Δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτηση το γεγονός ότι η ελληνική κλασική μουσική παραμένει η μεγάλη απούσα του εγχώριου παραστατικού και συναυλιακού γίγνεσθαι. Κι όμως, τρεις εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα τον φετινό Απρίλη όχι μόνο επέτρεψαν την ανακάλυψη λιγότερο εξερευνημένων περιοχών του ρεπερτορίου, αλλά κατέδειξαν και την σπάνια ποιότητα και το υψηλό μουσικό ενδιαφέρον άγνωστων έργων σημαντικών Ελλήνων συνθετών.

Δύο από αυτές έλαβαν χώρα στο Φουαγέ της Λυρικής, όπου τα Κυριακάτικα απογεύματα προσφέρονται κύκλοι ελληνικής οπερέτας, όπερας και φιλοξενούμενου συνθέτη, ωριαίας συνήθως διάρκειας, με δωρεάν είσοδο του κοινού! Μέχρι τώρα έχει ξεχωρίσει, σαφώς, ο πρώτος των παραπάνω κύκλων, που επιμελείται ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης. Μετά από την «Ριρίκα» του Μάστορα και το «Αποκριάτικο Όνειρο» του Ριτσιάρδη, στις 6/4 παρουσιάσθηκαν εκτενέστατα αποσπάσματα (περίπου 75 λεπτών) από μία ακόμη -δημοφιλέστατη, κάποτε- οπερέτα του Σακελλαρίδη, το «Θέλω να δω τον Πάπα!» (1920).
Εντυπωσίασε και πάλι η ισχυρή μουσικοθεατρική δραματουργία του έργου, παρά την αφέλεια της υπόθεσης (ένα νιόπαντρο ζευγάρι έρχεται στα πρόθυρα διαζυγίου, επειδή ο γαμπρός δεν συναίνεσε στο να δει η νύφη τον Πάπα κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού τους στην Ιταλία!). Η καυστικότατη κριτική στο θεσμό της αστικής οικογένειας του μεσοπολέμου συντελέσθηκε μέσα από την έξοχη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την εναλλαγή σπαρταριστών καταστάσεων. Και από μουσικής απόψεως, όμως, τα νούμερα διέθεταν τον πλούτο και την ποικιλία αυτών του «Πικ-Νικ», συνδυάζοντας το χιούμορ και τη δροσιά των τραγουδιών (όπως το διάσημο ομότιτλο) με λυρικές άριες και ντουέτα αξιώσεων (ιδίως για το πρωταγωνιστικό ζεύγος).
Πρέπει, εξάλλου, να επαινεθεί η σοβαρότητα της μουσικοθεατρικής διδασκαλίας, παρά την συναυλιακή απόδοση του έργου. Υπό τη ρυθμικά στιβαρή συνοδεία από το πιάνο της Μαρίας Νεοφυτίδου, οι έξι μονωδοί τραγούδησαν και έπαιξαν με κέφι και αφοσίωση. Άψογα προετοιμασμένοι, ο τενόρος Δημήτρης Ναλμπάντης και η υψίφωνος Δέσποινα Σκαρλάτου ενσάρκωσαν πειστικά το ζεύγος Αδριανού-Άννας, ενώ ανταπεξήλθαν με επάρκεια στις διόλου αμελητέες μουσικές απαιτήσεις των ρόλων τους. Απολαυστικός υπήρξε ο Βαρονάς του βαθύφωνου Παύλου Μαρόπουλου, έξοχες -και με πληθωρική σκηνική παρουσία- οι μεσόφωνοι Βάγια Κωφού (κυρία Λατρούδη) και Ιρένα Αθανασίου (Ρίτα), χαριτωμένος ο κύριος Λατρούδης του τενόρου Σταμάτη Μπερή.
Οι έντονες -και δίκαιες- επευφημίες του κοινού ήλθαν να επιβεβαιώσουν το αυτονόητο, ότι δηλ. το έργο βοά για σκηνικό ανέβασμα από την ΕΛΣ και μάλιστα ...άμεσα!
Το αυτό ισχύει και για το μονόπρακτο μουσικό δράμα του Βάρβογλη «Το απόγεμα της αγάπης» (1935), που δόθηκε, σχεδόν στο σύνολό του και επίσης κοντσερτάντε, μία εβδομάδα αργότερα (13/4), στο πλαίσιο του «κύκλου όπερας» που επιμελείται ο τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος. Η ακρόαση αποκάλυψε ένα μουσικό έργο πυκνό και καλογραμμένο, που αντλεί ολοφάνερα την έμπνευσή του από τον ήδη δύσαντα βερισμό. Με δεδομένες τις αρκετές συγγένειες με την «Καβαλλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο ότι αμφότερα τα ηθογραφικά έργα διαδραματίζονται την Μεγάλη Εβδομάδα, η Λυρική πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο ενός πασχαλινού double bill την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο!
Μολονότι από την πιανιστική γραφή, που απέδωσε - εξαιρετικά, όπως πάντα- ο Μιχάλης Παπαπέτρου, δεν μπόρεσε να καταστεί ευκρινές το στίγμα της -εθνικοσχολικής- ενορχήστρωσης (με βυζαντινά και δημοτικοφανή στοιχεία), η γνωστή λιτότητα εκφραστικών μέσων ενός συνθέτη ξακουστού για την ποιότητα της μουσικής του δωματίου ήταν παρούσα στη φωνητική γραφή. Εύλογα και άκρως ευπρόσδεκτα, η ισορροπημένη και ακμαία διανομή απέφυγε ερμηνευτικές υπερβολές, πλην ίσως αυτών του βαρύτονου Αρκάδιου Ρακόπουλου που απέδωσε, κατά τα λοιπά, επιτυχημένα τον (εκδικητικό) πρωταγωνιστή Τάσο. Η μεσόφωνος Μαρία Βλαχοπούλου σκιαγράφησε μία συναρπαστικά τραγική μάνα, αξιοποιώντας το πολυτελές ηχόχρωμά της. Η εμπειρία του Χατζησίμου και το μέτρο της υψιφώνου Άννας Στυλιανάκη αλληλοσυμπληρώθηκαν ιδανικά στο ζεύγος Θάνου-Μαλάμως, ενώ ο Δημήτρης Ναλμπάντης βρήκε το σωστό τόνο του ρόλου του ζητιάνου.

Μία άλλη πολύ αξιόλογη εκδήλωση έλαβε χώρα την 6/4 στη Γερμανική Εκκλησία Αθηνών. Τιμώντας την επέτειο 150 χρόνων από την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, το εξαιρετικά δραστήριο «Ωδείο Νικόλαος Μάντζαρος» -με την γόνιμη προσφορά στην παλαιά μουσική, και όχι μόνο- τίμησε τον Επτανήσιο συνθέτη, το όνομα του οποίου φέρει, σε μία μονογραφική βραδιά.
Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρέθηκε η μοναδική Ορθόδοξη Λειτουργία («Κερκυραϊκή») για τετράφωνη Χορωδία, που ψάλλεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα από το κόρο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος. Ο Παύλος Βεντούρας -καλλιτεχνικός διευθυντής του Ωδείου- επιμελήθηκε το έργο, συνθέτοντας τα δύο ακροτελευταία μέρη («Κύριε» και «Αμήν») με βάση ενυπάρχουσες στη Λειτουργία αναφορές στις λέξεις αυτές, ενώ προσέθεσε -και ερμήνευσε- και μέρος εκκλησιαστικού οργάνου. Το αποτέλεσμα υπήρξε πειστικό, στο βαθμό που σεβάσθηκε την αισθητική και το εξωστρεφές θρησκευτικό συναίσθημα ενός έργου ριζωμένου στην παραδοσιακή εκκλησιαστική ψαλμωδία των Επτανήσων. Το τραγούδι του ανδρικού τμήματος των Χορωδιών «Σύγχρονη Έκφραση» και «Νικόλαος Μάντζαρος», που δίδαξε και διηύθυνε ο Θωμάς Λουζιώτης διέθετε ευγένεια και διαφάνεια, απόρροια εστιασμένου ήχου και καθαρής άρθρωσης.
Στην αρχή της συναυλίας δόθηκε, σε μεταγραφή για εκκλησιαστικό όργανο -από το πρωτότυπο για πιάνο-, η 2η Συμφωνία του Μάντζαρου. Το ρυθμικά ζωηρό, πλην πάντοτε κομψό παίξιμο του Βεντούρα δικαίωσε ένα έργο που μοιράζεται - όπως και όλες οι πιανιστικές «Συμφωνίες» του- το μορφολογικό πρότυπο της συντετμημένης δομής της φόρμας σονάτας που χαρακτήριζε τις οπερατικές εισαγωγές του ιταλικού ρομαντικού μπελ-κάντο (Ροσσίνι!) του 18ου αι.
Στο μελωδικό κόσμο, και δη στις αριέτες, ενός άλλου μεγάλου του μπελ-κάντο, του Μπελλίνι κινήθηκαν και τα δύο τραγούδια από τον «Λάμπρο» του Σολωμού, που ερμήνευσε, ενδιάμεσα, η υψίφωνος Μάϊρα Μηλολιδάκη -με τη σταθερότατη σύμπραξη, σε θαυμάσιες συνηχήσεις, της μεσοφώνου Αναστασίας Κότσαλη- αξιοποιώντας το πολυτελές τίμπρο της (ένα από τα ωραιότερα της χώρας), την καλλιέπεια της φραστικής και την -επιτέλους- φροντισμένη εκφορά του λόγου...