηξη» του Σύλλα Τζουμέρκα (σαφώς καλύτερη από τη «Χώρα Προέλευσης»), που έχει κερδίσει μέχρι στιγμής τις εντυπώσεις, ενώ από τις πρεμιέρες τα «Dark Illusion» του Μάνου Καρυστινού και «Ως το Κόκαλο» του Θοδωρή Κουτσαύτη δεν είναι παρά άτεχνα πρωτόλεια, με την «Εκδίκηση του Διονύσου» του Δημήτρη Κολλάτου, ένα one of a kind καταγγελτικό πολιτικό σινε-μανιφέστο, να αναδεικνύεται σε talk of the festival. Highlights του η εμφάνιση του Σπύρου Φωκά ως Άκη Τσοχατζόπουλου και του σκηνοθέτη ως Ζαν-Λικ Γκοντάρ, η διατύπωση της τολμηρής θεωρίας πως ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δολοφονήθηκε προτού προλάβει να ενώσει τους Έλληνες και η πρωτοβουλία του ίδιου του Κολλάτου να πάρει στο τέλος ένα περίστροφο και (προσοχή, ακολουθεί spoiler!) να δολοφονήσει τον... Γιωργάκη Παπανδρέου.
Το πολυσυζητημένο αφιέρωμα «100 Χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος», τέλος, αποδεικνύεται μια μάλλον αμήχανη ιδέα, η οποία ξεκινώντας από μια χωρίς συνοδευτική επεξήγηση πρώτη επιλογή 200 ταινιών, κατέληξε στα εντελώς ανεξήγητα αποτελέσματα της διαδικτυακής ψηφοφορίας του κοινού για τις 20 αγαπημένες του. Παρόλα αυτά, οι προβολές έχουν πάντοτε κόσμο που το διασκεδάζει. ακόμη και η μεταμεσονύχτια της βωβής «Κοινωνικής Σαπίλας», συνοδεία ζωντανής μουσικής.