Κάτω από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο του κήπου, με την παχιά σκιά και το θαλασσινό αεράκι από τον Πατραϊκά να μας χαρίζουν τη δροσιά τους, τα διακόσια και κάτι χιλιόμετρα που είχαμε διανύσει για να φτάσουμε στο κτήμα της οικογένειας Παρπαρούση, μας φαίνονταν ασήμαντα.
Αν, μάλιστα, η απόσταση από την κόλαση του νέφους μέχρι τη γαλήνη της φύσης είναι τόσο κοντινή, ίσως τελικά η απόδραση να μην είναι και τόσο άπιαστο όνειρο. Και να σκεφτεί κανείς πως αυτός ο επίγειος παράδεισος βρίσκεται μόλις τέσσερα χιλιόμετρα πριν από την πολύβουη Πάτρα, στο Προάστιο (θέση Μποζαϊτικα), κρυμμένος σχεδόν από τον κόσμο, χάρη σε ένα πράσινο τείχος από πορτοκαλιές, λεμονιές και πανύψηλα κυπαρίσσια. Ο μοναδικός θόρυβος που ταράζει τη γαλήνη είναι, πού και πού, το πέρασμα ενός τρένου. Όλη την άλλη ώρα, ακούς τα πουλιά να συναγωνίζονται σε τρίλιες και φτερουγίσματα.
Ένα υποστατικό, 4 σκυλιά και 15 γάτες ...
Ένα σπίτι των αρχών του αιώνα, που κινδύνεψε από τους σεισμούς και σώθηκε από την κατεδάφιση, χάρη στην αγάπη όλης της οικογένειας για τα παλιά πράγματα. Ένα οινοποιείο, το οποίο χτίστηκε με τις προδιαγραφές των μέσων της δεκαετίας του 70 και σήμερα εκσυγχρονίζεται για να προλάβει τις εξελίξεις. Ένας παλιός (ηλικίας 30-60 ετών), αυτόρριζος αμπελώνας είκοσι πέντε στρεμμάτων, φυτεμένος με την ποικιλία σιδερίτη.
Η σύντροφος της ζωής του, Βάσω, οι τρεις κόρες - η Γεωργία που θέλησε να γίνει μουσικολόγος, επάγγελμα προσφιλές στις οικογένειες του κρασιού, η Εριφύλη, που αν και παντρεύτηκε εξακολουθεί να εργάζεται μαζί με τον πατέρα της στο οινοποιείο, και η Δήμητρα, που σπουδάζει οικονομικά στην Αθήνα, και μια τρυφερή γιαγιά, η μητέρα της Βάσως, η κυρία Δήμητρα Μαράτου- αποτελούν το μικρόκοσμο του οινοπαραγωγού Θανάση Παρπαρούση.
Γύρω από αυτό το μικρόκοσμο, βέβαια, υπάρχουν, ως απαραίτητο συμπλήρωμα της μαγικής εικόνας, τα δύο ζευγάρια πανέμορφα σκυλιά και οι δεκαπέντε περίπου γάτες, που συμβιώνουν αρμονικά μαζί τους η αυτού υψηλότης ο Κοκός, ο εγωκεντρικός, πολύχρωμος παπαγάλος που δεν αφήνει άνθρωπο να σταθεί χωρίς να τον κοροϊδέψει, και, τέλος, τα υπέροχα, λευκά περιστέρια, που κάνουν το κτήμα να μοιάζει με ένα υποστατικό βγαλμένο από το χρόνο.
Δεν ξεχνώ, βέβαια, και τους ανθρώπους που δουλεύουν στο χώρο του οινοποιείου, τον αμπελουργό Νίκο Ντάκο, που φροντίζει το κτήμα της Λάππας, και καθώς ανοίγει ο κύκλος, τους τόσους άλλους αμπελουργούς που συνεργάζονται με τον Θ. Παρπαρούση, δίνοντας του τα σταφύλια για τα κρασιά ονομασίας προέλευσης «Πάτρα» και «Νεμέα», ή για τα δύο γλυκά κρασιά «Μαυροδάφνη και «Μοσχάτο Ρίου», που ετοιμάζεται να μας παρουσιάσει σύντομα.
Έτσι, ήρεμα, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του και τους συνεργάτες του, ζει και κινείται ο Θανάσης Παρπαρούσης σεμνός, χωρίς φανφάρες και μαρκετινίστικα κόλπα, εξακολουθεί εδώ και αρκετά χρόνια να μας ευχαριστεί με τα ευπρόσωπα κρασιά του: Πάτρα ΟΠΑΠ Δρόσαλλις, Δώρα του Διονύσου, Νεμέα ΟΠΑΠ Οινάρι, Οινόφιλος, Πάτρα ΟΠΑΠ, είναι τα κρασιά-ταυτότητά του.
Αναβίωση, εξέλιξη
Οινολόγος ο ίδιος, ξεκίνησε την «καριέρα» του μέσα στην οικογενειακή οινοποιία Παρπαρούση, που είχαν ιδρύσει ο πατέρας του και ο θείος του, το 1932, στην Πάτρα. Εκεί, ανάμεσα σε μούστους, χύμα κρασιά και αποστάγματα, συνειδητοποίησε πως είχε «κολλήσει την τρέλα» του οίνου. Αποφάσισε, λοιπόν, να φύγει για την Ντιζόν της Γαλλίας, όπου σπούδασε οινολογία. Η τύχη, όμως, θέλησε στο μεταξύ να γνωρίσει τη γλυκιά Βάσω Μαράτου -ίσως μια μέρα που ήρθε στο οικογενειακό κτήμα των Μαράτων, στα Μποζαϊτικα, για να αγοράσει σταφύλια- και να την παντρευτεί. Γυρνώντας από τη Γαλλία, το 1973, ξεκινάει την αναβίωση του παλιού κτήματος στα Μποζαϊτικα και την αναδιάρθρωση της οικογενειακής οινοποιίας.
Έτσι νωρίς μπήκε στην ομάδα των οινοπαραγωγών, οι οποίοι αργότερα ταυτίστηκαν με τους οίνους μικρής παραγωγής. Μια ομάδα πολύ νέων τότε ανθρώπων, οι οποίοι δούλεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του, για την αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα για τη διεκδίκηση μιας αξιόλογης θέσης στην παγκόσμια οινοπαραγωγή του ελληνικού κρασιού συνολικά. Βέβαια, τότε οι καιροί ήταν διαφορετικοί όλα αυτά που σήμερα θα συναντήσει κανείς σχεδόν σε κάθε οινοποιείο, τότε ήταν πρωτοποριακά, και όσοι αποφάσιζαν να κάνουν την τομή που χρειαζόταν θεωρούνταν τολμηροί, ίσως και παράλογοι.
Ακόμα θυμάμαι το λευκό, επιτραπέζιο Petite fleur, (με κυρίαρχη ποικιλία το σιδερίτη), που με τα ευγενικά αρώματά του και την απρόσμενη φρεσκάδα του άνοιγε το δρόμο σε μια νέα γενιά ελληνικών λευκών κρασιών. Γενιά, που έμελλε να σταθεί στους αντίποδες της προηγούμενης, των οξειδωμένων και αιώνια κουρασμένων λευκών.
Στα χρόνια που πέρασαν το «Petite fleur» και ο «Λυρικός» (μοσχοφίλερο, Ροδίτης) καταργήθηκαν. Ενώ μεγάλωναν τα κλήματα στον ιδιόκτητο αμπελώνα, στη Λάππα Αχαϊαξ, στο κτήμα της Καλογριάς (40 στρέμματα, όπου είναι φυτεμένες οι ποικιλίες αθήρι, ασύρτικο και cabernet sauvignon), σιγά σιγά τα σχέδια του Θανάση Παρπαρούση άρχιζαν να αλλάζουν. Έπρεπε να ακολουθήσει τις εξελίξεις η αγορά ζητάει πάντα νέα προϊόντα. Η ζήτηση συχνά εξαναγκάζει τους παραγωγούς να παρουσιάζουν τύπους κρασιών προσαρμοσμένων στα νέα δεδομένα. Έτσι, ακολουθώντας το ρεύμα των λευκών κρασιών παλαιωμένων σε βαρέλι, και εξερευνώντας τις εμπειρίες της «Σαντορίνης» με το ξύλο δρυός, παρουσιάζει φέτος για πρώτη φορά τα «Δώρα του Διονύσου»-fume, οίνος που έχει περάσει από βαρέλι (του δάσους Limousin, στη Γαλλία).
Από τον αμπελώνα της Καλογριάς, τον περιτριγυρισμένο με τους πανύψηλους ευκάλυπτους και που βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε ένα παραπόταμο του Γλαύκου, «εκεί που τραγουδάν τ αηδόνια», όπως μας λέει ο Θανάσης Παρπαρούσης, προέρχονται τα σταφύλια που δίνουν τον ερυθρό «Οινόφιλο» και τα «Δώρα του Διονύσου»-fume. Ακούγοντάς τον να μιλάει με τόση τρυφερότητα για τα κρασιά του, αντιλαμβάνεται κανείς πως τα αγαπάει όλα και δεν τα ξεχωρίζει, έστω και αν διακρίνει μια λάμψη υπερηφάνειας στα μάτια του, όταν αναφέρεται στο <<Απόσταγμα Οίνου», παλαιωθεν, από την ποικιλία σιδερίτη.
Το «κρασί» αυτό έκανε κάποιο οινολόγο από τους προσκεκλημένους του Συμποσίου «Οινοφόρος 97», στη Θεσσαλονίκη, να μουρμουρίσει πως αν αρχίζουν και άλλοι ξένοι να παράγουν τόσο υψηλής ποιότητα; αποστάγματα οίνου, τότε ίσως το κονιάκ να κινδυνεύσει. Δεν ξέρω, βέβαια, αν ο κ. Παρπαρούσης γνωρίζει αυτά τα dessous (<<ντεσού»), αλλά, όπως και αν έχει το θέμα, φαίνεται να πιστεύει πως το προϊόν του δεν είναι μόνο αγαπητό στον κόσμο, αλλά αποτελεί και τον κρίκο που τον συνδέει με το οικογενειακό παρελθόν της παλιάς πατρινής οινοποιίας ¬ποτοποιίας των Αδελφών Παρπαρούση.
Γυρίζοντας στο σπίτι μετά την επίσκεψή μας στον αμπελώνα της Λάππας, η κυρία Βάσω Παρπαρούση μάς ρωτάει: «<Έχω ετοιμάσει κάτι πρόχειρο, θα καθίσετε να φάμε;».
Εκείνη, μολονότι δουλεύει καθημερινά για το Οινοποιείο, βρίσκει το χρόνο να κάνει και πράγματα που την ευχαριστούν. Συμμετέχει ως ενεργό μέλος στις εκδρομές και στις εκδηλώσεις του Ορειβατικού Συλλόγου της περιοχής και μαγειρεύει εξαιρετικά. (Έχει τύχει να δω και στο παρελθόν τις συνταγές της να φιλοξενούνται σε σελίδες των περιοδικών). Πιστεύοντας πως το φαγητό και το κρασί αλληλοσυμπληρώνονται, φροντίζει να αναζητά την αρμονία των όσων μαγειρεύει με τα κρασιά τους.
Και, ω! η έκπληξη ιδού η σύνθεσις του «προχείρου»: Μαζί με τη φρέσκια, δροσερή «Πάτρα ΟΠΑΠ Δρόσαλλις», έρχονται στο τραπέζι μας δυο γευστικότατα πιάτα: γαύρος μαρινάτος με φρέσκα φυλλαράκια βασιλικού και αμπελοβλάσταρα σαλάτα. Ένας μοναδικός μεζές που για να τον γευτείς πρέπει να χεις αμπέλι ή φίλους οινοπαραγωγούς. Και τι παρουσίαση! Τα αμπελοβλάσταρα να σχηματίζουν φωλίτσα και στο κέντρο τους ψιλοκομμένος μάραθο και σκόρδο. Τα δοκιμάζουμε με τα «Δώρα του Διονύσου» και διαπιστώνουμε ότι η πιπεράτη γεύση τους «κάθεται» καλύτερα με την αλμύρα του γαύρου.
Ευχάριστα, δροσερά, χωρίς εξάρσεις αρωματικής υπερβολής, τα λευκά κρασιά του Θ. Παρπαρούση, παντρεύονται εύκολα με τις γεύσεις της ελληνικής κουζίνας.
Τα «Δώρα του Διονύσου-fume φαίνονται να αναζητούν τη θέση τους και με τα κυρίως πιάτα, που ακολουθούν μετά τα πουγκιά λαχανικών.
Πάπια με μέλι και σόγια, ορτύκια με ξερά φρούτα, τυλιγμένα στα αμπελόφυλλα. Ο «Διόνυσος» πρόσφερε επιτυχώς τα βαρελίσια δώρα του -διακριτική παρουσία ξύλου, καλή οξύτητα, που δεν χάθηκε από το άγγιγμα της δρυός- με τα πουγκιά και την πάπια. Ως κλασικιστές, όμως, βάλαμε και τη βελούδινη, αρμονική «Nεμέα Οινάρι» δίπλα στο πουλερικό και αφήσαμε τον πιο στιβαρό, αλλά ταυτόχρονα πλούσιο αρωματικά -κόκκινα φρούτα και νότες από κανελογαρίφαλα «Οινοφόρο» να βρει την αρμονία του με τα ορτύκια στα αμπελόφυλλα.
«Η αρμονία στηρίζεται μεν σε κανόνες, αλλά είναι και θέμα προσωπικό», λέει ο Θ. Παρπαρούσης. «Σας αφήνω να διαλέξετε, μήπως εδώ προτιμάτε τη "Νεμέα" ... ».
Το παιχνίδι ξαναρχίζει με τα τυριά και το γλυκό. Εκείνη τη στιγμή, μας σερβίρει το Μοσχάτο Ρίου Πατρών, έτσι, από το βαρέλι. «Δεν είναι ακόμα έτοιμο χρειάζεται κάποιους μήνες. Μυρίστε, όμως, να δείτε πώς αναπτύσσονται ήδη τα αρώματα του μοσχάτου». Έντονα ξεχωρίζουν τα ποικιλιακά αρώματα του σταφυλιού: κυρίαρχο το κίτρο, «ακουμπάει» σε ένα μυρωδάτο φόντο που θυμίζει βερίκοκο και εσπεριδοειδή.
Καθώς η συζήτηση στρέφεται γύρω από τους τύπους των κρασιών που παράγει, ζητώ από τον Θανάση Παρπαρούση να μου μιλήσει για την ποικιλιακή τους σύνθεση. Μπορεί, βέβαια, να μεταβάλλεται στους επιτραπέζιους οίνους από χρονιά σε χρονιά, για να εξασφαλίζεται μια σταθερή προσωπικότητα στο κρασί, οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές, ωστόσο, παραμένουν οι ίδιες.